ΝΟΜΟΣ 2190/1920 ΠΕΡΙ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
Άρθρο 1
Πάσα ανώνυµος Εταιρεία είναι εµπορική, και εάν ο σκοπός αυτής δεν είναι εµπορική επιχείρησις.
Άρθρο 2
“1. Το Καταστατικό της ανώνυ µης εταιρείας πρέπει να περιέχει διατάξεις: α. Για την εταιρική επωνυµία και το σκοπό της εταιρείας. β. Για την έδρα της εταιρείας. γ. Για την διάρκειά της. δ. Για το ύψος και τον τρόπο καταβολής του εταιρικού κεφαλαίου. ε. Για το είδος των µετοχών , καθώς και για τον αριθµό, την ονοµαστική αξία και την έκδοσή τους. στ. Για τον αριθµό των µετοχών κάθε κατηγορίας, εάν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες µετοχών. ζ. Για τη µετατροπή ονοµαστικών µετοχών σε ανώνυµες, ή ανωνύµων σε ονοµαστικές . η. Για τη σύγκληση, τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες του ∆ιοικητικού Συµβουλίου. θ. Για τη σύγκληση , τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες των Γενικών Συνελεύσεων. ι. Για τους ελεγκτές . ια. Για τα δικαιώµατα των µετόχων. ιβ. Για τον ισολογισµό και τη διάθεση των κερδών. ιγ. Για τη λύση της εταιρίας και την εκκαθάριση της περιουσίας της. 2. Το Καταστατικό της ανώνυµης εταιρείας πρέπει να αναφέρει επίσης : α. Τα ατοµικά στοιχεία των φυσικών ή νοµικών προσώπων που υπέγραψαν το Καταστατικό της εταιρείας ή στο όνοµα και για λογαριασ µό των οποίων έχει υπογραφεί το Καταστατικό αυτό. β. Το συνολικό ποσό, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, όλων των δαπανών που απαιτήθηκαν για τη σύσταση της εταιρίας και βαρύνουν αυτή.”
Άρθρο 3
- Επιτρέπεται, ίνα δια διατάξεων του Καταστατικού, ορίζηται προνόµιον υπέρ µετοχών. Το προνόµιον τούτο συνίσταται εις απόληψιν προ των κοινών µετοχών του κατά το άρθρον 45 πρώτου µερίσµατος και εις την προνοµιακήν απόδοσιν του καταβληθέντος υπό των κατόχων προνοµιούχων µετοχών κεφαλαίου εκ του προϊόντος της εκκαθαρίσεως της εταιρικής περιουσίας. Ωσαύτως επιτρέπεται όπως ορισθή, ότι εν περιπτώσει µη διανοµής µερίσµατος κατά µίαν ή πλείονας χρήσεις, το προνόµιον αφορά εις προνοµιακήν καταβολήν µερισµάτων και δια τας χρήσεις , καθ’ ας δεν εγένετο διανοµή µερίσµατος. 2. Αι προνοµιούχοι µετοχαί δύναται να ορίζηται ότι έχουσι σταθερόν µέρισµα ή ότι συµµετέχουσιν εν όλω ή εν µέρει εις τα κέρδη της επιχειρήσεως. 3. Αι προνοµιούχοι µετοχαί µετά ψήφου δύναται να εκδοθώσι και ως µετατρέψιµοι εις κοινάς µετοχάς, οπότε ορίζεται και ο χρόνος της µετατροπής. Το δικαίωµα της µετατροπής ασκείται υπό του προνοµιούχου µετόχου ατοµικώς δια δηλώσεώς του, ισχύει δε η µετατροπή από της εποµένης, της καθ’ ην ησκήθη, εταιρικής χρήσεως . “4. Οι προνοµιούχες µετοχές µπορούν να εκδοθούν και χωρίς δικαίω µα ψήφου, οπότε, εκτός από τα προνόµια των προηγούµενων παραγράφων, επιτρέπεται να καθορίζεται υπέρ αυτών και δικαίωµα απόληψης ορισµένου τόκου. Η απόληψη ορισµένου τόκου από τους µετόχους προνοµιούχων χωρίος δικαίωµα ψήφου µετοχών που θα εκδοθούν µετά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης υπόκειται στους περιορισµούς του άρθρου 44α. Για τη φορολογική µεταχείριση του εισοδήµατος που προέρχεται από τόκους προνοµιούχων µετοχών, εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. Προκει µένου για προνοµιούχες ονοµαστικές µετοχές χωρίς δικαίωµα ψήφου, που αναλαµβάνονται αρχικά από την ΕΤΒΑ ή το ∆η µόσιο, είναι δυνατό να καθοριστεί ότι η απόληψη ορισµένου τόκου µπορεί να γίνει µε την προϋπόθεση ότι , για ορισµένο χρόνο που ορίζεται κατά την έκδοση αυτών των προνοµιούχων µετοχών , δε θα συµµετέχουν στα κέρδη. Και στην περίπτωση αυτή η απόληψη ορισµένου τόκου υπόκειται στους περιορισµούς του άρθρου 44α”. “5. Kατάργηση ή περιορισ µός του προνοµίου επιτρέπεται µόνον µετά από απόφαση, η οποία λαµβάνεται σε ιδιαίτερη γενική συνέλευση εκείνων των προνοµιούχων µετόχων, στους οποίους αφορά το προνόµιο µε πλειοψηφία των τριών
τετάρτων (3/4) του εκπροσωπουµένου κεφαλαίου. Για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης αυτής, τη συµµετοχή σε αυτή, την παροχή πληροφοριών, την ψηφοφορία, ως και την ακύρωσιν των αποφάσεων αυτής, εφαρµόζονται ανάλογα οι περί της Γενικής Συνέλευσης των µετόχων σχετικές διατάξεις. Για τη µετατροπή των προνοµιούχων, χωρίς ψήφο, µετοχών σε κοινές µετά ψήφου µετοχές, απαιτείται, εκτός της κατά τα ανωτέρω αποφάσεως των προνοµιούχων µετόχων, και απόφαση της γενικής συνέλευσης των µετόχων κοινών µετοχών, µε την πλειοψηφία των τριών τετάρτων (3/4) του εκπροσωπούµενου κοινού µετοχικού κεφαλαίου. Οι κατά τα ανωτέρω γενικές συνελεύσεις των µετόχων κατόχων προνοµιούχων και κοινών µετοχών, ευρίσκονται σε απαρτία και συνεδριάζουν εγκύρως επί των θεµάτων της ηµερησίας διατάξεως, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται σε αυτές µέτοχοι εκπροσωπούντες τα τρία τέταρτα (3/4) του συνόλου του καταβεβληµένου προνοµιούχου ή κοινού κεφαλαίου αντίστοιχα”. 6. Αι κατά τας διατάξεις των προηγουµένων παραγράφων εκδιδόµεναι προνοµιούχοι µετοχαί δέον να διακρίνωνται σαφώς από των κοινών µετοχών και να αναγράφωσι δια µεγάλων στοιχείων επί της προσθίας αυτών όψεως τας λέξεις ” Προνοµιούχος Μετοχή ” ως και τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών π.χ . “µετατρέψιµος”, “µετά ή άνευ ψήφου” κλπ, επί δε της οπισθίας όψεως την έκτασιν και τους όρους του παρεχόµενου προνοµίου. “7. (8). ∆ια διατάξεων του Καταστατικού δύναται να επιτραπή η έκδοσις δεσ µευµένων ονοµαστικών µετοχών, των οποίων η µεταβίβασις εξαρτάται από την έγκρισιν της Εταιρείας. Την έγκρισιν παρέχει το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον ή η Γενική Συνέλευσις κατά τα υπό του Καταστατικού οριζόµενα. Το Καταστατικόν δύναται να ορίση τους λόγους δι’ ους επιτρέπεται η άρνησις της εγκρίσεως”.
Άρθρο 3Α
«1. ( α) Η γενική συνέλευση µπορεί να αποφασίζει σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3 και 31 παρ. 2 την έκδοση οµολογιακού δανείου , µε το οποίο χορηγείται στους οµολογιούχους δικαίωµα µετατροπής των οµολογιών τους σε µετοχές της εταιρείας. (β) Το διοικητικό συµβούλιο µπορεί να αποφασίζει την έκδοση οµολογιακού δανείου µε µετατρέψιµες οµολογίες υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13. (γ) Επί των αποφάσεων των περιπτώσεων α’ και β’ εφαρ µόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη δηµοσιότητα της απόφασης για την αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου και οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 13.» «2. Στην απόφαση του αρµόδιου οργάνου ορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος άσκησης του δικαιώµατος, η τιµή ή ο λόγος µετατροπής ή το εύρος τους. Η τελική τιµή ή ο λόγος µετατροπής ορίζονται από το διοικητικό συµβούλιο της εταιρείας πριν από την έκδοση του δανείου. Απαγορεύεται χορήγηση µετοχών ονοµαστικής αξίας ανώτερης της τιµής έκδοσης των µετατρεπόµενων οµολογιών.» «3. Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 13α του παρόντος εφαρµόζεται ανάλογα. Μετά την ολοκλήρωση της κάλυψης του δανείου, το διοικητικό συµβούλιο της εκδότριας πιστοποιεί την καταβολή του οµολογιακού δανείου µε ανάλογη εφαρ µογή του άρθρου 11 του παρόντος. Σε περίπτωση παράβασης επιβάλλονται οι ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 58α του παρόντος.» «4. Με την άσκηση του δικαιώµατος µετατροπής των οµολογιών, επέρχεται ισόποση αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου . Το διοικητικό συµβούλιο της εταιρείας υποχρεούται µέχρι τη λήξη του επόµενου µηνός από την ηµέρα άσκησης του δικαιώµατος µετατροπής να διαπιστώνει την αύξηση και να αναπροσαρµόζει το περί κεφαλαίου άρθρο του καταστατικού, τηρώντας τις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β.» «5. Οι αυξήσεις κεφαλαίου της παραγράφου 4 δεν αποτελούν τροποποίηση του καταστατικού.”
Άρθρο 3Β
Η γενική συνέλευση µπορεί να αποφασίζει, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3 και 31 παρ. 2, την έκδοση οµολογιακού δανείου, µε το οποίο χορηγείται στους οµολογιούχους δικαίωµα είτε προς λήψη, πέραν του τάκου, και ορισ µένου ποσοστού επί των κερδών που υπολείπονται µετά την απόληψη του κατά το άρθρο 45 πρώτου µερίσµατος από
τους προνοµιούχους και κοινούς µετόχους είτε προς λήψη άλλης πρόσθετης παροχής, που εξαρτάται από το ύψος της παραγωγής ή το εν γένει επίπεδο δραστηριότητας της εταιρείας.»
Άρθρο 3Γ
Παραλείπεται ως µη ισχύον
Άρθρο 4
“1. Ο Υπουργός Εµπορίου υποχρεούται να προκαλέσει, σύµφωνα µε το άρθρο 37 του Εµπορικού Νόµου, την απόφαση για τη σύσταση ανώνυµης εταρείας, καθώς και την έγκριση του καταστατικού της, εφόσον το καταστατικό έχει καταρτισθεί δια δηµοσίου εγγράφου σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις “. “2. Το καταστατικό τροποποιείται ή κωδικοποιείται µε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης , που εγκρίνεται από τον Υπουργό Εµπορίου. Για την τροποποίηση ή κωδικοποίηση του καταστατικού δεν απαιτείται δηµόσιο έγγραφο”. “3. Η πρόσκληση για τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης και η απόφασή της για τη µείωση του µετοχικού κεφαλαίου πρέπει, µε ποινή ακυρότητας, να ορίζει το σκοπό της µείωσης καθώς και τον τρόπο πραγµατοποίησής της. Η απόφαση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση Ορκωτού Ελεγκτή, στην οποία να βεβαιώνεται η δυνατότητα της εταιρείας να ικανοποιήσει τους δανειστές της, εκτός αν η απόφαση για τη µείωση προβλέπει την ταυτόχρονη ισόποση, τουλάχιστον, αύξηση του κεφαλαίου µε ολική καταβολή του ποσού αυτής ή η µείωση του κεφαλαίου γίνεται προς συµψηφισµό ζηµιών ή επιβάλλεται από το νόµο. Ο Υπουργός Εµπορίου δεν εγκρίνει την απόφαση για µείωση, αν θεωρεί, µε βάση την έκθεση του Ορκωτού ελεγκτή, οτι µετά τη µείωση δεν αποµένουν ικανές εγγυήσεις για την ικανοποίηση των δανειστών”. 4. ∆εν γίνεται καµµία καταβολή στους µετόχους από το αποδεσµευόµενο µε τη µείωση ενεργητικό της εταιρείας, µε ποινή ακυρότητας αυτής της καταβολής, εκτός εάν ικανοποιηθούν οι δανειστές της εταιρείας των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από τη δηµοσιότητα της απόφασης για µείωση ή εάν το δικαστήριο αποφανθεί ότι οι απαιτήσεις αυτές είναι αβάσιµες. Εάν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες µετοχών, κάθε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, που αφορά τη µείωση του κεφαλαίου, τελεί υπό την έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών µετόχων, τα δικαιώµατα των οποίων θίγονται από την απόφαση αυτή. “Η έγκριση παρέχεται µε απόφαση των µετόχων της θιγό µενης κατηγορίας, που λαµβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση µε τα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας που προβλέπονται από τα άρθρα 29 παρ.3 και 4 και 31 παρ. 2″. Για τη σύγκληση αυτής της συνέλευσης, τη συµµετοχή σ’ αυτήν, την παροχή πληροφοριών, την αναβολή λήψης αποφάσεων, την ψηφοφορία, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεών της, εφαρµόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τη Γενική Συνέλευση των µετόχων”.
Άρθρο 4Α
- Η εταιρεία κηρύσσεται άκυρη µε δικαστική απόφαση µόνον αν: “α. ∆εν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 περιπτώσεις α και δ, 4 παράγραφος 1 και 8 παράγραφος 2”. β. Ο σκοπός της είναι παράνοµος ή αντίκειται στη δηµόσια τάξη. “Προκειµένου για συµµετοχές της Εταιρείας στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, στις οποίες η Εταιρεία είναι απεριόριστα ευθυνό µενος εταίρος, παρατίθεται ανάλυση, η οποία περιλαµβάνει την επωνυµία, την έδρα και το νοµικό τύπο της κάθε µιας από αυτές τις επιχειρήσεις. Η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να παραλείπεται, όταν είναι ασήµαντη σε σχέση µε τις αρχές της παρ. 2 του άρθρου 42 α.”. γ. ο αριθµός των ιδρυτών είναι κατώτερος από δύο, και δ. όλοι οι ιδρυτές, όταν υπογράφτηκε η εταιρική σύµβαση, δεν είχαν την ικανότητα για δικαιοπραξία. 2. Η αγωγή ασκείται από κάθε πρόσωπο που έχει έννοµο συµφέρον και απευθύνεται κατά της εταιρείας. Το δικαστήριο που απαγγέλει την ακυρότητα διορίζει µε την ίδια απόφαση και τους εκκαθαριστές. 3. Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της εταιρείας αντιτάσσεται προς τους τρίτους, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 7β. Τριτανακοπή µπορεί να ασκηθεί µέσα σε προθεσµία έξι (6) µηνών από την
υποβολή της απόφασης στη δηµοσιότητα που προβλέπει η περιπτ. β της παρ. 1 του άρθρου 7β. 4. Η ακυρότητα αυτή καθαυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των υποχρεώσεων ή των απαιτήσεων της εταιρείας, χωρίς να βλάπτονται τα αποτελέσµατα της κατάστασης εκκαθάρισής της. 5. Οι µέτοχοι της άκυρης εταιρείας υποχρεούνται να καταβάλουν το κεφάλαιο που ανέλαβαν και δεν έχουν ακόµη καταβάλει, στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση του σκοπού της εκκαθάρισης.
Άρθρο 5
- Η ανώνυµος εταιρεία λαµβάνει την επωνυµίαν αυτής εκ του είδους της επιχειρήσεως, ην ασκεί. 2. Εν τη επωνυµία δύναται, πλην των ανωτέρω, να περιέχηται και το ονοµατεπώνυµον ιδρυτού τινός ή άλλου φυσικού προσώπου , είτε η επωνυµία εµπορικής τινός εταιρείας. 3. Εν τη επωνυµία δέον πάντως να περιέχωνται αι λέξεις “Ανώνυµος Εταιρεία”. “4. Σε περίπτωση που ο σκοπός της εταιρείας εκτείνεται σε πολλά αντικείµενα, η επωνυµία µπορεί να λαµβάνεται από τα κυριότερα από αυτά. 5. Η τυχόν διεύρυνση του σκοπού δεν συνεπάγεται αναγκαίως και τη µεταβολή της εταιρικής επωνυµίας, µε την οποία η εταιρεία είναι ήδη γνωστή στις συναλλαγές. 6. Για τις διεθνείς συναλλαγές της εταιρείας, η επωνυµία µπορεί να εκφράζεται και σε ξένη γλώσσα, σε πιστή µετάφραση ή µε λατινικά στοιχεία”.
Άρθρο 6
Ως έδρα της Εταιρείας δέον να ορίζηται εις ∆ήµος ή µια Κοινότης της Ελληνικής Επικρατείας.
Άρθρο 7
(Καταργήθηκε µε την παρ. 1 άρθρου 4 Ν. 2339/1995, ΦΕΚ Α’ 204).
Άρθρο 7Α
“1. Πράξεις και στοιχεία ηµεδαπών Ανωνύµων Εταιρειών. Σε δηµοσιότητα υποβάλλονται οι εξής πράξεις και στοιχεία: α. Οι αποφάσεις της ∆ιοίκησης γαι τη σύσταση ανώνυ µων εταιρειών, καθώς και το καταστατικό που εγκρίθηκε. β. Οι αποφάσεις της ∆ιοίκησης γαι την έγκριση της τροποποίησης καταστατικών ανωνύµων εταιρειών, καθώς και ολόκληρο το νέο κείµενο του καταστατικού µαζί µε τις τροποποιήσεις που έγιναν. γ. Ο διορισµός και η γαι οποιοδήποτε λόγο παύση µε τα στοιχεία ταυτότηας των προσώπων που: – ασκούν τη διαχείριση της εταιρείας, – έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν από κοινού ή µεµονωµένα, – είναι αρµόδια να ασκούν τον τακτικό της έλεγχο. δ. Η απόφαση ανάκλησης της άδειας σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της εταιρείας. ε. Κάθε απόφαση για αύξηση ή µείωση του µετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Στην απόφαση για αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου πρέπει να αναγράφεται το νέο κεφάλαιο, ο αριθµός και το είδος των µετοχών που εκδίδονται, η ονοµαστική τους αξία και γενικά οι όροι εκδοσής τους, καθώς και ο συνολικός αριθµός των µετοχών της εταιρείας. στ. Το πρακτικό του ∆ιοικητικού Συµβουλίου µε το οποίο πιστοποιείται η καταβολή του µετοχικού κεφαλαίου, είτε κατά τη σύσταση της εταιρείας, είτε µετά από κάθε αύξησή του. ζ. Οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις αρχικές και τροποποιηµένες από τη Γενική Συνέλευση (ισολογισµός, αποτελέσµατα χρήσεως, πίνακας διαθέσεως αποτελεσµάτων και προσάρτηµα) και οι σχετικές εκθέσεις του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και των Ελεγκτών της εταιρείας . Ο ισολογισµός πρέπει να περιέχει τα ατο µικά στοιχεία των προσώπων που, κατά νόµο, τον πιστοποιούν. “η. Οι µηνιαίες λογιστικές καταστάσεις των Τραπεζών, των υποκαταστηµάτων των αλλοδαπών Τραπεζών, καθώς και η λογιστική κατάσταση του άρθρου 46”. θ. Η λύση της εταιρείας. ι. Η δικαστική απόφαση, που κηρύσσει άκυρη την εταιρεία. ια. Ο διορισµός
και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών, µε τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. ιβ. Οι ισολογισµοί της εκκαθάρισης, καθώς και ο τελικός της ισολογισ µός. ιγ. Η διαγραφή της εταιρείας από το Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών. ιδ. Κάθε πράξη ή στοιχείο του οποίου η δηµοσιότητα επιβάλλεται από άλλες διατάξεις. 2. Πράξεις και στοιχεία υποκαταστηµάτων εταιρειών άλλων Κρατών Μελών. Οι πράξεις και τα στοιχεία που αφορούν στα υποκαταστήµατα, τα οποία έχουν ιδρύσει στην Ελλάδα εταιρείες, που διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους – µέλους της Κοινότητας και στις οποίες εφαρµόζεται η οδηγίς 68/151/ΕΟΚ, δηµοσιεύονται κατά το άρθρο 7β του παρόντος νόµου, που εφαρµόζεται αναλόγως. Η υποχρέωση δηµοσιότητας, που αναφέρεται παραπάνω, αφορά µόνο στις ακόλουθες πράξεις και στοιχεία: α) Την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό, εάν αυτό αποτελεί αντικείµενο χωριστής πράξης, καθώς και των τροποποιήσεων των εγγράφων, β) τη βεβαίωση του Μητρώου, στο οποίο έχει καταχωρηθεί η εταιρεία, γ) την ταχυδροµική ή άλλη διεύθυνση του υποκαταστήµατος, δ ) την αναφορά του αντικειµένου των εργασιών του υποκαταστήµατος, ε) το µητρώο, στο οποίο τηρείται γαι την εταιρεία φάκελλος, µε µνεία και του αριθµού εγγραφής της σ’ αυτό, στ) την επωνυµία και τη µορφή της εταιρείας, καθώς και την επωνυµία του υποκαταστήµατος, εάν δεν είναι η ίδια µε την επωνυµία της εταιρείας. ζ) το διορισµό, τη λήξη των καθηκόντων, καθώς και τα ατοµικά στοιχεία ταυτότητος των προσώπων, που έχουν την εξουσία να δεσµεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων και να την εκπροσωπούν ενώπιον δικαστηρίου: – ως προβλεπόµενα από το νόµο όργανα διοίκησης της εταιρείας ή ως µέλη ενός τέτοιου οργάνου σύµφωνα µε τη δηµοσιότητα που λαµβάνει χώρα για την εταιρεία βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχείο δ της Οδηγίας 68/151/ΕΟΚ. – ως νόµιµοι εκπρόσωποι της εταιρείας για τη δραστηριότητα του υποκαταστήµατος, µε µνεία της έκτασης των αρ µοδιοτήτων τους. η) τη λύση της εταιρείας, το διορισµό, τα ατο µικά στοιχεία ταυτότητος και τις εξουσίες των εκκαθαριστών, καθώς και την περάτωση της εκκαθάρισης και τη σχετική µνεία στο Μητρώο, όπως επίσης τη διαδικασία πτώχευσης, πτωχευτικού συµβιβασµού ή άλλη ανάλογη διαδικασία , στην οποία υπόκειται η εταιρεία. θ) τα λογιστικά έγγραφα (οικονοµικές καταστάσεις ) της εταιρείας, όπως καταρτίσθηκαν ελέχθησαν και δηµοσιεύθηκαν κατά το δίκαιο του κράτους µέλους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία και σύµφωνα µε τις οδηγίες 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 84/253/ ΕΟΚ. Το παρόν δεν εφαρµόζεται στα υποκαταστήµατα, τα οποία έχουν ιδρύσει τα πιστωτικά και χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα που αποτελούν αντικείµενο της οδηγίας 89/117/ΕΟΚ. ι) το κλείσιµο του υποκαταστήµατος. 3. Πράξεις και στοιχεία υποκαταστηµάτων εταιρειών τρίτων χωρών. Οι πράξεις και τα στοιχεία που αφορούν στα υποκαταστή µατα, που έχουν ιδρύσει στην Ελλάδα εταιρείες, οι οποίες διέπονται από το δίκαιο άλλου Κράτους µη µέλους της Κοινότητας έχουν όµως νοµικό τύπο ανάλογα µε τους αναφερόµενους στην Οδηγία 68/151/ΕΟΚ, δηµοσιεύονται κατά το άθρρο 7β του παρόντος νόµου, που εφαρµόζεται αναλόγως. Η υποχρέωση δηµοσιότητος αφορά στις ακόλουθες πράξεις και στοιχεία: α ) τα αναφερόµενα στην παρ. 2 εδάφια α, γ, δ, στ, η και του παρόντος άρθρου . β) το δίκαιο του Κράτους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία γ) εάν το παραπάνω δίκαιο, το προβλέπει, το Μητρώο, στο οποίο η εταιρεία είναι εγγεγραµµένη και τον αριθµό εγγραφής της στο µητρώο αυτό δ) τη µορφή, την έδρα και το αντικείµενο της εταιρείας, καθώς και τουλάχιστον µία φορά το χρόνο, το ποσό του καλυφθέντος κεφαλαίου, εάν τα στοιχεία αυτά δεν περιέχονται στα παραπάνω έγγραφα. ε) το διορισ µό, τη λήξη των καθηκόντων, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητος των προσώπων που έχουν την εξουσία να δεσµεύουν την εταιρεία έναντι τρίτων και να την εκπροσωπούν ενώπιον δικαστηρίου: – ως νόµιµα προβλεπόµενα όργανα της εταιρείας ή ως µέλη ενός τέτοιου οργάνου, – ως νόµιµοι εκπρόσωποι της εταιρείας για τη δραστηριότητα του υποκαταστήµατος, µε µνεία της εκτάσεως των εξουσιών τους και ενδεχόµενης δυνατότητας να ασκούν τις εξουσίες αυτές µόνοι. στ) τα λογιστικά έγγραφα (οικονοµικές καταστάσεις) της εταιρείας, µε εξαίρεση τα λογιστικά έγγραφα των πιστωτικών και χρη µατοπιστωτικών ιδρυµάτων, όπως καταρτίσθηκαν, ελέχθησαν και δηµοσιεύθηκαν κατά το δίκαιο του Κράτους, από το οποίο διέπεται η εταιρεία. 4. Οταν η δηµοσιότητα που επιβάλλεται να γίνεται για το υποκατάστηµα διαφέρει από τη δηµοσιότητα που επιβάλλεται να γίνεται για την εταιρεία, η πρώτη υπερισχύει για τις εργασίες που διενεργούνται µε το υποκατάστηµα. 5. Οταν σε ένα Κράτος – µέλος έχουν ιδρυθεί περισσόττερα του ενός υποκαταστήµατος από την ίδια εταιρεία η δηµοσιότητα που προβλέπεται παραπάνω σχετικά
µε την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό , καθώς και τα λογιστικά έγγραφα, ως αυτά αναφέρονται στις παρ. 2 εδ. θ και 3 εδ. στ του παρόντος άρθρου, µπορεί να γίνεται στο Μητρώο ενός υποκαταστήµατος κατ’ επιλογήν της εταιρείας. Οι αρµόδιες Υπηρεσίες Εµπορίου των Νοµαρχιών του Κράτους υποχρεούνται σε αµοιβαία ενηµέρωση του Μητρώου τους µε ταυτόχρονη πληροφόρηση του κεντρικού Μητρώου των Α.Ε.”. “6. Με προεδρικό διάταγµα , που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονοµίας, Οικονοµικών και Ανάπτυξης, µπορεί να θεσπιστεί µερική ή ολική απαλλαγή από τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου, καθώς και από τις υποχρεώσεις των άρθρων 26 παρ . 2, 36 και 43β παρ. 5 του παρόντος νόµου, για τις εταιρείες της παρ. 6 του άρθρου 42ατου παρόντος νόµου.”
Άρθρο 7Β
- Η δηµοσιότητα πραγµατοποιείται: “α. Με την καταχώριση, ύστερα από έλεγχο, των πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανωνύ µων Εταιρειών, που τηρείται στην υπηρεσία του Υπουργείου Εµπορίου της νοµαρχίας όπου έχει την έδρα της η εταιρεία. Αν το µετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας δεν ξεπερνά τα 300.000 ΕΥΡΩ, µε την καταχώριση αυθηµερόν, χωρίς έλεγχο, των πράξεων σύστασης. Από την παραπάνω διαδικασία της αυθηµερόν καταχώρισης εξαιρούνται οι εταιρείες της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, οι αθλητικές ανώνυµες εταιρείες, καθώς και οι ανώνυµες εταιρείες που προέρχονται από τη µετατροπή επιχειρήσεων άλλης µορφής”. β. Με τη δηµοσίευση, µε επιµέλεια της αρµόδιας υπηρεσίας και µε δαπάνες της ενδιαφερόµενης εταιρείας, στο τεύχος Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισµένης Ευθύνης της Εφη µερίδας της Κυβέρνησης , ανακοίνωσης για την καταχώριση στο οικείο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών των Πράξεων και των στοιχείων που υποβάλλονται σε δη µοσιότητα, τροποποιούµενης ανάλογα της παρ.3 του άρθρου 21 του Ν.1599/86 “Σχέσεις Κράτους – Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου ταυτότητας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α’ 75/1986). Κατ’ εξαίρεση οι αρχικές και οι τροποποιηµένες από τη Γενική Συνέλευση ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις, εκτός από το προσάρτηµα , καθώς και το πιστοποιητικό ελέγχου της παρ. 4 του άρθρου 438, δηµοσιεύονται στο σύνολό τους είκοσι (20) ηµέρες τουλάχιστον πριν απο τη συνεδρίαση της συνέλευσης και, σε περίπτωση τροποποίησής τους, µέσα σε είκοσι (20) ηµέρες από αυτή. “γ. Ειδικά για συστατικές πράξεις, η παραπάνω δηµοσίευση πραγµατοποιείται µε επιµέλεια και µε δαπάνες της ενδιαφερόµενης εταιρείας. Η σχετική ανακοίνωση αποστέλλεται προς το Εθνικό Τυπογραφείο υπογεγραµµένη από την εποπτεύουσα αρχή και θεωρηµένη από την αρµόδια ∆.Ο.Υ. για την καταβολή όλων των σχετικών τελών. Αποδεικτικό της παραπάνω δηµοσίευσης προσκοµίζεται στην εποπτεύουσα αρχή εντός µηνός από την εγγραφή της εταιρείας στο οικείο µητρώο, επί ποινή διαγραφής της εταιρείας από το µητρώο. Με απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Οικονοµικών, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή του εδαφίου αυτού.” 2. Το Μητρώο Ανωνύ µων Εταιρειών αποτελείται τουλάχιστον από: α. το βιβλίο µητρώου ανωνύµων εταιρειών, β. τη µερίδα κάθε εταιρείας, γ. το φάκελλο της εταιρείας και δ. το ευρετήριο των εταιρειών. 3. Στο βιβλίο µητρώου καταχωρίζεται µε χρονολογική σειρά η επωνυµία κάθε ανώνυµης εταιρείας. Οι καταχωριζόµενες εταιρείες αριθµούνται, ο δε αριθµός καταχώρησης, που αποτελεί τον αριθµό µητρώου της εταιρείας, αναγράφεται στο φάκελλο και τη µερίδα της εταιρείας. Ο αριθµός µητρώου µνηµονεύεται επίσης σε κάθε έγγραφο που υποβάλλεται για καταχώρηση στην υπηρεσία µητρώου και σε κάθε έγγραφο ή πιστοποιητικό της υπηρεσίας αυτής. Ο αριθµός µητρώου εταιρείας δεν µπορεί να δοθεί σε άλλη ακόµα και µετά τη λήξη της. 4. Στη µερίδα της εταιρείας καταχωρίζονται οι πράξεις και τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 7α καθώς και κάθε στοιχείο που υποβάλλεται στο Υπουργείο Εµπορίου για την άσκηση της Κρατικής Εποπτείας. Στη µερίδα αυτή αναγράφονται η επωνυµία, η έδρα, η διάρκεια και το κεφάλαιο της εταιρείας, τα ονοµατεπώνυµα και οι διευθύνσεις κατοικίας των µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, τα ονοµατεπώνυµα και οι διευθύνσεις των προσώπων τα οποία από κοινού ή µεµονωµένα εκπροσωπούν την εταιρεία και το ονοµατεπώνυµο και η διεύθυνση του
προσώπου που είναι εξουσιοδοτηµένο για την παραλαβή των προς την εταιρεία κοινοποιου µένων εγγράφων. Μεταγενέστερες µεταβολές των ανωτέρω σηµειώνονται στη µερίδα της εταιρείας αµέσως µετά τις σχετικές καταχωρήσεις ή την υποβολή των σχετικών εγγράφων. 5. Στο φάκελλο της εταιρείας τηρούνται όλα τα έγγραφα που καταχωρίζονται στη µερίδα της. 6. Στο ευρετήριο των εταιρειών αναγράφεται µε αλφαβητική σειρά η ακριβής επωνυµία κάθε εταιρείας και ο αριθµός µητρώου της. Για την τήρηση του ευρετηρίου δεν λαµβάνονται υπόψη οι λέξεις “Ανώνυµη Εταιρεία”. 7. Οι φάκελλοι και οι µερίδες ταξινοµούνται µε βάση τον αριθµό µητρώου της εταιρείας. 8. Εάν πρόκειται για Τράπεζες, ανώνυµες ασφαλιστικές εταιρείες , ανώνυµες εταιρείες του Ν.∆. 608/1970 “Περί εταιρειών επενδύσεων – χαρτοφυλακίου και αµοιβαίων κεφαλαίων” (ΦΕΚ Α 170/1970) και ανώνυµες εταιρείες που έχουν τις µετοχές τους εισαγµένες στο Χρηµατιστήριο Αθηνών, το Μητρώο που προβλέπεται από τις προηγούµενες παραγράφους τηρείται στην αρ µόδια Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εµπορίου. 9. Με αποφάσεις του Υπουργού Εµπορίου, που δη µοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης, καθορίζονται οι λεπτοµέρειες σχετικά µε τη λειτουργία του Μητρώου Ανωνύµων Εταιρειών, η διαδικασία δηµοσιότητας (καταχώρηση – δηµοσίευση ), όπως επίσης οι λεπτοµέρειες σχετικά µε τη λειτουργία Κεντρικού Μητρώου. 10. Η εταιρεία αποκτά νοµική προσωπικότητα µε την καταχώρηση στο οικείο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών της διοικητικής απόφασης για τη σύσταση της εταιρείας και την έγκριση του καταστατικού της. 11. Η τροποποίηση καταστατικού συντελείται µόνον µετά την καταχώρηση στο οικείο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών της εγκριτικής διοικητικής απόφασης µαζί µε ολόκληρο το νέο κείµενο του καταστατικού. “Το νέο κείµενο του καταστατικού πρέπει απαραίτητα να υπογράφεται από τον Πρόεδρο του διοικητικού συµβουλίου ή τον νόµιµο αναπληρωτή του “. 12. Μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερόµενου παραδίνονται ή στέλνονται αντίγραφα των Πράξεων και των στοιχείων που υποβάλλονται σε δηµοσιότητα και τηρούνται στο φάκελλο, σύµφωνα µε την ανωτέρω παράγραφο 5, επικυρωµένα ή όχι, αφού καταβληθεί το διοικητικό κόστος, που ορίζεται κάθε φορά µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Εµπορίου, η οποία καθορίζει και τις διατυπώσεις είσπραξης και απόδοσής του . “Η εταιρεία υποχρεούται να χορηγεί στους µετόχους της αντίγραφα πρακτικών γενικών συνελεύσεων . Οι µέτοχοι στους οποίους η εταιρεία αρνείται να χορηγήσει αντίγραφα των πρακτικών της γενικής συνέλευσης, στην οποία παρέστησαν αυτοπροσώπως ή δια νοµίµως εξουσιοδοτηµένου εκπροσώπου τους, µπορούν να απευθυνθούν στην αρµόδια αρχή, όπου τηρείται ο φάκελλος της εταιρείας, η οποία υποχρεούται να τους χορηγήσει τα αντίγραφα αυτά. Οι τρίτοι και οι µη παραστάντες στη γενική συνέλευση µέτοχοι µπορούν να πάρουν αντίγραφα των πρακτικών της γενικής συνέλευσης από την αρµόδια διοικητική αρχή, µόνον ύστερα από σχετική εισαγγελική παραγγελία”. 13. Η εταιρεία δεν µπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία δεν τηρήθηκε η δηµοσίευση που προβλέπει η περίπτωση β της ανωτέρω παραγράφου 1, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι τα γνώριζαν. Πράξεις ή στοιχεία που έχουν δηµοσιευτεί δεν αντιτάσσονται στους τρίτους πριν περάσουν δεκαπέντε ηµέρες από τη δηµοσίευση, εφόσον οι τρίτοι αποδεικνύουν ότι δεν ήταν δυνατό να τα γνωρίζουν. 14. Το ∆ιοικητικό Συµβούλιοι της εταιρείας είναι υπεύθυνο για την υποβολή στην αρµόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εµπορίου των πράξεων και στοιχείων για τα οποία απαιτείται δηµοσιότητα. Σε περίπτωση ασυµφωνίας του κειµένου που δηµοσιεύτηκε στο “Τεύχος Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισµένης Ευθύνης” της Εφηµερίδας της Κυβέρνησης µε το περιεχόµενο της πράξης ή του στοιχείου που έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών, η Εταιρεία δεν µπορεί να αντιτάξει το περιεχό µενο του κειµένου που δηµοσιεύθηκε στους τρίτους. Οι τρίτοι µπορούν να το επικαλεστούν, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι γνώριζαν το κεί µενο που έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο. 15. Οι τρίτοι µπορούν να επικαλούνται πράξεις ή στοιχεία για τα οποία δεν ολοκληρώθηκαν οι διατυπώσεις δηµοσιότητας σύµφωνα µε την ανωτέρω παράγραφο 1, εκτός εάν η έλλειψη δηµοσιότητας τα καθιστά ανίσχυρα”.
Άρθρο 7Γ
“Κάθε έντυπο της εταιρείας πρέπει να αναφέρει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία: α. Το Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών όπου έχει εγγραφεί η Εταιρεία. β. Τον αριθµό µητρώου της εταιρείας. γ. Την επωνυµία, την έδρα και, αν βρίσκεται σε εκκαθάριση να αναφέρεται αυτό ρητά”.
Άρθρο 7∆
“Πρόσωπα που έχουν ενεργήσει στο όνοµα υπό ίδρυση Εταιρείας ευθύνονται για τις πράξεις αυτές απεριόριστα και σε ολόκληρο. Ευθύνεται όµως µόνη η εταιρεία για τις πράξεις που έγιναν ρητά στο όνοµά της κατά το ιδρυτικό στάδιο εάν, µέσα σε τρείς µήνες από την απόκτηση της νοµικής προσωπικότητας, ανέλαβε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές τις πράξεις”.
Άρθρο 7Ε
Εφόσον τηρήθηκαν οι σχετικές διατυπώσεις δηµοσιότητας για το διορισµό των προσώπων που εκπροσωπούν την εταιρεία, δεν αντιτάσσεται στους τρίτους οποιοδήποτε ελάττωµα σχετικά µε το διορισµό των προσώπων αυτών, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι γνώριζαν το ελάττωµα.
Άρθρο 8
“1. Το κεφάλαιον της ανωνύµου εταιρείας , αναλαµβανόµενον κατά τα εν τω καταστατικώ οριζόµενα υπό δύο τουλάχιστον ιδρυτών ή υπό του κοινού διά δηµοσίας εγγραφής, δέον να καταβληθή εν όλω ή εν µέρει. Εις την δευτέραν περίπτωσιν της εν µέρει καταβολής το καταβεβληµένον µέρος δέον να είναι οπωσδήποτε τουλάχιστον ίσον µε το εν τη παραγράφω 2 του παρόντος άρθρου οριζόµενον κατώτατον όριον”. “2. Το κατώτατο όριο του µ ετοχικού κεφαλαίου ανωνύ µου εταιρείας ιδρυοµένης στο εξής, ορίζεται στο ποσό των “εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ”, ολοσχερώς καταβεβληµένο κατά τη σύσταση της εταιρείας”. “3. Οι υφιστά µενες κατά την 1.1.2002 ανώνυµες εταιρείες, που έχουν µετοχικό κεφάλαιο µικρότερο του ποσού των εξήντα χιλιάδων ευρώ, υποχρεούνται να προσαρµόσουν το κεφάλαιό τους, µέχρι του ποσού αυτού και µε απόκλιση έως µείον 2,5% το αργότερο µέχρι 31.12.2003 διαφορετικά ανακαλείται η άδεια σύστασής τους”. 4. Ανώνυµοι Εταιρείαι, µη επιθυµούσαι να συµµορφωθώσι προς τις διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου, δύνανται προ της παρελεύσεως της ανωτέρω “προθεσµίας “, δι’ αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως, λαµβανοµένης κατά τα άρθρα 29 παράγραφος 3 και 31 παράγραφος 2, να µετατ ραπώσι εις εταιρείαν άλλου τύπου. Η απόφασις αύτη περιλαµβάνουσα τους όρους του Kαταστατικού της νέας εταιρείας, δέον να περιβληθή τον τύπον του συµβολαιογραφικού εγγράφου. (Εις τας προς µετατροπήν αναγκαίας πράξεις εφαρµόζονται αναλόγως αι διατάξεις του άρθρου 51 του νόµου 3190/55). “5. (6). Το µετοχικό κεφάλαιο αποτελείται µόνο από στοιχεία ενεργητικού που µπορούν να τύχουν χρηµατικής αποτίµησης. Τα στοιχεία αυτά του ενεργητικού δεν µπορεί να περιλαµβάνουν απαιτήσεις που προκύπτουν από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών”. “6. (7) . Το µετοχικό κεφάλαιο δεν µπορεί να µειωθεί πέρα από το κατώτατο όριο που ορίζεται στην παραπάνω παρ. 2. εκτός αν η απόφαση για τη µείωση προβλέπει την ταυτόχρονη αύξηση του κεφαλαίου, τουλάχιστον µέχρι το πιο πάνω κατώτατο όριο”.
Άρθρο 8Α
«1. Το κατώτατο όριο του µετοχικού κεφαλαίου ανώνυµης εταιρίας που προσφεύγει στην ολική ή µερική κάλυψη του από το κοινό µε δηµόσια εγγραφή ορίζεται στο ποσό του ενάµισι εκατοµµυρίου ευρώ ολοσχερώς καταβεβληµένο.» «2. Η σύναψη µε δηµόσια εγγραφή
οµολογιακού δανείου επιτρέπεται µόνο σε ανώνυµη εταιρία που έχει µετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ενάµισι εκατοµµυρίου ευρώ ολοσχερώς καταβεβληµένο.» «3. Η διάθεση προς το κοινό µετοχών ή οµολογιών ενεργείται µέσω αναδόχου, ο οποίος συνυπογράφει το ενηµερωτικό δελτίο.» «4. Για την κάλυψη του µετοχικού κεφαλαίου ή τη σύναψη οµολογιακού δανείου , µε δηµόσια εγγραφή, ή για τη διάθεση προς το κοινό µετοχών ή οµολογιών απαιτείται άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία εγκρίνει ταυτόχρονα και το ενηµερωτικό δελτίο που δηµοσιεύεται σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία. Για την παροχή της άδειας δηµόσιας εγγραφής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει τη συνδροµή των προϋποθέσεων που τίθενται από τις παραγράφους 1-3 του άρθρου αυτού.» «5. Πρόσκληση προς το κοινό ή διάθεση κινητών αξιών που εµπίπτουν στο άρθρο 4 του π.δ. 52/1992 δεν συνιστούν δηµόσια εγγραφή.» «6. Οι ανώνυµες εταιρίες που αποκτούν κεφάλαια µέσω δηµόσιας εγγραφής µετοχών ή οµολογιών υποχρεούνται να ζητήσουν µέσα σε ένα έτος από την ολοκλήρωση της δηµόσιας εγγραφής την εισαγωγή των παραπάνω κινητών αξιών σε χρηµατιστήριο.» «7. Για τη χορήγηση της άδειας για δηµόσια εγγραφή σε οµολογιακό δάνειο ή για διάθεση προς το κοινό οµολογιών απαιτείται προηγούµενη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της εταιρίας ή των οµολογιών. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορίζονται οι εταιρείες που µπορούν να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των εκδοτριών, η διαδικασία δηµοσιοποίησης της αξιολόγησης, καθώς και κάθε θέµα και αναγκαία λεπτοµέρεια σχετικά µε τα παραπάνω.»
Άρθρο 8Β
“1. Η µεταβίβασις των ονοµαστικών µετοχών, γίνεται δι’ εγγραφής εις ειδικόν βιβλίον της Εταιρείας χρονολογουµ ένης και υπογραφοµένης υπό του µεταβιβάζοντος µετόχου και του προς ον η µεταβίβασις ή των πληρεξουσίων αυτών. Μεθ’ εκάστην µεταβίβασιν, εκδίδεται νέος τίτλος ή επισηµειούται υπό της Εταιρείας επί του υπάρχοντος τίτλου η γενο µένη µεταβίβασις και ονοµατεπώνυµα µετά των διευθύνσεων, του επαγγέλµατος και της εθνικότητας του µεταβιβάζοντος και του προς ον η µεταβίβασις. Τα στοιχεία ταύτα καταχωρούνται και εν τω τηρουµένω παρά της εταιρείας ως άνω ειδικώ βιβλίω. Εναντι της εταιρείας θεωρείται ως µέτοχος ο εν τω ανωτέρω βιβλίω εγγεγραµµένος. 2. Το άρθρον 5 του Ν.∆ιατάγµατος 3330/1955, ισχύει µόνον δια την µεταβίβασιν των εις το Χρηµατιστήριον εισηγµένων ονοµαστικών µετοχών”.
Άρθρο 9
“1. Η εξακρίβωση της αξίας των εταιρικών εισφορών σε είδος κατά τη σύσταση της εταιρείας, καθώς και σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, γίνεται µετά από γνωµοδότηση τριµελούς επιτροπής εµπειρογνω µόνων που αποτελείται από έναν ή δύο υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης (Τοµέας Εµπορίου) ή της αρµόδιας Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης, πτυχιούχους ανωτάτης σχολής, µε τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ή από έναν ή δυο ορκωτούς ελεγκτές – λογιστές ή ορκωτούς εκτιµητές, κατά περίπτωση, και από έναν εµπειρογνώµονα, εκπρόσωπο του αρµόδιου Επιµελητηρίου. Τα µέλη της επιτροπής δεν πρέπει να έχουν οποιαδήποτε εξάρτηση από την εταιρεία. Στις περιπτώσεις συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυµάτων, η παραπάνω επιτροπή αποτελείται υποχρεωτικά από έναν ορκωτό ελεγκτή – λογιστή και έναν ορκωτό εκτιµητή και τον εκπρόσωπο του αρµόδιου Επιµελητηρίου. Με κανονιστικές αποφάσεις του Υπουργού Aνάπτυξης µπορεί να καθορίζονται και άλλες περιπτώσεις υποχρεωτικής σύνθεσης της επιτροπής για κατηγορίες εταιρειών. ” 2. Τα µέλη της Επιτροπής ορίζονται µε πράξη του Υπουργού Εµπορίου. Ο ορισ µός πρέπει να γίνεται µέσα σε δεκαπέντε ηµέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης στο Υπουργείο Εµπορίου. Η Εκθεση της Επιτροπής υποβάλλεται στο Υπουργείο Εµπορίου, µέσα σε δύο (2) µήνες από τον ορισµό των µελών της, και ταυτόχρονα µ ε την αποδοχή ή όχι, κοινοποιείται από το Υπουργείο αυτό στην ενδιαφερόµενη εταιρεία”. Η Εκθεση της Επιτροπής πρέπει να περιέχει την περιγραφή κάθε εισφοράς, να αναφέρει τις µεθόδους αποτίµησης που εφαρµόστηκαν και
να πιστοποιεί για το αν οι αξίες, που προκύπτουν από την εφαρµογή των µεθόδων αποτίµησης, αντιστοιχούν στον αριθµό και στην ονοµαστική αξία των µετοχών που θα εκδοθούν έναντι των εισφορών αυτών, ή, σε περίπτωση που δεν είναι γνωστή η ονοµαστική αξία, στη λογιστική τους αξία, αφού ληφθεί υπόψη και η διαφορά πάνω από το άρτιο που είναι πιθανό να προκύψει από την έκδοση των µετοχών”. “Ειδικώτερα, για την εκτίµηση των παγίων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να λαµβάνονται υπόψη: α) προκειµένου περί γηπέδων οι τίτλοι κτήσεως, πρόσφατο τοπογραφικό διάγραµµα, η εµπορικότητα της περιοχής, οι προοπτικές ανάπτυξης, η τιµή κτήσεως, οι πραγ µατικές τρέχουσες τιµές σε συνδυασµό πάντοτε µε την αντικειµενική αξία του ακινήτου, β) προκειµένου περί κτιρίων οι τίτλοι κτήσεως, οι άδειες οικοδο µής και αντίστοιχη τεχνοοικονοµική έκθεση µηχανικού, γ) προκειµένου περί µηχανηµάτων, µεταφορικών µέσων και επίπλων, η χρονολογία και η αξία κτήσεως, ο βαθµός χρησιµοποίησής τους, ο βαθ µός συντήρησης, η ενδεχόµενη τεχνολογική απαξίωσή τους και οι τρέχουσες τιµές για ίδια ή παρεµφερή πάγια στοιχεία”. 3.Με απόφαση του Υπουργού Εµπορίου καθορίζονται τα οδοιπορικά έξοδα και η αποζηµίωση των µελών της Επιτροπής των προηγούµενων παρ. 1 και 2 που καταβάλλονται υποχρεωτικά από τους ενδιαφερόµενους µετά το πέρας της εκτίµησης”. 4. Η λόγω αποτιµήσεως εις υπερβολικήν τιµήν των εις είδος εισφορών απόρριψις αιτήσεως περί παροχής αδείας συστάσεως ανωνύµου εταιρείας ή περί εγκρίσεως τροποποιήσεων καταστατικού τοιαύτης εταιρείας, δεν υπάγεται εις τας διατυπώσεις του άρθρου 4 παρ. 3. 5. Αυξήσεις κεφαλαίων, µη αποτελούσαι τροποποιήσεις καταστατικού , πραγµατοποιούµεναι όµως δι’ εισφορών εις είδος, θεωρούνται άκυροι, εάν δεν εξακριβωθή κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου η αξία των εις είδος εισφορών, δια των οποίων πραγµατοποιούνται. “6. Οι εκθέσεις αποτίµησης των εισφορών σε είδος υποβάλλονται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β.
Άρθρο 10
“1. Μέσα στα πρώτα δύο χρόνια από τη νόµιµη λειτουργία της εταιρείας, καθώς και δύο χρόνια µετά από κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η απόκτηση οποιουδήποτε στοιχείου του ενεργητικού µε τίµηµα ανώτερο του 1/10 του µετοχικού κεφαλαίου, που έχει καταβληθεί, εφόσον πωλητές είναι ιδρυτές, µέτοχοι εκπροσωπούντες ποσοστό µεγαλύτερο του 1/20 του καταβεβληµένου µετοχικού κεφαλαίου, µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της εταιρείας, συγγενείς των ανωτέρω µέχρι και του δευτέρου βαθµού εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας συµπεριλαµβανοµένου, σύζυγοι των ανωτέρω, καθώς και εταιρείες στις οποίες ιδρυτές, µέτοχοι ή εταίροι εκπροσωπούντες το 1/20 του κεφαλαίου των εν λόγω εταιρειών, µέλη των ∆ιοικητικών τους Συµβουλίων ή διαχειριστές, συγγενείς των ανωτέρω µέχρι και του δευτέρου βαθµού εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας συµπεριλαµβανο µένου ή σύζυγοι των ανωτέρω έχουν την ιδιότητα των παραπάνω προσώπων.” Το ίδιο ισχύει αν ο πωλητής απόκτησε το στοιχείο που µεταβιβάζεται από κάποιο από αυτά τα πρόσωπα, ή συγγενή τους των πιό πάνω βαθµών, µέσα στους προηγούµενους δώδεκα µήνες από την υπογραφή του καταστατικού ή την πραγµατοποίηση της αύξησης του κεφαλαίου”. “2. Οι αποκτήσεις στοιχείων που αναφέρονται στην προηγούµενη παράγραφο θεωρούνται ότι έγιναν έγκυρα, αν προηγηθεί έγκριση της Γενικής Συνέλευσης και άδεια του Υπουργού Εµπορίου που εκδίδεται µετά από αποτίµηση των στοιχείων που µεταβιβάζονται στην εταιρεία, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 9. Η άδεια του Υπουργού Εµπορίου, µαζί µε την έκθεση αποτίµησης, υποβάλλονται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β”. 3. Πρόσωπα, µη περιλαµβανόµενα εις τινα των κατηγοριών της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, µεταβιβάζοντα δε εις την εταιρεία αντικείµενα προς παγίαν εκµετάλλευσιν της επιχειρήσεως αυτής, δεν δύναται κατά την διάρκειαν της απαγορεύσεως της µνηµονευθείσης παραγράφου να εκλεγώσι σύµβουλοι, διορισθώσιν υπάλληλοι ή λάβωσιν αµοιβήν ή αποζηµίωσίν τινα παρά της εταιρείας άνευ προηγουµένης εγκρίσεως γενικής συνελεύσεως. “4. Η απαγόρευση της παραπάνω παρ. 1 δεν ισχύει όταν πρόκειται για αποκτήσεις που γίνονται στα πλαίσια των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας, για αποκτήσεις που πραγ µατοποιούνται µε απόφαση ∆ιοικητικής ή ∆ικαστικής Αρχής, καθώς και για αποκτήσεις που πραγµατοποιούνται στο Χρηµατιστήριο.
Άρθρο 11
“1. Μέσα στο πρώτο δίµηνο από τη σύσταση της ανωνύµης εταιρείας, το διοικητικό συµβούλιο υποχρεούται να συνέλθει σε ειδική συνεδρίαση µε µοναδικό θέµα ηµερήσιας διάταξης την πιστοποίηση καταβολής ή µη του από το καταστατικό οριζόµενου αρχικού µετοχικού κεφαλαίου. “2. Σε κάθε περίπτωση αύξησης του µετοχικού κεφαλαίου η κατά τα ανωτέρω πιστοποίηση της καταβολής η µη αυτού από το διοικητικό συµβούλιο πρέπει να γίνεται εντός προθεσ µίας ενός µηνός από τη λήξη της ορισθείσας προθεσµίας καταβολής του ποσού της αύξησης. “3. Η προθεσµία καταβολής της αύξησης του κεφαλαίου δεν µπορεί να είναι µικρότερη του ενός (1) µηνός και µεγαλύτερη των τεσσάρων (4) µηνών από την ηµέρα που το αρµόδιο όργανο της εταιρείας έλαβε τη σχετική απόφαση. Εάν αυξηθεί το µετοχικό κεφάλαιο εταιρείας, της οποίας οι µετοχές είναι εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο Αξιών Αθηνών, η προθεσµία αυτή δεν µπορεί να είναι µικρότερη των δεκαπέντε ( 15) ηµερών και µεγαλύτερη των τεσσάρων (4) µηνών.” 4. Στην περίπτωση που η αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου συνοδεύεται από ανάλογη τροποποίηση του σχετικού περί κεφαλαίου άρθρου του καταστατικού η προθεσµία καταβολής της αύξησης του κεφαλαίου αρχίζει από την ηµέρα λήψης της σχετικής απόφασης από τη γενική συνέλευση των µετόχων, δυνάµενη να παραταθεί από το διοικητικό συµβούλιο για έναν (1) ακό µη µήνα . 5. Μέσα σε είκοσι (20) ηµέρες από τη λήξη της προθεσµίας των παραγράφων 1 και 2 η εταιρεία υποχρεούται να υποβάλει στο Υπουργείο Εµπορίου αντίγραφο του σχετικού πρακτικού συνεδρίασης του διοικητικού συµβουλίου. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία αυτή, στην περίπτωση καταβολής αρχικού κεφαλαίου έχουν εφαρµογή οι διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 1 εδάφ. α’ και στην περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου ανακαλείται η σχετική εγκριτική απόφαση τροποποίησης του καταστατικού. “6. Η καταβολή των µετρητών για κάλυψη του αρχικού µετοχικού κεφαλαίου ή τυχόν αυξήσεων αυτού, καθώς και οι καταθέσεις µετόχων µε προορισµό τη µελλοντική αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου, θα πραγµατοποιούνται, υποχρεωτικά, µε κατάθεση σε ειδικό λογαριασµό επ’ ονόµατι της εταιρείας, που θα τηρείται σε οποιαδήποτε τράπεζα, που λειτουργεί νόµιµα στην Ελλάδα.”
Άρθρο 11Α
“1. Το κεφάλαιο της ανώνυµης εταιρείας διαιρείται σε µετοχές που µπορεί να είναι ανώνυµες ή ονοµαστικές και ενσωµατώνονται σε τίτλους µιας ή περισσότερων µετοχών”. 2. Ειδικώς δια τας Τραπεζιτικάς, Ασφαλιστικάς, Σιδηροδροµικάς και Αεροπορικάς Ανωνύµους Εταιρείας, ως και τας τοιαύτας τας ασκούσας επιχείρησιν παραγωγής φωταερίου, παραγωγής και διανοµής ηλεκτρικού ρεύ µατος, υδρεύσεως και αποχετεύσεως πόλεων, τηλεπικοινωνιών, ραδιοφωνίας και κατασκευής παντός είδους πολεµικού υλικού, ορίζεται ότι αι µετοχαί αυτών θα είναι ονοµαστικαί.
Άρθρο 12
“1. Μερική καταβολή του µετοχικού κεφαλαίου, κατά την έννοια αυτού του Νόµου, Θεωρείται η καταβολή κατά τη σύσταση της εταιρείας, καθώς και η καταβολή σε κάθε αύξηση του κεφαλαίου της, τµήµατος της ονοµαστικής αξίας της µετοχής µε ταυτόχρονη ανάληψη, από κάθε µέτοχο της υποχρέωσης για καταβολή της υπόλοιπης αξίας της µετοχής, σύµφωνα µε τις διατάξεις του καταστατικού. Μερική καταβολή του εταιρικού κεφαλαίου δεν επιτρέπεται σε περίπτωση εισφοράς σε είδος . 2. Εν περιπτώσει ορισµού τοιαύτης καταβολής ισχύουσιν υποχρεωτικώς τα επόµενα: α) Ο χρόνος, καθ’ ον η αξία µετοχής τινός δύναται να παραµείνη εν µέρει µόνον καταβεβλη µένη, δεν δύναται να υπερβαίνη τα δέκα έτη. “β) Το τµήµα της αξίας κάθε µετοχής που έχει καταβληθεί δεν µπορεί να είναι κατώτερο από το ένα τέταρτο (1/4) της ονοµαστικής αξίας “και των είκοσι πέντε δραχ µών”. Αν προβλέπεται έκδοση µετοχών πάνω από το άρτιο, η πάνω από το άρτιο διαφορά
καταβάλλεται ολόκληρη εφάπαξ κατά την καταβολή της πρώτης δόσης”. γ) Αι µετοχαί µέχρι της αποπληρωµής αυτών δέον να είναι ονοµαστικαί. Η µεταβίβασις των τίτλων τούτων ενεργείται κατά τας διατάξεις του άρθρου 8β. δ) O µεταβιβάζων µετοχήν τινα αυτού , µήπω πληρωθείσαν εξ ολοκλήρου, ευθύνεται αλληλεγγύως µετά του νέου αυτής κυρίου διά το οφειλόµενον έτι τµήµα της µετοχής επί µίαν διετίαν από της χρονολογίας αφ’ ης ενηργήθη η κατά το προηγούµενον εδάφιον εγγραφή εις τα βιβλία της εταιρείας. ε) Μετά πάροδον τριµήνου από της λήξεως πάσης προθεσµίας, ταχθείσης δια δηµοσιεύσεως εις δύο τουλάχιστον ηµερησίας εφηµερίδας προς καταβολήν τµήµατος της αξίας των µετοχών, αι µετοχαί, εφ’ ων δεν κατεβλήθη η ζητηθείσα δόσις καθίστανται αυτοδικαίως άκυροι, η δε εταιρεία υποχρεούται, ίνα εντός µηνός από της λήξεως του ως άνω τριµήνου, προβή εις πώλησιν νέων µετοχών, ίσων κατ’ αριθµόν προς τας ακυρωθείσας. Η πώλησις αύτη ενεργείται χρηµατιστηριακώς εν τω Χρηµατιστηρίω Αθηνών υπό χρηµατιστού, διοριζοµένου υπό της εταιρείας, καθ’ ηµέραν και ώραν, οριζοµένην προ πέντε πλήρων ηµερών, δια δηµοσιεύσεως εις δύο ηµερησίας εφηµερίδας και διά τοιχοκολλήσεως εν τη αιθούση του Χρηµατιστηρίου. Περί της τοιαύτης εκποιήσεως ειδοποιείται εγγράφως κατά την αυτήν πενθήµερον προθεσµίαν και ο οφειλέτης, της προς αυτόν κοινοποιήσεως δυναµένης να γίνη εν περιπτώσει απουσίας του, και προς τον Γραµµατέα του Πρωτοδικείου της περιφερείας, εν η εδρεύει η εταιρεία. Η εκποίησις αύτη ενεργείται δια λογαριασµόν των οφειλετών µετόχων, εις ους καταβάλλεται παν προκύπτον πλεόνασµα µετά την αφαίρεσιν πάντων των εξόδων και καθ’ ων η εταιρεία δύναται να αξιώση πάσαν προκύπτουσαν ζηµίαν. Αποτυχούσης τυχόν της τοιαύτης εκποιήσεως εν όλω ή εν µέρει, αύτη επαναλαµβάνεται τηρουµένων πασών των ανωτέρω διατάξεων , εντός δέκα πέντε ηµερών από της αποτυχίας , εν η δε περιπτώσει καθ’ αύθις δεν επιτευχθή η συνολική εκποίησις, η εταιρεία υποχρεούται να προβή εις µείωσιν του εταιρικού κεφαλαίου κατά το ποσόν των µη εκποιηθεισών µετοχών διά της πρώτης µετά την εκποίησιν συγκληθησοµένης γενικής συνελεύσεως. Η ούτω λαµβανοµένη απόφασις περί µειώσεως του εταιρικού κεφαλαίου δεν απαλλάσσει τους οφειλέτας µετόχους πάσης προς την εταιρείαν οφειλής εκ της λυθείσης µετοχικής σχέσεως . στ) Επί της ετέρας όψεως εκάστης µετοχής αναγράφονται αι διατάξεις του παρόντος άρθρου, ως και αι σχετικαί διατάξεις του καταστατικού. ζ) Εν παντί εντύπω, διαφηµίσει , δηµοσιεύµατι ή άλλω εγγράφω εν τω οποίω αναφέρεται το ονοµαστικόν κεφάλαιον, δέον απαραιτήτως να µνηµονεύηται αµέσως παρ’ αυτώ και το καταβεβληµένον κεφάλαιον. ” η) Καµία αύξηση κεφαλαίου δεν µπορεί να αποφασισθεί πριν τη δη µοσίευση, κατά το εδάφιο ε’, της πρόσκλησης για πληρωµή της τελευταίας οφειλόµενης δόσεως, εκτός αν πρόκειται για αύξηση επιβαλλόµενη από διάταξη νόµου”.
Άρθρο 12Α
“Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή καταστροφής του τίτλου µετοχής, µε τις τυχόν υπάρχουσες και µη αποχωρισθείσες από αυτόν µερισµαταποδείξεις, εφαρµόζονται τα άρθρα 843 επόµενα του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας”.
Άρθρο 13
“1. (α) Στο καταστατικό είναι δυνατόν να ορισθεί ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης πενταετίας από τη σύσταση της εταιρείας, το διοικητικό συµβούλιο έχει το δικαίωµα µε απόφαση του που λαµβάνεται µε πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) τουλάχιστον του συνόλου των µελών του να αυξάνει το µετοχικό κεφάλαιο µερικά ή ολικά µε την έκδοση νέων µετοχών, για ποσό που δεν µπορεί να υπερβεί το αρχικό µετοχικό κεφάλαιο.» «(β ) Η πιο πάνω εξουσία µπορεί να εκχωρείται στο διοικητικό συµβούλιο και µε απόφαση της γενικής συνέλευσης, η οποία υπόκειται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β. Στην περίπτωση αυτή, το µετοχικό κεφάλαιο µπορεί να αυξάνεται µέχρι το ποσό του κεφαλαίου που είναι καταβεβληµένο κατά την ηµεροµηνία που χορηγήθηκε στο διοικητικό συµβούλιο η
εν λόγω εξουσία .» «(γ) Η πιο πάνω εξουσία του διοικητικού συµβουλίου µπορεί να ανανεώνεται από τη γενική συνέλευση για χρονικό διάστη µα που δεν υπερβαίνει την πενταετία για κάθε ανανέωση και η ισχύς της αρχίζει µετά τη λήξη της κάθε πενταετίας. Η απόφαση αυτή της γενικής συνέλευσης υπόκειται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β.» 2. Στο καταστατικό είναι δυνατόν να ορισθεί ότι κατά την διάρκεια της πρώτης πενταετίας από τη σύσταση της εταιρείας, η γενική συνέλευση έχει το δικαίωµα µε απόφασή της, που λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1 και 2 και 31 παρ. 1, να αυξάνει το µετοχικό κεφάλαιο , µερικά ή ολικά µε την έκδοση νέων µετοχών, συνολικά µέχρι το πενταπλάσιο του αρχικού µετοχικού κεφαλαίου. 3. Απαγορεύεται στις εταιρείες που έχουν κάποια από τα παραπάνω δικαιώµατα να αναγράφουν σε οποιοδήποτε έντυπο, διαφήµιση, δηµοσίευµα ή άλλο έγγραφο, ως κεφάλαιο το ποσό για το οποίο δικαιούται κατά τα ανωτέρω, να εκδώσει νέες µετοχές το διοικητικό συµβούλιο ή η γενική συνέλευση. 4. α) Κατ’ εξαίρεση των διατάξεων των ανωτέρω παραγράφων 1 και 2, όταν τα αποθεµατικά της εταιρείας υπεβαίνουν το ένα τέταρτο (1/4) του καταβεβληµένου µετοχικού κεφαλαίου, για την αύξηση αυτού απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης, λαµβανόµενη σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3 και 4 και 31 παρ. 2 του παρόντος και ανάλογη τροποποίηση του σχετικού µε το µετοχικό κεφάλαιο άρθρου του Καταστατικού. β ) Οι αποφασιζό µενες αυξήσεις του κεφαλαίου σύµφωνα µε τις παραγράφους 1 και 2 δεν αποτελούν τροποποίηση του Καταστατικού. γ) Η αρµοδιότητα του διοικητικού συµβουλίου να αυξάνει το µετοχικό κεφάλαιο, σύµφωνα µε την παράγραφο 1 µπορεί να ασκηθεί παράλληλα µε αυτήν της γενικής συνέλευσης κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. 5. «Η απόφαση του αρµόδιου οργάνου της εταιρίας για αύξηση µετοχικού κεφαλαίου πρέπει να αναφέρει τουλάχιστον το ποσό της αύξησης του κεφαλαίου, τον τρόπο κάλυψης της, τον αριθµό και το είδος των µετοχών που θα εκδοθούν, την ονοµαστική αξία και την τιµή διάθεσης αυτών και την προθεσµία κάλυψης.» Σε κάθε περίπτωση αύξησης του µετοχικού κεφαλαίου, που δεν γίνεται µε εισφορά σε είδος ή έκδοση οµολογιών µε δικαίωµα µετατροπής τους σε µετοχές, παρέχεται δικαίωµα προτί µησης σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο ή το οµολογιακό δάνειο, υπέρ των κατά την εποχή έκδοσης µετόχων, ανάλογα µε τη συµµετοχή τους στο υφιστάµενο µετοχικό κεφάλαιο. «Μετά το τέλος της προθεσµίας, που όρισε το όργανο της εταιρείας που αποφάσισε την αύξηση, για την ενάσκηση του δικαιώµατος προτίµησης, η οποία δεν µπορεί να είναι µικρότερη από ένα (1) µήνα ή, εφόσον το δικαίωµα προτίµησης απορρέει από µετοχές που είναι εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο Αξιών Αθηνών, δεκαπέντε (15) η µέρες, οι µετοχές που δεν έχουν αναληφθεί, σύµφωνα µε τα παραπάνω, διατίθενται ελεύθερα από το διοικητικό συµβούλιο της εταιρείας .» Σε περίπτωση κατά την οποία το όργανο της εταιρείας που αποφάσισε την αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου, παρέλειψε να ορίσει την προθεσµία για την άσκηση του δικαιώµατος προτίµησης, την προθεσµία αυτή ή τυχόν παράταση αυτής, ορίζει µε απόφασή του το διοικητικό συµβούλιο µέσα στα προβλεπόµενα από το άρθρο 11 του παρόντος χρονικά όρια.
- πρόσκληση για την ενάσκηση του δικαιώµατος προτίµησης, στην οποία πρέπει να µνηµονεύεται και η προθεσµία µέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί αυτό το δικαίωµα, δηµοσιεύεται στο τεύχος ανωνύµων εταιρειών και εταιρειών περιωρισµένης ευθύνης της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως. Η κατά τα ανωτέρω πρόσκληση και η προθεσµία άσκησης του δικαιώµατος προτίµησης µπορούν να παραλειφθούν, εφόσον στη γενική συνέλευση παρέστησαν µέτοχοι εκπροσωπούντες το σύνολο του µετοχικού κεφαλαίου και έλαβαν γνώση της προθεσµίας που τάχθηκε για την άσκηση του δικαιώµατος προτίµησης ή δήλωσαν την απόφασή τους για την υπ’ αυτών άσκηση ή µη του δικαιώµατος προτίµησης. Επίσης, η δηµοσίευση της πρόσκλησης µπορεί να αντικατασταθεί µε συστηµένη “επί αποδείξει” επιστολή, εφόσον οι µετοχές είναι ονοµαστικές στο σύνολό τους. «6. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3 και 4 και 31 παρ. 2, µπορεί να περιορισθεί ή να καταργηθεί το δικαίωµα προτίµησης που προβλέπεται στην παραπάνω παρ. 5. Για να ληφθεί παρόµοια απόφαση, το ∆ιοικητικό Συµβούλιο είναι υποχρεωµένο να υποβάλει στη Γενική Συνέλευση γραπτή έκθεση που θα αναφέρει τους λόγους που επιβάλλουν τον περιορισµό ή την κατάργηση του δικαιώµατος προτίµησης και θα δικαιολογεί την τιµή που προτείνεται για την έκδοση των νέων µετοχών.
- απόφαση αυτή της Γενικής Συνέλευσης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας που
προβλέπει το άρθρο 7β “. “7. ∆εν υπάρχει αποκλεισµός από το δικαίωµα προτίµησης, σύµφωνα µ ε την έννοια της προηγούµενης παρ. 6, όταν οι µετοχές αναλαµβάνονται από τράπεζες ή άλλους χρηµατοδοτικούς Οργανισµούς, για να προσφερθούν στους µετόχους σύµφωνα µε την παραπάνω παράγραφο 5”. «8. Αν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες µετοχών, κάθε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που αφορά την αύξηση του κεφαλαίου, καθώς και η απόφαση που προβλέπεται στην παραπάνω παρ. 1, για παροχή εξουσίας στο ∆ιοικητικό Συµβούλιο για την αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου, απαιτεί έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών µετόχων, των οποίων τα δικαιώµατα θίγονται από τις αποφάσεις αυτές. «Η έγκριση παρέχεται µε απόφαση των µετόχων της κατηγορίας που θίγεται και λαµβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση µε τα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας που προβλέπονται από τα άρθρα 29 παρ. 3 και 4 και 31 παρ. 2. Για τη σύγκληση αυτής της συνέλευσης, τη συµµετοχή σ αυτή, την παροχή πληροφοριών, την αναβολή λήψης αποφάσεων, την ψηφοφορία, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεών της εφαρµόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τη Γενική Συνέλευση των µετόχων». “9. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, που λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παράγραφοι 3 και 4 και 31 παρ. 2, µπορεί να θεσπισθεί πρόγραµµα διαθέσεως µετοχών στα µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και το προσωπικό της εταιρείας, καθώς και των συνδεδεµένων µε αυτήν εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5, µε τη µορφή δικαιώµατος προαιρέσεως αγοράς µετοχών κατά τους όρους της αποφάσεως αυτής, περίληψη της οποίας υπόκειται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β. Η απόφαση αυτή της Γενικής Συνέλευσης πρέπει ιδίως να ορίζει τον ανώτατο αριθµό µετοχών που µπορεί να εκδοθούν, που δεν µπορεί να υπερβαίνει το 1/10 των υφιστάµενων µετοχών, αν οι δικαιούχοι ασκήσουν το δικαίωµα (option) αγοράς µετοχών, την τιµή και τους όρους διάθεσης των µετοχών στους δικαιούχους. Το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της εταιρείας , µε απόφασή του, ρυθµίζει κάθε άλλη σχετική λεπτοµέρεια, που δεν ρυθµίζεται διαφορετικά από τη Γενική Συνέλευση, εκδίδει τα πιστοποιητικά δικαιώµατος αγοράς µετοχών και κατά το µήνα ∆εκέµβριο κάθε χρόνου εκδίδει µετοχές στους δικαιούχους, που άσκησαν το δικαίωµά τους, αυξάνοντας το κεφάλαιο της εταιρείας αντιστοίχως και πιστοποιεί την αύξηση του κεφαλαίου κατά το άρθρο 11. Οι αυξήσεις αυτές του κεφαλαίου δεν αποτελούν τροποποιήσεις του Καταστατικού και δεν εφαρµόζεται επ’ αυτών η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού.”.
Άρθρο 13Α
- Αν η κάλυψη του ποσού της αύξησης του µετοχικού κεφαλαίου δεν είναι πλήρης, το µετοχικό κεφάλαιο αυξάνεται µέχρι το ποσό της κάλυψης, µόνο εφόσον στην απόφαση για αύξηση προβλέπεται ρητά αυτή η δυνατότητα. 2. Με ποινή ακυρότητας της πιο πάνω αύξησης, πρέπει να ακολουθήσει, µέσα σε δύο µήνες από την πιστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 11, απόφαση για τροποποίηση του καταστατικού από την οποία φαίνεται το ποσό της αύξησης του µετοχικού κεφαλαίου που καλύφθηκε. 3. Η προηγούµενη παράγραφος δεν έχει εφαρ µογή στις αυξήσεις του µετοχικού κεφαλαίου που αποφασίζονται σύµφωνα µε τις παρ.1 και 2 του άρθρου 13.
Άρθρο 14
“1. Η ονοµαστική αξία εκάστης µετοχής δεν δύναται να ορισθεί κατώτερα των τριάντα λεπτών (0.30) του ευρώ και ανωτέρα των εκατό (100) ευρώ”. 2. Απαγορεύεται η έκδοσις µετοχών εις τιµήν κατωτέραν του αρτίου. 3. Η εξ εκδόσεως µετοχών υπέρ το άρτιον προκύπτουσα διαφορά δεν δύναται να διατεθή προς πληρωµήν µερισµάτων ή ποσοστών.
Άρθρο 15
- Κατά την ίδρυση της εταιρείας µπορεί να συµφωνηθεί, εφόσον προβλεφθεί ρητά στο καταστατικό , ότι όλοι ή µερικοί από τους ιδρυτές θα πάρουν ως ανταµοιβή για καθορισµένες ενέργειές τους για την σύσταση της εταιρείας, αριθµό ιδρυτικών τίτλων που δεν µπορούν να υπερβούν το ένα δέκατο (1/10) του αριθ µού των µετοχών που εκδίδονται. 2. Οι τίτλοι ούτοι δεν έχουσιν ονοµαστικήν αξίαν και δεν παρέχουσι δικαίωµά τι συµµετοχής εις την διοίκησιν και διαχείρισιν της εταιρείας, ως και εις το προϊόν της εκκαθαρίσεως της περιουσίας αυτής. 3. Οι τίτλοι ούτοι παρέχουσιν αποκλειστικώς δικαίωµα απολήψεως το πολύ του 1/4 του τµήµατος των καθαρών κερδών, όπερ υπολείπεται µετά τας αφαιρέσεις της κρατήσεως προς σχηµατισµόν τακτικού αποθεµατικού και του απαιτούµενου προς διανο µήν πρώτου µερίσµατος εις τους µετόχους ποσού. 4. Η εταιρεία δικαιούται δέκα έτη µετά την έκδοσιν τοιούτων τίτλων να εξαγοράση και ακυρώση αυτούς αντί της εν τω καταστατικώ οριζοµένης τιµής, ήτις συνολικώς διά πάντας τους τίτλους ουδέποτε δύναται να αποτελέση ποσόν υπερβαίνον το αντιστοιχούν εις την κεφαλαιοποίησιν προς 15% του κατά την τελευταίαν τριετίαν πληρωθέντος εις τους ιδρυτικούς τίτλους µέσου ετησίου µερίσµατος. 5. Εξαιρετικώς, προκειµένου κατά την σύστασιν ή διαρκούσης της λειτουργίας εταιρείας τινός να δοθώσιν ως αντάλλαγµα εισφορών εις είδος ιδρυτικοί τίτλοι, δικαιούται αύτη, τηρουµένων αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 3, να καθορίση οιουσδήποτε όρους συµµετοχής αυτών εις τα κέρδη και εξαγοράς, διάρκειαν όµως αυτών ουδέποτε ανωτέραν της προβλεποµένης διαρκείας της χρησι µοποιήσεως του εισφεροµένου αντικειµένου. Η εξακρίβωσις της υπάρξεως των τοιούτων εισφορών εις είδος, ως και της προβλεποµένης διαρκείας της χρησιµοποιήσεως αυτών γίνεται κατά τας διατάξεις του άρθρου 9.
Άρθρο 15Α
- Το καταστατικό µπορεί να ορίζει ότι η Γενική Συνέλευση έχει το δικαίωµα µε απόφασή της, που λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1 και 31 παρ. 1, να προβαίνει στην ολική ή µερική απόσβεση του µετοχικού κεφαλαίου. Η απόσβεση αυτή δεν αποτελεί µείωση του µετοχικού κεφαλαίου. Επίσης η Γενική Συνέλευση µπορεί, µε απόφασή της που λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ . 3 και 4 και 31 παρ. 2 να προβαίνει σε ολική ή µερική απόσβεση του µετοχικού κεφαλαίου που δεν προβλέπεται από το καταστατικό. 2. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για απόσβεση του µετοχικού κεφαλαίου υποβάλλεται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β. 3. Η απόσβεση γίνεται µε την καταβολή στους µετόχους της εταιρείας του συνόλου ή µέρους της ονοµαστικής αξίας των µετοχών τους. Η καταβολή αυτή δεν αποτελεί επιστροφή της αναλογίας των µετοχών αυτών στο µετοχικό κεφάλαιο ή της αναλογίας του µέρους αυτών που έχει καταβληθεί. Η απόσβεση γίνεται πάντοτε µε τη χρησιµοποίηση σχηµατισµένων ειδικών αποθεµατικών ή µε ποσά που διανέµονται σύµφωνα µε τα άρθρα 44α και 45. 4. Οι µέτοχοι των οποίων οι µετοχές έχουν αποσβεστεί διατηρούν τα δικαιώµατά τους µε εξαίρεση το δικαίωµα της επιστροφής της εισφοράς τους και το δικαίωµα συµµετοχής στη διανοµή του πρώτου µερίσµατος, σύµφωνα µε το άρθρο 45, που εισπράττεται µόνο από τις µετοχές που δεν έχουν αποσβεστεί. 5. Εάν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες µετοχών, η εγκυρότητα της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης που αφορά την απόσβεση του κεφαλαίου εξαρτάται από την έγκριση της κατηγορίας ή των κατηγοριών των µετόχων που τα δικαιώµατά τους θίγονται από την απόφαση αυτή. ” Η έγκριση παρέχεται µε απόφαση των µετόχων της κατηγορίας που θίγεται και λαµβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση µε τα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας που προβλέπονται από τα άρθρα 29 παρ. 3 και 4 και 31 παρ. 2. Για τη σύγκληση αυτής της συνέλευσης, τη συµµετοχή σ’ αυτή, την παροχή πληροφοριών, την αναβολή λήψης αποφάσεων, την ψηφοφορία και την ακύρωση των αποφάσεών της εφαρµόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τη Γενική Συνέλευση των µετόχων.
Άρθρο 15Β
- Η εταιρεία δεν µπορεί να αναλαµβάνει την κάλυψη δικών της µετοχών. 2. Σε περίπτωση που τις µετοχές της εταιρείας ανέλαβε πρόσωπο που ενεργεί µε το δικό του όνοµα αλλά για λογαριασµό της εταιρείας, θεωρείται ότι το πρόσωπο αυτό τις ανέλαβε για δικό του λογαριασµό. 3. Κατά τη σύσταση της εταιρείας οι ιδρυτές και, σε περίπτωση αύξησης του µετοχικού κεφαλαίου, τα µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, υποχρεούνται να καταβάλουν την αξία των µετοχών που έχουν αναληφθεί κατά παράβαση των διατάξεων αυτού του άρθρου. Οι πιό πάνω ιδρυτές ή µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου µπορούν να απαλλαγούν από αυτή την υποχρέωση αν αποδείξουν ότι δεν τους βαρύνει οποιαδήποτε υπαιτιότητα.
Άρθρο 16
- Απαγορεύεται στην ανώνυµη εταιρεία η απόκτηση δικών της µετοχών, είτε από αυτή την ίδια είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνοµά του αλλά για λογαριασµό της. 2. Από την απαγόρευση της προηγούµενης παραγράφου εξαιρούνται: α. Οι αποκτήσεις µε σκοπό τη µείωση του µετοχικού κεφαλαίου, που αποφασίστηκε από τη Γενική Συνέλευση σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις του καταστατικού. β . Οι αποκτήσεις µετά από καθολική µεταβίβαση περιουσίας. γ. Οι αποκτήσεις µετοχών, που έχουν αποπληρωθεί ολοσχερώς και προέρχονται από αναγκαστική εκτέλεση που έγινε για την πληρωµή απαιτήσεων της ίδιας της εταιρείας. δ. Οι αποκτήσεις από ανώνυ µες τραπεζιτικές εταιρείες µετοχών τους, αλλά κατ’ εντολή τρίτων. ε. Οι αποκτήσεις από χαριστική αιτία εφόσον έχουν αποπληρωθεί ολοσχερώς. “στ. Αποκτήσεις µε σκοπό τη διανοµή των µετοχών στο προσωπικό της εταιρείας ή στο προσωπικό εταιρείας που είναι συνδεδεµένη µε αυτή. Η διανο µή των µετοχών αυτών πρέπει να πραγµατοποιείται µέσα σε προθεσµία δώδεκα µηνών από την αποκτησή τους, µετά την πάροδο της οποίας η διάταξη της παρ. 3 ως προς τις περιπτώσεις γ’ και ε’ έχει εφαρµ ογή. Οι αποκτήσεις µετοχών αυτής της περίπτωσης γίνονται υπό τις εξής προϋποθέσεις: – Εφ’ όσον η ονοµαστική αξία των µετοχών αυτών, µαζί µε την ονοµαστική αξία τυχόν µετοχών των προηγούµενων περιπτώσεων α -ε, δεν υπερβαίνει το ένα δέκατο (1/10) του µετοχικού κεφαλαίου, – Εφ’ όσον δεν θα έχουν ως αποτέλεσµα τη µείωση του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων της Εταιρείας, όπως προσδιορίζονται στο υπόδειγµα ισολογισµού που προβλέπεται από το άρθρο 42γ, κάτω από το ποσό που προβλέπει η παρ. 1 του άρθρου 44α, και – Εφ’ όσον πρόκειται για µετοχές πλήρως εξοφληµένες “. 3. Στις περιπτώσεις α και β της προηγούµενης παραγράφου, οι µετοχές που αποκτούνται πρέπει να ακυρώνονται αµέσως. Στις περιπτώσεις γ και ε της ίδιας παραγράφου, οι µετοχές πρέπει να πωλούνται µέσα στο συντοµότερο δυνατό χρονικό διάστηµα, που δεν µπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Αν περάσει άπρακτη αυτή η προθεσµία, οι µετοχές πρέπει να ακυρώνονται αµέσως. 4. Οι µετοχές της εταιρείας που ανήκουν στην ίδια υπολογίζονται για το σχηµατισµό απαρτίας, δεν έχουν όµως δικαίωµα ψήφου στη Γενική Συνέλευση. “Η παρ. 2 εδαφ. στ’ περίπτωση πρώτη καθώς και η παρ. 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρµόζονται σε περίπτωση απόκτησης µετοχών ανώνυµης εταιρείας από την άλλη εταιρεία της παρ. 3 του άρθρου 17, για τις µετοχές αυτές όµως εφαρµόζεται το προηγούµενο εδάφιο. Τα µέλη των οργάνων διοίκησης της ανώνυµης εταιρείας υποχρεούνται να εξαγοράσουν από την άλλη εταιρεία τις µετοχές που αναφέρονται παραπάνω στην τιµή που τις είχε αποκτήσει αυτή ή άλλη εταιρεία . Η κύρωση αυτή δεν εφαρµόζεται στην περίπτωση µόνο που τα εν λόγω µέλη αποδείξουν ότι ουδόλως ευθύνονται για την ανάληψη ή την απόκτηση των εν λόγω µετοχών”. “5. Εταιρείες των οποίων οι µετοχές είναι εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο Αξιών Αθηνών µπορούν, µε απόφαση της γενικής συνέλευσης των µετόχων που λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παράγραφοι 1 και 2 και 31 παράγραφος 1, να αποκτούν δικές τους µετοχές µέσω του Χρηµατιστηρίου Αξιών Αθηνών µέχρι το 1 0% του συνόλου των µετοχών τους, µε σκοπό τη στήριξη της χρηµατιστηριακής τιµής τους σε περιπτώσεις που θεωρείται ότι η εν λόγω τιµή είναι σηµαντικό χαµηλότερη από την τιµή που αντιστοιχεί στα δεδοµένα της αγοράς και στην οικονοµική κατάσταση και Προοπτικές της εταιρείας. Στο ανωτέρω ποσοστό συµπεριλαµβάνονται και οι µετοχές τις οποίες έχει προηγουµένως αποκτήσει η εταιρεία , καθώς και εκείνες που έχουν αποκτηθεί από πρόσωπο το οποίο ενεργούσε επ’ ονόµατί του αλλά για λογαριασµό της εταιρείας. 6. Η απόφαση του διοικητικού συµβουλίου
της εταιρείας για σύγκληση της γενικής συνέλευσης των µετόχων, µε σκοπό τη λήψη απόφασης για αγορά δικών της µετοχών προς στήριξη της τιµής τους, σύµφωνα µε την παράγραφο 5 του παρόντος, καθώς και η απόφαση της γενικής συνέλευσης των µετόχων για αγορά των µετοχών , γνωστοποιούνται αµέσως, µετά τη λήψη τους, στο διοικητικό συµβούλιο του Χρηµατιστηρίου Αξιών Αθηνών . 7. Στην απόφαση της γενικής συνέλευσης των µετόχων ορίζονται κυρίως τα εξής: α) 0 ανώτατος αριθµός µετοχών που θα αγοραστούν
. β) Η ανώτατη και κατώτατη τιµή στην οποία επιτρέπεται να διενεργηθούν οι αγορές. γ) Το χρονικό διάστηµα µέσα στο οποίο θα γίνουν οι αγορές και το οποίο δεν µπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) µήνες από την ηµεροµηνία λήψης της απόφασης της γενικής συνέλευσης των µετόχων.”. 8. Οι αγοραζόµενες µετοχές πρέπει να είναι πλήρως εξοφλη µένες και να προέρχονται από το ευρύτερο επενδυτικό κοινό και τους οργανισµούς συλλογικών επενδύσεων. Η κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος διενεργούµενη συναλλαγή, είναι απολύτως άκυρη, η ακυρότητα δε αυτή διαπιστώνεται µε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επιφυλασσο µένης της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων προς τελική επίλυση της διαφοράς. 9. Η απόκτηση από την Εταιρεία των δικών της µετοχών κατά τα ανωτέρω δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση του καθαρού ενεργητικού, σε ποσό κατώτερο από εκείνο που ορίζεται στο άρθρο 15 παρ. 1α της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ. “10. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης της εταιρείας για αγορά δικών της µετοχών δηµοσιεύεται τουλάχιστον δέκα (10) ηµέρες πριν την έναρξη των αγορών σε δύο τουλάχιστον ηµερήσιες εφηµερίδες, µία πολιτική και µία οικονοµική , όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 26 παράγραφος 2(α) και (β), καθώς και στο Ηµερήσιο ∆ελτίο Τιµών του Χρηµατιστηρίου Αξιών Αθηνών. Η ανακοίνωση πρέπει να περιλαµβάνει τους βασικούς όρους της συναλλαγής, όπως ενδεικτικά τον ανώτατο αριθµό των µετοχών που θα αγοραστούν , την ανώτατη και κατώτατη τιµή και το συνολικό χρονικό διάστηµα κατά το οποίο θα γίνουν οι αγορές. Η ανακοίνωση αυτή πρέπει να επαναλα µβάνεται κάθε φορά για κάθε επί µέρους διάστηµα κατά το οποίο η εταιρεία εφαρµόζει την απόφαση για αγορά δικών της µετοχών . Στην περίπτωση αυτή, η εταιρεία υποχρεούται το αργότερο τρεις (3) εργάσιµες µέρες πριν την έναρξη του επί µέρους χρονικού διαστήµατος συναλλαγών , να υποβάλλει στο Χρηµατιστήριο Αξιών Αθηνών δήλωση στην οποία θα αναφέρεται η πρόθεση της εταιρείας να προβεί στην απόκτηση δικών της µετοχών και τα βασικά στοιχεία της συναλλαγής που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο και ιδίως θα εξειδικεύεται το επί µέρους χρονικό διάστηµα κατά το οποίο η εταιρεία θα πραγµατοποιεί τις αγορές. Η δήλωση αυτή δηµοσιεύεται στο Ηµερήσιο ∆ελτίο Τιµών του Χρηµατιστηρίου Αξιών Αθηνών. Επίσης, το αργότερο δύο (2) εργάσιµες ηµέρες πριν την έναρξη του επί µέρους χρονικού διαστήµατος συναλλαγών, η εταιρεία υποχρεούται να δηµοσιεύει ανακοίνωση µε το ίδιο περιεχόµενο σε δύο ηµερήσιες εφηµερίδες , µία πολιτική και µία οικονοµική, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 (α) και (β). Την επό µενη ηµέρα από τη λήξη του επί µέρους χρονικού διαστήµατος συναλλαγών, η εταιρεία υποχρεούται να υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Χρηµατιστήριο Αξιών Αθηνών δήλωση, στην οποία θα αναφέρεται ο ακριβής αριθµός µετοχών που αποκτήθηκαν , η µέση τιµή κτήσης τους, το σύνολο των ιδίων µετοχών που κατέχει η εταιρεία και το ποσοστό του µετοχικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει το παραπάνω σύνολο. Η δήλωση αυτή δηµοσιεύεται στο Ηµερήσιο ∆ελτίο Τιµών του Χρηµατιστηρίου Αξιών Αθηνών. Η τήρηση των παραπάνω υποχρεώσεων δεν απαλλάσσει την εταιρεία από τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης που απορρέουν από άλλες διατάξεις της κείµενης νοµοθεσίας. 11. Το διοικητικό συµβούλιο της εταιρείας υποχρεούται να συγκεντρώνει στοιχεία και να καταρτίζει πλήρη κατάλογο µετόχων από τους οποίους προήλθαν οι αποκτηθείσες µετοχές . Ο κατάλογος αυτός ανακοινώνεται στους µετόχους στην πρώτη γενική συνέλευση που ακολουθεί την περίοδο των αγορών.” 12. Αν οι αποκτηθείσες µετοχές δεν πωληθούν εντός τριετίας από την ηµεροµηνία αποκτήσεως των µετοχών, ή δε διανεµηθούν εν όλω ή εν µέρει στους απασχολούµενους στην Εταιρεία, ακυρώνονται µε απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των µετόχων, ύστερα από πρόσκληση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της Εταιρείας. Η απόφαση θα περιλαµβάνει τον αριθµό και τα στοιχεία των ακυρουµένων µετοχών και τους λόγους ακύρωσής τους. Η ακύρωση θα γίνεται µε καταστροφή του σώµατος αυτών και σε περίπτωση εναποθέσεως των µετοχών στην Ανώνυµη Εταιρεία Αποθετηρίων Τίτλων, µε την καταστροφή των αποθετηρίων εγγράφων
και αντίστοιχων µετοχών, αποδιδοµένων προς τούτο από την Ανώνυµη Εταιρεία Αποθετηρίων Τίτλων στην Εταιρεία. Η απόφαση ακυρώσεως γνωστοποιείται στο ∆ιοικητικό Συµβούλιο του Χρη µατιστηρίου Αξιών Αθηνών και στην αρµόδια ∆ιεύθυνση του Υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας. Η Εταιρεία δύναται να ζητεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παράταση της τριετούς προθεσµίας µέχρι και 2 έτη, για ειδικούς λόγους τους οποίους εξειδικεύει στην αιτησή της. 13. Η πώληση των µετοχών διενεργείται µε απόφαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, που λαµβάνεται µε απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθµού των µελών του. Η απόφαση ορίζει κατώτατη τιµή πωλήσεως, µέγιστο αριθµό µετοχών και χρόνο διαθέσεως αυτών στην αγορά. Η απόφαση γνωστοποιείται αµελλητί στο ∆ιοικητικό Συµβούλιο του Χρηµατιστηρίου Αξιών Αθηνών και δηµοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον πανελλαδικής κυκλοφορίας ηµερήσιες εφηµερίδες. 14. Σε περίπτωση που διενεργείται αγορά µετοχών κατά τις διατάξεις του παρόντος, τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 1806/1988.
Άρθρο 17
- Απαγορεύεται σε ανώνυµη εταιρεία να λαµβάνει δικές της µετοχές, καθώς και µετοχές θυγατρικής της εταιρείας, ως ενέχυρο για την εξασφάλιση δανείων που χορηγούνται από αυτήν ή άλλων απαιτήσεών της. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τις τρέχουσες συναλλαγές Τραπεζών και άλλων Χρηµατοδοτικών Οργανισµών. 2. Θυγατρικές ανώνυµες εταιρείες κατά την έννοια αυτού του Νόµου δεν έχουν δικαίωµα να επενδύουν ούτε µέρος του δικού τους µετοχικού κεφαλαίου σε µετοχές µητρικής εταιρείας. “3. Η ανάληψη, η απόκτηση ή η κατοχή µετοχών ανώνυµης εταιρείας από άλλη ανώνυµη εταιρεία ή εταιρεία περιορισ µένης ευθύνης ή ετερόρρυθµη κατά µετοχές εταιρεία, στην οποία η ανώνυµη εταιρεία διαθέτει, ά µεσα ή έ µµεσα, την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου ή στην οποία µπορεί να ασκήσει, άµεσα ή έµµεσα δεσπόζουσα επιρροή, θεωρείται ότι έγιναν από την ίδια την ανώνυµη εταιρεία . Το τεκµήριο αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η άλλη εταιρεία υπόκειται στο δίκαιο τρίτης χώρας και έχει νοµική µορφή ανάλογη µε την µορφή της ανώνυµης εταιρείας ή της εταιρείας περιορισµένης ευθύνης ή της ετερόρρυθµης κατά µετοχές εταιρείας. 4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 16 του παρόντος, όπως ισχύει, εφαρµόζεται και για τις µετοχές της προηγούµενης παραγράφου. 5. Η παρ . 3 του παρόντος δεν εφαρµόζεται: α) όταν η ανάληψη, η απόκτηση ή η κατοχή γίνεται για λογαριασµό προσώπου διάφορου του αναλαµβάνοντος, αποκτώντος ή κατέχοντος και εφόσον το πρόσωπο αυτό δεν είναι ούτε η ανώνυµη εταιρεία που αναφέρεται στην παρ. 3, ούτε άλλη εταιρεία στην οποία η ανώνυµη εταιρεία διαθέτει άµεσα ή έµµεσα την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου ή στην οποία µπορεί να ασκήσει άµεσα ή έ µµεσα δεσπόζουσα επιρροή, β) όταν η ανάληψη, απόκτηση ή κατοχή γίνεται από την άλλη εταιρεία ως κατ ‘ επάγγελµα διενεργούσα πράξεις επί τίτλων και υπό την ιδιότητά της αυτή, υπό τον όρο ότι είναι µέλος χρηµατιστηρίου αξιών που βρίσκεται ή λειτουργεί σε κράτος µέλος ή ότι έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή υπόκειται στην εποπτεία αρχής κράτους µέλους που είναι αρµόδια για την εποπτεία των κατ’ επάγγελµα διενεργούντων πράξεις επί τίτλων, στους οποίους , τηρουµένων των διατάξεων της κείµενης νοµοθεσίας, περιλαµβάνονται και τα πιστωτικά ιδρύµατα, γ) όταν η κατοχή µετοχών της ανώνυ µης εταιρείας από την άλλη εταιρεία είναι αποτέλεσµα απόκτησης η οποία έλαβε χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο η σχέση των δύο εταιρειών δεν πληρούσε τα κριτήρια της παρ. 3. 6. Τα δικαιώµατα ψήφου, που αντιστοιχούν στις µετοχές της περίπτωσης γ’ της προηγουµένης παραγράφου, αναστέλλονται και οι µετοχές αυτές λαµβάνονται υπόψη για να προσδιορισθεί κατά πόσο πληρούται ο όρος του άρθρου 16 παρ. 2 εδαφ. στ’ περίπτωση πρώτη του παρόντος”.
Άρθρο 17Α
“Τα άρθρα 16 παρ. 4 εδ. δεύτερο και τρίτο και 17 παρ. 3 έως 6 δεν εφαρ µόζονται στην περίπτωση που οι µετοχές αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Εν
τούτοις τα δικαιώµατα ψήφου που αντιστοιχούν στις µετοχές αυτές αναστέλλονται και οι µετοχές αυτές λα µβάνονται υπόψη προκειµένου να καθορισθεί αν πληρούται ο όρος του άρθρου 16 παρ. 2 εδαφ. στ’ περίπτωση πρώτη του παρόντος”.
Άρθρο 18
- Η ανώνυµος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του ∆ιοικητικού αυτής Συµβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς. 2. Το καταστατικόν δύναται να ορίση, ότι και εν ή πλείονα µέλη του Συµβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπώσι την εταιρείαν εν γένει ή εις ωρισµένου µόνον είδους πράξεις. “3. Το καταστατικόν δύναται να ορίση ότι ωρισµένος µέτοχος ή µέτοχοι δύνανται να διορίσωσι µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, ουχί όµως πέραν του ενός τρίτου του προβλεποµένου συνολικού αριθµού αυτών, ορίζον άµα και τας προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώµατος ιδία εξ επόψεψς ποσοστού συµµετοχής εις το εταιρικόν κεφάλαιον και δεσµεύσεως των µετοχών. Η άσκησις του δικαιώµατος τούτου πρέπει να πραγµατοποιείται προ της εκλογής του ∆ιοικητικού Συµβουλίου υπό της Γενικής Συνελεύσεως, περιοριζο µένης εν τη περιπτώσει ταύτη εις την εκλογήν των υπολοίπων συµβούλων. Οι ασκήσαντες το ανωτέρω δικαίωµα γνωστοποιούν τον διορισµόν των συµβούλων των εις την εταιρείαν τρείς (3) πλήρεις η µέρας προ της συνεδριάσεως της γενικής συνελεύσεως και δεν συµµετέχουν εις την εκλογήν του υπολοίπου Συµβουλίου”. “4. Οι ούτως οριζοµένοι σύµβουλοι δύνανται ν’ ανακληθώσιν οποτεδήποτε από τους έχοντας το δικαίωµα του διορισµού των και να αντικαθίστανται δι’ άλλων. Λόγω σπουδαίου µλόγου εγκειµένου εις το πρόσωπον του διορισθέντος, δύναται ο Πρόεδρος Πρωτοδικών της περιφέρειας εις την οποίαν εδρεύει η Εταιρεία , τη αιτήσει µετόχων εκπροσωπούντων το 1/10 του καταβεβλη µένου εταιρικού κεφαλαίου κατά την επ’ αναφορά διαδικασίαν να ανακαλέση τούτον. “5. Εν περιπτώσει µεταβολής του αριθµού των µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου διατηρείται υποχρεωτικώς η υφισταµένη εν τω καταστατικώ αναλογία ιδιαιτέρας εν αυτώ εκπροσωπήσεως”. “6”. Εαν δεν ευρεθή εις το κατάστηµα της εταιρείας πρόσωπόν τι εκ των αναγραφοµένων εν τω άρθρω 145 της Πολιτικής ∆ικονοµίας, παν έγγραφον προς αυτήν επιδίδεται νοµίµως, εάν τοιχοκοληθή εις το µνηµονευθέν κατάστηµα κατά τας διατάξεις του άρθρου 143 της Πολιτικής ∆ικονοµίας.
Άρθρο 19
- Η θητεία των µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ουδέποτε δύναται να υπερβαίνη τα εξ
(6) έτη. “2. Οι σύµβουλοι, µέτοχοι ή µη µέτοχοι είναι πάντοτε επανεκλέξιµοι και ελεύθερα ανακλητοί”.
Άρθρο 20
- Το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον δέον να συνέρχηται τουλάχιστον άπαξ κατά ηµερολογιακόν µήνα εν τη έδρα της εταιρείας. 2. Εξαιρετικώς επιτρέπεται, όπως ορίζηται εν τω καταστατικώ και άλλος τόπος εν ω να δύναται να συνεδριάζη εγκύρως το Συµβούλιον, κείµενος είτε εν τη ηµεδαπή, είτε µετά ειδικήν άδειαν του Υπουργού του Εµπορίου και εν τη αλλοδαπή. Εν τη πράξει ταύτη του Υπουργού δύνανται να καθορίζωνται και όροι , υφ’ ους χορηγείται η άδεια της συνεδριάσεως εν τη αλλοδαπή, ων µη τηρου µένων αι κατά τοιαύτας συνεδριάσεις ληφθείσαι αποφάσεις δύνανται να κηρυχθώσιν άκυροι απέναντι της εταιρείας. “3. Το διοικητικό συµβούλιο εγκύρως συνεδριάζει εκτός της έδρας του σε άλλο τόπο, είτε στην ηµεδαπή είτε στην αλλοδαπή, εφόσον στη συνεδρίαση αυτή παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλα τα µέλη του και κανένα δεν αντιλέγει στην πραγµατοποίηση της συνεδρίασης και στη λήψη αποφάσεων. 4. Το διοικητικό συµβούλιο συγκαλείται από τον πρόεδρό του, µε πρόσκληση που γνωστοποιείται στα µέλη του δύο (2) τουλάχιστον εργάσιµες ηµέρες πριν από τη συνεδρίαση. Στην πρόσκληση πρέπει απαραίτητα να
αναγράφονται µε σαφήνεια και τα θέµατα της ηµερήσιας διάταξης, διαφορετικά η λήψη αποφάσεων επιτρέπεται µόνο εφόσον παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλα τα µέλη του διοικητικού συµβουλίου και κανείς δεν αντιλέγει στη λήψη αποφάσεων. 5. Τη σύγκληση του διοικητικού συµβουλίου µπορεί να ζητήσουν δύο (2) εκ των µελών του, µε αίτησή τους προς τον πρόεδρο αυτού, ο οποίος υποχρεούται να συγκαλέσει το διοικητικό συµβούλιο µέσα σε προθεσµία δέκα (10) ηµερών από την υποβολή της αίτησης. Σε περίπτωση άρνησης του προέδρου να συγκαλέσει το διοικητικό συµβούλιο, µέσα στην παραπάνω προθεσµία ή εκπρόθεσµης σύγκλησής του, επιτρέπεται στα µέλη που ζήτησαν τη σύγκληση να συγκαλέσουν αυτά το διοικητικό συµβούλιο µέσα σε προθεσµία πέντε (5) ηµερών από τη λήξη του δεκαηµέρου, γνωστοποιώντας τη σχετική πρόσκληση στα λοιπά µέλη του διοικητικού συµβουλίου. Στην κατά τα ανωτέρω αίτησή τους πρέπει, µε ποινή απαραδέκτου να αναφέρονται µε σαφήνεια και τα θέµατα µε τα οποία θα ασχοληθεί το διοικητικό συµβούλιο. 6. Οι συζητήσεις και αποφάσεις του διοικητικού συµβουλίυ καταχωρούνται περιληπτικά σε ειδικό βιβλίο, που µπορεί να τηρείται και κατά το µηχανογραφικό σύστη µα. Υστερα από αίτηση µέλους του διοικητικού συµβουλίου, ο πρόεδρος υποχρεούται να καταχωρήσει στα πρακτικά ακριβή περίληψη της γνώµης του. Στο βιβλίο αυτό καταχωρείται επίσης κατάλογος των παραστάντων ή αντιπροσωπευθέντων κατά τη συνεδρίαση µελών του διοικητικού συµβουλίου. 7. Αντίγραφα πρακτικών συνεδριάσεων του διοικητικού συµβουλίου, για τα οποία υπάρχει υποχρέωση καταχώρησής τους στο µητρώο ανωνύµων εταιρειών, σύµφωνα µε το άρθρο 7α του παρόντος, υποβάλλονται στο Υπουργείο Εµπορίου µέσα σε προθεσµία είκοσι (20) ηµερών από τη συνεδρίαση του διοικητικού συµβουλίου”.
Άρθρο 21
- Το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον ευρίσκεται εν απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύωνται εν αυτώ το ήµισυ πλέον ενός των συµβούλων, ουδέποτε όµως ο αριθµός των παρόντων συµβούλων δύναται να η ελάσσων των τριών. Προς εξεύρεσιν του αριθ µού απαρτίας παραλείπεται τυχόν προκύπτον κλάσµα. “2. Εφόσον δεν ορίζει διαφορετικά ο νόµος ή το καταστατικό, οι αποφάσεις του διοικητικού συµβουλίου λαµβάνονται έγκυρα µε απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων και αντιπροσωπευοµένων µελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας δεν υπερισχύει η ψήφος του προέδρου του διοικητικού συµβουλίου “. 3. Εκαστος σύµβουλος δύναται ν’ αντιπροσωπεύη εγκύρως µόνον έναν έτερον σύµβουλον. 4. Η αντιπροσώπευσις εν τω συµβουλίω δεν δύναται ν’ ανατεθή εις πρόσωπα µη ανήκοντα εις το Συµβούλιον.
Άρθρο 22
“Το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον είναι αρµόδιον να αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας. “Πράξεις του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, ακόµη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού , δεσ µεύουν την εταιρεία απέναντι στους τρίτους, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή ώφειλε να την γνωρίζει. ∆εν συνιστά απόδειξη µόνη η τήρηση των διατυπώσεων δηµοσιότητας ως προς το καταστατικό της εταιρείας ή τις τροποποιήσεις του”. “2. Περιορισµοί της εξουσίας του ∆ιοικητικού Συµβουλίου από το καταστατικό ή από απόφαση του Γενικής Συνέλευσης, δεν αντιτάσσονται στους καλόπιστους τρίτους, ακόµη και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δηµοσιότητας”. “3. Το καταστατικό µπορεί να ορίζει θέµατα για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συµβουλίου µπορεί να ασκείται ολικά ή µερικά από ένα ή περισσότερα µέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους. Τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό εκπροσωπούν και δεσµεύουν την εταιρεία, καθώς και οι αρµοδιότητές τους ορίζονται από το διοικητικό συµβούλιο”.
Άρθρο 22Α
- Παν µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ευθύνεται έναντι της εταιρείας κατά την διοίκησιν των εταιρικών υποθέσεων διά παν αυτού πταίσµα. Ευθύνεται ιδία εάν ο ισολογισµός περιέχη παραλείψεις ή ψευδείς δηλώσεις αποκρυπτούσας την πραγµατικήν κατάστασιν της εταιρείας. 2. Η ευθύνη αύτη δεν υφίσταται εάν αποδείξη ότι κατέβαλε την επιµέλειαν του συνετού οικογενειάρχου. Τούτο δεν ισχύει διά τον ∆ιευθύνοντα Σύµβουλον της εταιρείας, υπόχρεον εις πάσαν επιµέλειαν. Ωσαύτως η ευθύνη αύτη δεν υφίσταται επί πράξεων ή παραλείψεων στηριζοµένων επί συννόµου αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως. 3. Παν µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου υποχρεούται εις αυστηράν τήρησιν των απορρήτων της επιχειρήσεως τα οποία κατέστησαν αυτώ γνωστά λόγω της ιδιότητος αυτού ως συµβούλου. 4. Η εταιρεία δύναται να παραιτηθή των προς αποζηµίωσιν αξιώσεών της ή να συµβιβασθή µετά πάροδον διετίας από της γενέσεως της αξιώσεως και µόνον εφ’ όσον συγκατατίθεται η γενική συνέλευσις και δεν αντιτίθεται µειοψηφία εκπροσωπούσα το 1/4 του εν τη συνελεύσει εκπροσωπουµένου εταιρικού κεφαλαίου. 5. Αι ως άνω αξιώσεις υπόκεινται εις τριετή παραγραφήν από της τελέσεως της πράξεως, εφ’ όσον δε πρόκειται περί ζηµίας εκ δόλου εις δεκαετή.
Άρθρο 22Β
“1. Οι αξιώσεις της εταιρείας κατά των µελών του διοικητικού συµβουλίου εκ της διοικήσεως των εταιρικών υποθέσεων ασκούνται υποχρεωτικά, εάν αποφασίσει τούτο η γενική συνέλευση µε απόλυτη πλειοψηφία ή ζητήσουν τούτο από το διοικητικό συµβούλιο µέτοχοι εκπροσωπούντες το ένα τρίτο (1/3) του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. Η αίτηση της µειοψηφίας λαµβάνεται υπόψη µόνο εάν βεβαιωθεί ότι οι αιτούντες έγιναν µέτοχοι τρείς (3) τουλάχιστον µήνες προ της αιτήσεως . Οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν απαιτούνται στην περίπτωση που η ζηµία οφείλεται σε δόλο των µελών του διοικητικού συµβουλίου”. 2. Η αγωγή δέον να εγερθή εντός εξ (6) µηνών από της ηµέρας της γενικής συνελεύσεως ή της υποβολής της αιτήσεως. 3. Προς διεξαγωγήν της δίκης η γενική συνέλευσις δύναται να διορίση ειδικούς εκπροσώπους. Εάν η ενάσκησις της αξιώσεως ζητήται από την µειοψηφίαν, ή εν περιπτώσει καθ’ ην η υπό της προηγουµένης παραγράφου καθοριζοµένη προθεσµία ήθελε παρέλθει άπρακτος , δύναται ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών της περιφερείας εις την οποίαν εδρεύει η εταιρεία, αιτήσει της µειοψηφίας, υποβαλλοµένη εντός µηνός από της λήξεως της εν τη προηγουµένη παραγράφω προθεσµίας, κατά την διαδικασίαν του άρθρου 634 της Πολιτικής ∆ικονοµίας να διορίση ειδικούς εκπροσώπους της εταιρείας προς διεξαγωγήν του δικαστικού αγώνος”.
Άρθρο 23
- Απαγορεύεται εις µετέχοντας οπωσδήποτε της διευθύνσεως της εταιρείας Συµβούλους ως και εις τους διευθυντάς αυτής να ενεργώσι κατ’ επάγγελµα άνευ αδείας της γενικής συνελεύσεως δι’ ίδιον λογαριασµόν ή διά λογαριασµόν τρίτων πράξεις υπαγοµένας εις τινα εκ των επιδιωκοµένων υπό της εταιρείας σκοπών και να µετέχωσιν ως οµόρρυθµοι εταίροι εταιρειών, επιδιωκουσών τοιούτους σκοπούς. 2. Εν περιπτώσει παραβάσεως της ανωτέρω διατάξεως, η εταιρεία δικαιούται εις αποζηµίωσιν, δυναµένη αντί ταύτης να απαιτήση, προκειµένου µεν περί πράξεων γενοµένων δι’ ίδιον του Συµβούλου ή του ∆ιευθυντού λογαριασµόν, όπως θεωρηθώσιν αι πράξεις αύται ως ενεργηθείσαι δια λογαριασµόν της εταιρείας, προκει µένου δε περί πράξεων γενο µένων υπό του Συµβούλου ή του ∆ιευθυντού δια λογαριασµόν τρίτων, όπως δοθή εις την εταιρείαν η εκ της µεσολαβήσεως αµοιβή ή εκχωρηθή προς αυτήν η επί της αµοιβής ταύτης απαίτησις. 3. Αι κατά το προηγούµενον εδάφιον απαιτήσεις της εταιρείας κατά Συµβούλων ή ∆ιευθυντών αυτής παραγράφονται µετά εν έτος αφ’ ης ανεκοινώθησαν εις συνεδρίασιν του ∆ιοικητικού Συµβουλίου υπό µέλους
αυτού ή εκοινοποιήθησαν προς την εταιρείαν υπό µετόχου. Η παραγραφή επέρχεται πάντως πέντε έτη µετά την ενέργειαν της απηγορευµένης πράξεως.
Άρθρο 23Α
“1. ∆άνεια της εταιρείας προς ιδρυτάς, µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, Γενικούς ∆ιευθυντάς ή ∆ιευθυντάς αυτής, συγγενείς αυτών µέχρι και του τρίτου βαθµού εξ αίµατος ή αγχιστείας συµπεριλαµβανοµένων, ή συζύγους των ανωτέρω ως και παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ’ οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους, απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα. “Επίσης, δάνεια της εταιρείας σε τρίτους, καθώς και η παροχή πιστώσεων σ’ αυτούς µε οποιονδήποτε τρόπο ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών µε σκοπό την απόκτηση από αυτούς µετοχών της εταιρείας, απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα”. 2. Οιαιδήποτε άλλαι συµβάσεις της εταιρείας µετά των άνω προσώπων είναι άκυροι άνευ προηγουµένης ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως των µετόχων . Η έγκρισις δεν παρέχεται αν εις την απόφασιν αντετάχθησαν µέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το 1/3 του εν τη συνελεύσει εκπροσωπουµένου µετοχικού κεφαλαίου. Η απαγόρευσις αύτη δεν ισχύει προκειµένου περί συµβάσεως µη εξερχοµένης των ορίων της τρεχούσης συναλλαγής της εταιρείας µετά των πελατών της. “3. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 ισχύει και προκειµένου για δάνεια ή πιστώσεις που χορηγούνται από θυγατρικές εταιρείες κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5, καθώς επίσης και από οµόρρυθµες εταιρείες, στις οποίες οµόρρυθµο µέλος είναι η ανώνυµη εταιρεία”. 4. Η παράβασις των διατάξεων του παρόντος άρθρου επάγεται τας ποινάς του άρθρου 58α”.
Άρθρο 24
“1. Πάσα επί των κερδών χορηγουµένη εις µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου αµοιβή, δέον να λαµβάνηται εκ του αποµένοντος υπολοίπου των καθαρών κερδών µετά αφαίρεσιν των κρατήσεων δια τακτικόν αποθεµατικόν και του απαιτουµένου ποσού προς διανοµήν του πρώτου µερίσµατος υπέρ των µετόχων, ίσου τουλάχιστον προς 6% επί του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. 2. Πάσα ετέρα, µη καθοριζοµένη κατά ποσόν υπό του Καταστατικού, χορηγουµένη δε εξ οιουδήποτε λόγου εις σύµβουλον αµοιβή ή αποζη µίωσις θεωρείται βαρύνουσα την εταιρείαν, µόνον, εάν εγκριθή δι’ ειδικής αποφάσεως της τακτικής Γενικής Συνελεύσεως. Αύτη δύναται να µειωθή υπό του ∆ικαστηρίου εάν κατ’ αγαθήν κρίσιν είναι υπέρογκος και αντετάχθησαν κατά της ληφθείσης αποφάσεως µέτοχοι εκπροσωπούντες το 1/10 του εταιρικού κεφαλαίου. 3. Η διάταξις της προηγου µένης παραγράφου δεν εφαρµόζεται προκειµένου περί αµοιβών οφειλοµένων εις µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου δι’ υπηρεσίας αυτών παρεχοµένας εις την εταιρείαν επί τη βάσει ειδικής σχέσεως µισθώσεως εργασίας ή εντολής”.
Άρθρο 25
Η Γενική Συνέλευσις συνέρχεται υποχρεωτικώς εν τη έδρα της εταιρείας τουλάχιστον άπαξ καθ’ εταιρικήν χρήσιν και εντός εξ (6) το πολύ µηνών από της λήξεως της χρήσεως ταύτης. “Εξαιρετικά επιτρέπεται να συνέρχεται η γενική συνέλευση και σε άλλο τόπο κείµενο στην ηµεδαπή, µετά από ειδική άδεια του Υπουργού Εµπορίου, στην οποία καθορίζονται και οι όροι υπό τους οποίους χορηγείται η άδεια. Η άδεια αυτή δεν απαιτείται, όταν στη συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται µέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του µετοχικού κεφαλαίου και κανείς µέτοχος δεν αντιλέγει στην πραγµατοποίηση της συνεδρίασης και στη λήψη αποφάσεων”.
Άρθρο 26
- Η Γενική Συνέλευσις, εξαιρέσει των επαναληπτικών Συνελεύσεων και των εξοµοιουµένων ταύταις, δέον να καλήται είκοσι τουλάχιστον ηµέρας, προ της οριζοµένης δια την συνεδρίασιν αυτής, υπολογιζο µένων και των εξαιρετέων ηµερών. Η ηµέρα της δηµοσιεύσεως της προσκλήσεως της γενικής συνελεύσεως και η ηµέρα της συνεδριάσεως αυτής δεν υπολογίζονται. “2. Η πρόσκληση της Γενικής Συνελεύσης, η οποία περιλαµβάνει τουλάχιστον το οίκηµα, τη χρονολογία και την ώρα της συνεδρίασης , καθώς και τα θέµατα της ηµερήσιας διάταξης µε σαφήνεια, τοιχοκολλείται σε εµφανή θέση του καταστήµατος της εταιρείας και δηµοσιεύεται ως εξής: α. στο τεύχος Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης της Εφηµερίδας της Κυβέρνησης , σύµφωνα µε το άρθρο 3 του από 16 Ιανουαρίου 1930 Π.∆ /τος “Περί ∆ελτίου Ανωνύµων Εταιρειών”. β. σε µιά ηµερήσια πολιτική εφηµερίδα που εκδίδεται στην Αθήνα και, κατά την κρίση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, έχει ευρύτερη κυκλοφορία σ’ ολόκληρη τη χώρα, που επιλέγεται από τις εφηµερίδες του άρθρου 3 του Ν.∆.3757/1957, όπως ισχύει, και “γ. Σε µία ηµερήσια οικονοµική εφηµερίδα από εκείνες που: (αα) εκδίδονται έξι (6) ηµέρες την εβδοµάδα και επί τρία (3) χρόνια συνεχώς ως καθαρά οικονοµικές εφηµερίδες, (ββ) έχουν κυκλοφορία τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) φύλλων την ηµέρα καθ’ όλη την τριετία και (γγ) πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Εµπορίου και Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης, προκειµένου για το χαρακτηρισµό εφηµερίδας ως οικονοµικής. Για τις οικονοµικές εφηµερίδες, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να δηµοσιεύουν προσκλήσεις, θα αποφασίζει ανά εξάµηνο ο Υπουργός Εµπορίου, µε βάση έγγραφο του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης, που θα βεβαιώνει τη συνδροµή, των κατά τα πιο πάνω εδάφια (αα), (ββ) και (γγ) προϋποθέσεων. “δ) Η πρόσκληση της Γενικής Συνελεύσεως των Ποδοσφαιρικών Ανωνύµων Εταιρειών δηµοσιεύεται και σε µία από τις η µερήσιες αθλητικές εφηµερίδες που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του α’ εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 3 του ν.δ. 3757/1957, όπως αυτό αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 του ν. 1044/1980 και συµπληρώθηκε µε το άρθρο 18 του ν. 1797/1988. Για τις αθλητικές εφηµερίδες, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να δη µοσιεύουν προσκλήσεις Γενικών Συνελεύσεων των Α.Ε., θα αποφασίζει κάθε έξι (6) µήνες ο Υπουργός Ανάπτυξης, µε βάση έγγραφο του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενη µέρωσης, που θα βεβαιώνει τη συνδροµή των πιο πάνω προϋποθέσεων”. «ε ) σε µία ηµερήσια ή εβδοµαδιαία τουλάχιστον εφηµερίδα, από εκείνες που εκδίδονται στην έδρα της και σε περίπτωση που δεν εκδίδεται εφηµερίδα στην περιοχή αυτή σε µια ηµερήσια ή εβδοµαδιαία τουλάχιστον εφηµερίδα από τις εκδιδόµενες στην πρωτεύουσα του νοµού στον οποίο η εταιρεία έχει την έδρα της. Εξαιρετικά αν η εταιρεία εδρεύει σε δήµο ή κοινότητα του Νοµού Αττικής, εκτός του ∆ήµου Αθηναίων, η πρόσκληση πρέπει να δηµοσιεύεται σε µια ηµερήσια ή εβδοµαδιαία τουλάχιστον εφηµερίδα από εκείνες που εκδίδονται στην έδρα της και σε περίπτωση που δεν εκδίδεται εφηµερίδα στην περιοχή αυτή σε ίδια ηµερήσια ή εβδοµαδιαία τουλάχιστον εφη µερίδα από τις εκδιδόµενες στην έδρα της νοµαρχίας, στην οποία υπάγεται η εταιρεία. Οι ηµερήσιες ή εβδοµαδιαίες τουλάχιστον εφηµερίδες πρέπει να εµπίπτουν στα κριτήρια του άρθρου 1 του ν.δ. 1263/1972 και του άρθρου 2 του ν. 4286/1963, αντίστοιχα, όπως αυτοί ισχύουν και να κυκλοφορούν ανελλιπώς το λιγότερο ως εβδοµαδιαίες για τρία (3) τουλάχιστον χρόνια». “3. Πρόσκληση για σύγκληση γενικής συνέλευσης δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία στη συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται µέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του µετοχικού κεφαλαίου και κανείς από αυτούς δεν αντιλέγει στην πραγµατοποίησή της και στη λήψη αποφάσεων”.
Άρθρο 26Α
- Αι Ελληνικαί Ανώνυµοι Εταιρείαι υποχρεούνται όπως υποβάλλωσιν εις το Υπουργείον του Εµπορίου είκοσι (20) τουλάχιστον πλήρεις ηµέρας προ πάσης Γενικής Συνελεύσεως των µετόχων αυτών κεκυρωµένον αντίγραφον της ηµερησίας αυτής διατάξεως µετ’ επεξηγη µατικής εκθέσεως των εν αυτή αναγραφοµένων θεµάτων και ενός αντιτύπου των φύλλων των εφηµερίδων εν αις εδηµοσιεύθη αύτη. Η πρόσκλησις επαναληπτικών Γενικών Συνελεύσεων ανακοινούται ως ανωτέρω προ δέκα τουλάχιστον πλήρων ηµερών. 2. Αι αυταί
ανώνυµοι εταιρείαι υποχρεούνται όπως µετά πάσαν Γενικήν Συνέλευσιν των µετόχων αυτών υποβάλλωσιν εις το Υπουργείον του Εµπορίου εντός είκοσι (20) ηµερών κεκυρωµένον αντίγραφον των πρακτικών αυτής . 3. Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται και αι κατά την διάρκειαν της εκκαθαρίσεως ανωνύµου εταιρείας συγκαλούµεναι Γενικαί Συνελεύσεις των µετόχων αυτής.
Άρθρο 27
“1. ∆έκα ηµέρες πριν από την τακτική Γενική Συνέλευση, κάθε µέτοχος µπορεί να πάρει από την εταιρεία τις ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις της, καθώς και οι σχετικές εκθέσεις του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και των ελεγκτών”. 2. Τεσσαράκοντα οκτώ ώρας προ πάσης Γενικής Συνελεύσεως δέον να τοιχοκολλάται εν εµφανεί θέσει του καταστήµατος της εταιρείας πίναξ των εχόντων δικαίωµα ψήφου κατά την γενικήν ταύτην συνέλευσιν µετόχων µετ’ ενδείξεως των τυχόν αντιπροσώπων αυτών, του αριθµού των µετόχων και ψήφων εκάστου και των διευθύνσεων των µετόχων και των αντιπροσώπων αυτών.
Άρθρο 28
- Ινα µετάσχη µέτοχός τις γενικής συνελεύσεως δέον να καταθέση τας µετοχάς αυτού εις το Ταµείον της Εταιρείας, εις το Ταµείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων ή παρ’ οιαδήποτε εν Ελλάδι ανωνύµω τραπεζιτική εταιρεία πέντε τουλάχιστον ηµέρας προ της ορισθείσης δια την συνεδρίασην της συνελεύσεως. «Νοµικά πρόσωπα, τηρουµένου του προηγούµενου εδαφίου, µετέχουν στη Γενική Συνέλευση ορίζοντας ως εκπροσώπους τους έως τρία φυσικά πρόσωπα.
- Το καταστατικόν δύναται να ορίζη και άλλα πρόσωπα, η δε πρόσκλησις της γενικής συνελεύσεως και τραπεζίτας εν τη αλλοδαπή, παρά τοις οποίοις είναι δυνατή η κατάθεσις των µετοχών. 3. Η προθεσµία της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου ισχύει και περί της καταθέσεως παρά τη εταιρεία των αποδείξεων καταθέσεων και των εγγράφων αντιπροσωπείας. 4. Μέτοχοι µη συµµορφωθέντες προς τας διατάξεις του άρθρου τούτου, µετέχουσι της γενικής συνελεύσεως µόνον µετ’ αδείαν αυτής. “5. Το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον υποχρεούται να καταχωρήση εις τον πίνακα των εχόντων δικαίωµα ψήφου κατά την γενικήν συνέλευσιν των µετόχων, τον προβλεπόµενον υπό του άρθρου 27 παρ. 2, πάντας τους µετόχους τους συµµορφωθέντας προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου”.
Άρθρο 29
- Η Γενική Συνέλευσις ευρίσκεται εν απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως επί των θεµάτων της ηµερησίας διατάξεως, όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύωνται κατ’ αυτήν µέτοχοι εκπροσωπούντες το 1/5 τουλάχιστον του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. 2. Μη συντελεσθείσης τοιαύτης απαρτίας, η γενική συνέλευσις συνέρχεται εκ νέου εντός είκοσι ηµερών από της χρονολογίας της µαταιωθείσης συνεδριάσεως προσκαλουµένη προ δέκα τουλάχιστον ηµερών, ευρίσκεται δε κατά την επαναληπτικήν ταύτην συνεδρίαν εν απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως επί των θεµάτων της αρχικής ηµερησίας διατάξεως, οιονδήποτε και αν είναι το κατ ‘ αυτήν εκπροσωπούµενον τ µήµα του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. «3. Εξαιρετικά προκειµένου για αποφάσεις που αφορούν στη µεταβολή της εθνικότητας της εταιρείας, σε µεταβολή του αντικειµένου της επιχείρησης αυτής, σε επαύξηση των υποχρεώσεων των µετόχων, σε αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου µη προβλεπόµενη από το Καταστατικό, σύµφωνα µε το άρθρο 13 (παρ. 1 και 2) ή επιβαλλόµενη από διατάξεις νόµων ή γενόµενη µε κεφαλαιοποίηση αποθε µατικών, σε µείωση του µετοχικού κεφαλαίου, σε µεταβολή του τρόπου διάθεσης των κερδών, σε συγχώνευση, διάσπαση, µετατροπή, αναβίωση, παράταση της διάρκειας ή διάλυση της εταιρείας, παροχή ή ανανέωση εξουσίας προς το ∆ιοικητικό Συµβούλιο για αύξηση του µετοχικού κεφαλαίου, .σύµφωνα µε το άρθρο 13 παρ, 1, η συνέλευση ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα επί των θεµάτων της
ηµερήσιας διάταξης όταν παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται κατ΄ αυτήν µέτοχοι εκπροσωπούντες τα δύο τρίτα (2/3) του καταβεβληµένου µετοχικού κεφαλαίου.» 4. Μη συντελεσθείσης τοιαύτης απαρτίας, η γενική συνέλευσις προσκαλείται και συνέρχεται εκ νέου κατά τας διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος, ευρίσκεται δ’ εν απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως επί των θεµάτων της αρχικής ηµερησίας διατάξεως, όταν εκπροσωπήται κατ’ αυτήν το 1/2 τουλάχιστον του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. Μη συντελεσθείσης και της απαρτίας ταύτης η συνέλευσις προσκαλουµένη και συνερχοµένη κατά τ’ ανωτέρω, ευρίσκεται εν απαρτία και συνεδριάζει εγκύρως επί των θεµάτων της αρχικής ηµερησίας διατάξεως όταν εκπροσωπήται κατ’ αυτήν το 1/3 τουλάχιστον του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. “5. Το καταστατικό µπορεί να ορίζει και άλλα θέµατα, στα οποία για τη λήψη αποφάσεων απαιτείται η απαρτία που προβλέπεται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου”. “6. Το καταστατικό µπορεί να ορίζει για όλα ή συγκεκριµένα θέµατα µεγαλύτερα ποσοστά απαρτίας από τα προβλεπόµενα στις παραγράφους 1 και 3, 4 και 5 αντίστοιχα, του παρόντος άρθρου. Η προβλεποµένη απαρτία για τα θέµατα της παραγράφου 1 δεν µπορεί να ταυτίζεται ή να είναι µεγαλύτερη από εκείνη των παραγράφων 3, 4 και 5. Σε καµµία περίπτωση δεν µπορεί να απαιτείται η εκπροσώπηση στη γενική συνέλευση του συνόλου του µετοχικού κεφαλαίου”.
Άρθρο 30
“1. Πάσα µετοχή παρέχει δικαίωµα ψήφου. Πάντα τα εκ της µετοχής δικαιώµατα των µετόχων, επιφυλασσοµένων των διατάξεων του άρθρου 3 του παρόντος, είναι υποχρεωτικώς ανάλογα προς το υπό της µετοχής αντοπροσωπευόµενον ποσοστόν του κεφαλαίου. 2. Παραλείπεται ως µη ισχύουσα.
Άρθρο 30Α
“1. Η σύµβασις µεταξύ του παρασχόντος δικαίωµα ενεχύρου επί µετοχής Ανωνύµου Εταιρείας και του ενεχυρούχου πιστωτού, καταρτιζοµένη συγχρόνως µετά της ενεχυριακής συµβάσεως ή µεταγενεστέρως, δια της οποίας συµφωνείται ότι το εκ της µετοχής δικαίωµα ψήφου ανήκει εις τον ενεχυρούχον δανειστήν, είναι έγκυρος, αν δεν απαγορεύεται υπό του καταστατικού κατά την αρχικήν αυτού µορφήν ή ως µεταγενεστέρως προ της συνάψεως της ως άνω συµβάσεως ετροποποιήθη . 2. Σύµβασις µεταξύ του επικαρπωτού και του κυρίου µετοχής Ανωνύµου Εταιρείας, δια της οποίας συµφωνείται ότι το εκ της µετοχής δικαίωµα ψήφου ανήκει εις τον κύριον, είναι έγκυρος, υπό την προϋπόθεσιν της προηγουµένης παραγράφου”.
Άρθρο 30Β
“Τράπεζαι δύνανται να ψηφίζουν διά µετοχών µη ανηκουσών εις αυτάς εάν είναι εξουσιοδοτηµέναι δι’ εγγράφου. Το έγγραφον δέον να είναι πλήρως συµπεπληρωµένον κατά τον χρόνον της εκδόσεως. Η παρεχοµένη εξουσιοδότησις είναι ελευθέρως ανακλητή, δεν δύναται δε να δοθή δια χρονικόν διάστηµα µείζον των 15 µηνών”.
Άρθρο 31
- Αι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως λαµβάνονται κατ’ απόλυτον πλειοψηφίαν των εν αυτή εκπροσωπου µένων ψήφων. “2. Κατ’ εξαίρεση, οι αποφάσεις που προβλέπονται από τις παρ. 3 και 5 του άρθρου 29 λαµβάνονται µε πλειοψηφία των των σύο τρίτων (2/3) των ψήφων που εκπροσωπούνται στη συνέλευση”. “3. Το καταστατικό µπορεί να ορίζει ότι για όλες ή συγκεκριµένες αποφάσεις των παραγράφων 1 και 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 29, απαιτούνται µεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που προβλέπονται, αντίστοιχα, στις
παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου”. “4. Η πρόβλεψη αυξηµένης πλειοψηφίας για τα θέµατα της παραγράφου 1, δεν µπορεί να ταυτίζεται ή να είναι µεγαλύτερη από εκείνη που προβλέπεται για τη λήψη αποφάσεων για τα θέµατα των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 29. Σε καµµία περίπτωση δεν µπορεί να απαιτείται πλειοψηφία ίση µε το σύνολο των εκπροσωπούµενων στη γενική συνέλευση µετοχών”.
Άρθρο 32
- Αι κατά τας συνελεύσεις συζητήσεις και αποφάσεις καταχωρίζονται εν περιλήψει εις ειδικόν βιβλίον. Αιτήσει µετόχου, ο Πρόεδρος της συνελεύσεως υποχρεούται να καταχωρήση εις τα πρακτικά ακριβή περίληψιν της γνώµης αυτού. Εν τω αυτώ βιβλίω καταχωρίζεται και κατάλογος των παραστάντων ή αντιπροσωπευθέντων κατά την γενικήν συνέλευσιν µετόχων, συντεταγµένος συµφώνως τω άρθρω 27 παραγρ.2. “2. Εάν εις την συνέλευσιν παρίσταται εις µόνον µέτοχος ταύτην παρακολουθεί αντιπρόσωπος του Υπουργού Εµπορίου, ή Συµβολαιογράφος της έδρας της εταιρείας, όστις προσυπογράφει τα πρακτικά της συνελεύσεως”.
Άρθρο 33
Η Γενική Συνέλευσις των µετόχων είναι το ανώτατον όργανον της εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζη περί πάσης εταιρικής υποθέσεως, των αποφάσεων αυτής υποχρεουσών και απόντας ή διαφωνούντας µετόχους.
Άρθρο 34
- Η γενική συνέλευσις είναι µόνη αρµοδία ν’ αποφασίζη περί: α) τροποποιήσεων του καταστατικού, ως τοιούτων θεωρουµένων πάντως και των αυξήσεων ή µειώσεων του εταιρικού κεφαλαίου. Αι περί τροποποιήσεως του καταστατικού αποφάσεις είναι έγκυροι, εφ’ όσον δεν απαγορεύονται διά ρητής διατάξεως του καταστατικού. β) εκλογής µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και ελεγκτών. γ) εγκρίσεως του ισολογισµού της εταιρείας. δ) διαθέσεως των ετησίων κερδών. (“ε) εκδόσεως δανείου δι’ οµολογιών”). “ε” (στ) συγχώνευσης, διάσπασης, µετατροπής , αναβίωσης, παράτασης της διάρκειας ή διάλυσης της εταιρείας και ” “στ” (ζ) περί διορισ µού εκκαθαριστών. 2. Εις τας διατάξεις της προηγουµένης παραγράφου δεν υπάγονται: “α) Οι κατά το άρθρο 13 (παρ. 1 και 2) του παρόντος αποφασιζό µενες από το διοικητικό συµβούλιο ή τη γενική συνέλευση αυξήσεις κεφαλαίου, καθώς και οι επιβαλλόµενες από τις διατάξεις άλλων νόµων”. β) Η κατά το καταστατικόν συµπλήρωσις του αριθµού των µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου µέχρι της πρώτης τακτικής γενικής συνελεύσεως και γ) Η κατά το καταστατικόν εκλογή προσωρινών µέχρι της συνεδρίας γενικής συνελεύσεως συµβούλων εις αντικατάστασιν παραιτηθέντων, αποθανόντων ή οπωσδήποτε άλλως γενοµένων εκπτώτων. “δ) Η κατά το άρθρο 78 του παρόντος απορρόφηση ανώνυµης εταιρείας από άλλη ανώνυµη εταιρεία που κατέχει το 100% των µετοχών της”.
Άρθρο 35
- Μετά την ψήφισιν του ισολογισµού η γενική συνέλευσις αποφαίνεται δι’ ειδικής ψηφοφορίας , ενεργου µένης δι’ ονοµαστικής κλήσεως, περί απαλλαγής του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και των ελεγκτών από πάσης ευθύνης αποζηµιώσεως. ” Η απαλλαγή αύτη καθίσταται ανίσχυρος εις τας περιπτώσεις του άρθρου 22α”. 2. Της ψηφοφορίας περί απαλλαγής του ∆ιοικητικού Συµβουλίου δικαιούνται να µετάσχωσι τα µέλη αυτού µόνον δια των µετοχών, ων είναι κύριοι. Το αυτό ισχύει και περί των υπαλλήλων της εταιρείας.
Άρθρο 35Α
“1. Αι αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως είναι άκυροι και όταν: α) ελήφθησαν κατά παράβασιν των περί συγκροτήσεως των γενικών συνελεύσεων ή των περί απαρτίας και πλειοψηφίας διατάξεων ή β) δια του περιεχοµένου των θίγουν διατάξεις του καταστατικού τειθεµένας αποκλειστικώς ή κυρίως προς προστασίαν των δανειστών της εταιρείας. 2. Ακυρότης των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως δι’ οιονδήποτε λόγον δεν δύναται να αντιταχθή µετά πάροδον διετίας από της υποβολής εις το Υπουργείον Εµπορίου του αντιγράφου των πρακτικών της γενικής συνελεύσεως καθ’ ην ελήφθη η απόφασις”.
Άρθρο 35Β
“1. Απόφασις Γενικής Συνελεύσεως , δι’ ης απορρίπτεται αίτησις παροχής πληροφορίας, οφειλοµένης κατά τας διατάξεις του παρόντος ή του Καταστατικού, δύναται να ακυρωθή υπό του ∆ικαστηρίου . 2. Απόφασις Γενικής Συνελεύσεως δι ‘ ης ενεκρίθη ο Ισολογισµός δύναται να ακυρωθή υπό του ∆ικαστηρίου, εάν παρά τας διατάξεις του νόµου ή του καταστατικού ή εις κλίµακα µη εµπορικώς δικαιολογηµένην, σχηµατίζωνται δι’ αυτού αποθεµατικά, διενεργούνται αποσβέσεις, εµφανίζωνται περιουσιακά στοιχεία εις αξίαν διάφορον της συννόµου τοιαύτης ή γενικώτερον ενεργήται απόκρυψις κερδών, µε αποτελέσµα την µη διανοµήν του υπό του καταστατικού οριζοµένου πρώτου µερίσµατος και εφ’ όσον ζητήσουν τούτο µέτοχοι εκπροσωπούντες το 1/20 του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. 3. Ακυρουµένης της αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως δια τους εν τη προηγουµένη παραγράφω λόγους, το δικαστήριον διά της αυτής αποφάσεως καθορίζει τας επενεκτέας εν τω ισολογισµώ µεταβολάς. Τελεσιδίκου καταστάσης της αποφάσεως , το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον υποχρεούται αµελλητί, εις την βάσει ταύτης αναπροσαρµογήν του Ισολογισµού και καθορισµού του διανεµητέου µερίσµατος”.
Άρθρο 35Γ
- Την ακύρωσιν της αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως δικαιούνται να ζητήσουν: α) Μέτοχοι εκπροσωπούντες το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου, εάν παρέστησαν εις την Γενικήν Συνέλευσιν και αντετάχθησαν εις την ληφθείσαν απόφασιν ή εάν παρά τον νόµον απεκλείσθησαν από της Γενικής Συνελεύσεως ή, εάν η συνέλευσις δεν συνεκλήθη ως έδει, β) το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον, γ) παν µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, εάν διά της εκτελέσεως της αποφάσεως ήθελεν εκτεθή εις ποινικήν δίωξιν ή υποχρέωσιν προς αποζηµίωσιν. 2. Η προς ακύρωσιν αγωγή στρεφοµένη κατά της εταιρείας δέον να εγερθή εντός προθεσµίας εξ (6) µηνών από της υποβολής εις το Υπουργείον Εµπορίου του αντιγράφου των πρακτικών της Γενικής Συνελεύσεως καθ ‘ ην ελήφθη η απόφασις . Η κηρύττουσα την ακυρότητα απόφασις ενεργεί έναντι πάντων. Εάν η αγωγή εγερθή υπό του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή µέλους αυτού, ο Πρόεδρος Πρωτοδικών της περιφερείας εις την οποίαν εδρεύει η εταιρεία διορίζει κατά την διαδικασίαν του άρθρου 634 της Πολιτικής ∆ικονοµίας επί τη αιτήσει του έχοντος έννοµον συµφέρον ειδικόν εκπρόσωπον της εταιρείας προς διεξαγωγήν του δικαστικού αγώνος. 3. Εις τας περιπτώσεις των άρθρων 35β παρ. 2 και 3 και 35γ δέον όπως οι αιτούντες την ακύρωσιν µέτοχοι τηρώσι κατατεθειµένας παρά τω Ταµείω Παρακαταθηκών και ∆ανείων, τη Τραπέζη της Ελλάδος ή οιαδήποτε άλλη ανεγνωρισµένη Ελληνική Τραπέζη τας παρεχούσας εις αυτούς το δικαίω µα αιτήσεως ακυρώσεως µετοχάς µέχρι της οριστικής αποφάσεως του ∆ικαστηρίου. Το ∆ικαστήριον δύναται να διατάξη και την προ ταύτης απόδοσιν των µετοχών επί παροχή ή και άνευ εγγυήσεως”.
Άρθρο 36
“1. Προκειµένου να ληφθεί έγκυρα απόφαση από τη Γενική Συνέλευση σχετικά µε τους ετήσιους λογαριασµούς (ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις ), αυτοί θα πρέπει να έχουν ελεγχθεί προηγουµένως από δύο τουλάχιστον ελεγκτές. Οι ανώνυµες εταιρείες, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια της παρ. 6 του άρθρου 42α, εκλέγουν υποχρεωτικά τους ελεγκτές τους από τους Ορκωτούς Λογιστές του Σώµατος Ορκωτών Λογιστών του Ν.∆.3329/1955 ” Περί συστάσεως Σώµατος Ορκωτών Λογιστών ” (ΦΕΚ Α’ 230/1955), σύµφωνα µε τις σχετικές διατάξεις της νοµοθεσίας που ισχύουν κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, οι εταιρείες, για τον τακτικό τους έλεγχο, έχουν τη δυνατότητα , αντί δύο ελεγκτών, να εκλέγουν έναν µόνο Ορκωτό Λογιστή. Οι διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 42α εφαρµόζονται αναλόγως”. 2. Οι ελεγκταί ούτοι, ως και ισάριθµοι αναπληρω µατικοί, ορίζονται πάντοτε υπό της προηγουµένης τακτικής Γενικής Συνελεύσεως, πλήν των ελεγκτών της πρώτης εταιρικής χρήσεως, οίτινες δύνανται να ονοµασθώσιν εν τω καταστατικώ ή να ορισθώσιν υπό εκτάκτου Συνελεύσεως, συγκαλουµένης εντός τριµήνου από της συστάσεως της εταιρείας. “Εις ας εταιρείας έχει επεκταθή ο θεσµός των ορκωτών λογιστών, τούτους εκλέγει η Γενική Συνέλευσις εκ καταλόγου εξ εξ (6) τουλάχιστον ορκωτών λογιστών, χορηγου µένου υπό του Εποπτικού Συµβουλίου του Σώµατος πέντε τουλάχιστον ηµέρας προ της Γενικής Συνελεύσεως”. «3. Οι ελεγκτές αµείβονται πάντοτε από την εταιρία. Το ποσό της αµοιβής τους ορίζεται µε την απόφαση της γενικής συνέλευσης που τους διορίζει . Ποσοστό της αµοιβής των ελεγκτών παρακρατείται και αποδίδεται στο Οικονο µικό Επιµελητήριο Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.). Το ελάχιστο όριο της αµοιβής των ελεγκτών, καθώς και το ποσοστό της παρακράτησης και η διαδικασία απόδοσής του στον Ο.Ε.Ε. καθορίζονται µε απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονοµίας και Ανάπτυξης ύστερα από γνώµη της Κεντρικής ∆ιοίκησης του Οικονοµικού Επιµελητηρίου Ελλάδος. Η αµοιβή των ορκωτών ελεγκτών καθορίζεται µε τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 18 του ν. 2231/1994 (ΦΕΚ 139 Α?)». 4. Εντός πέντε η µερών από της συνεδριάσεως της ορισάσης τους ελεγκτάς Γενικής Συνελεύσεως, δέον να γίνη υπό της εταιρείας η ανακοίνωσις προς αυτούς του διορισµού των, εν περιπτώσει δε καθ’ ην δεν αποποιηθώσι τον διορισ µόν τούτον, εντός πενθηµέρου προθεσµίας, θεωρούνται ως αποδεχθέντες και έχουσι πάσας τας εκ του άρθρου 37 ευθύνας και υποχρεώσεις . “Αι αυταί ως άνω Ασφαλιστικαί Εταιρείαι (αλλοδαπαί) υπόκεινται εις την αρµοδιότητα των Ελληνικών ∆ικαστηρίων και εις τον κατά τας διατάξεις του άρθρου 36 του Ν. 2190/1920 “περί Ανωνύµων Εταιρειών “, ως ετροποποιήθη µεταγενεστέρως και του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.∆. 3329/1955 “περί συστάσεως Σώµατος Ορκωτών Λογιστών” λογιστικόν έλεγχον δια τας εν Ελλάδι εργασίας των”.
Άρθρο 36Α
“1. Οταν, σύµφωνα µε τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, δεν προβλέπεται η διενέργεια ελέγχου ανώνυµης εταιρείας από ορκωτό ελεγκτή, ο έλεγχος διενεργείται από ελεγκτές πτυχιούχους ανωτάτων σχολών, που έχουν άδεια άσκησης οικονοµολογικού επαγγέλµατος από το Οικονοµικό Επιµελητήριο Ελλάδος, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ/τος 475/1991 (ΦΕΚ 176 Α’). 2. Οι κατά τα ανωτέρω ελεγκτές δύνανται να επαναδιορίζονται, όχι όµως για περισσότερες από πέντε εταιρικές χρήσεις”.
Άρθρο 37
“1. Οι ελεγκταί οφείλουσι κατά την διάρκειαν της χρήσεως να παρακολουθώσι την λογιστικήν και διαχειριστικήν κατάστασιν της εταιρείας δικαιούµενοι να λαβώσι γνώσιν οιουδήποτε βιβλίου, λογαριασµού ή εγγράφου περιλαµβανοµένων και των πρακτικών της Γενικής Συνελεύσεως και του ∆ιοικητικού Συµβουλίου. Υποχρεούνται όπως προβαίνωσιν εις πάσαν αναγκαίαν υπόδειξιν προς το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον, εν περιπτώσει δε παραβάσεως των διατάξεων του Νόµου ή του καταστατικού αναφέρωνται εις τον ασκούντα την εποπτείαν Υπουργόν του Εµπορίου. Μετά την λήξιν της χρήσεως υποχρεούνται να ελέγξωσι τον Ισολογισµόν και τον λογαριασµόν αποτελεσµάτων χρήσεως υποβάλλοντες προς την
τακτικήν γενικήν συνέλευσιν έκθεσιν περί του πορίσµατος του ελέγχου αυτών. Εκ της εκθέσεως ταύτης δέον προκύπτη σαφώς, µετ’ έλεγχον της ακριβείας και νοµι µότητος των εγγραφών εις τα βιβλία της επιχειρήσεως, εάν ο Ισολογισµός απεικονίζη την οικονοµικήν κατάστασιν της επιχειρήσεως κατά την ηµεροµηνίαν της λήξεως της ελεγχθείσης χρήσεως, ο δε λογαριασ µός αποτελεσµάτων χρήσεως τα προκύψαντα κατ’ αυτήν αποτελέσµατα. Ειδικώτερον, η έκθεσις των ελεγκτών οφείλει να αναφέρη α) εάν παρεσχέθησαν εις αυτούς αι πληροφορίαι, ων είχον ανάγκην προς εκτέλεσιν του έργου των, β) εάν έλαβον γνώσιν πλήρους απολογισµού των εργασιών των υποκαταστηµάτων, εφ’ όσον υπάρχουν τοιαύτα, γ) εάν προκειµένου περί βιοµηχανικής εταιρείας τηρήται κανονικώς λογαριασµός κόστους παραγωγής και δ) εάν επήλθε τροποποίησις εις την µέθοδον της απογραφής εν σχέσει προς την προηγουµένην χρήσιν”. 2. Οι ελεγκταί οφείλουσι να παρίστανται εν τη Γενική Συνελεύσει και να παρέχωσι πάσαν πληροφορίαν , σχετικήν προς τον παρ’ αυτών ενεργηθέντα έλεγχον. “3. Οι ελεγκταί ευθύνονται κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων των διά παν πταίσµα, υποχρεούµενοι εις αποζηµίωσιν της εταιρείας. Η εκ του παρόντος ευθύνη δεν δύναται να αποκλεισθή ή τροποποιηθή. Η αξίωσις της εταιρείας παραγράφεται µετά διετίαν”. “4. ∆εν µπορούν να ορισθούν ελεγκτές εταιρείας, πρόσωπα από τα αναφερόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 του παρόντος, υπάλληλοι της εταιρείας ή εξηρτηµένης προς αυτήν εταιρείας, δηµόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, τραπεζών και επιχειρήσεων κοινής ωφελείας”.
Άρθρο 37Α
KEΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ: ΕΛΕΓΚΤΑΙ ΚΑΙ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ Ανώνυµοι εταιρείαι προσλαµβάνουσαι τους κατά τα άρθρα 36 και επ. του παρόντος ελεγκτάς αυτών εξ ορκωτών λογιστών απολαύουσι των κατωτέρω πλεονεκτηµάτων: α) Επί των εταιρειών τούτων δικαίωµα όπως ζητήσωσι τον έλεγχον κατά το άρθρον 39α παρ.1 εν συνδυασµώ προς το άρθρον 40 εδαφ. α ‘ του παρόντος έχουσι µέτοχοι αντιπροσωπεύοντες τουλάχιστον το 1/10 του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. β) “Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ” δύναται να ζητήση τον άνω έλεγχον δι’ αποφάσεως αυτής λαµβανοµένης ουχί δια της πλειοψηφίας αυτής, ως εν άρθρω 40 εδαφ. β’, αλλά δια πλειοψηφίας των 3/4 των µελών αυτής. γ) Ο Υπουργός του Εµπορίου δικαιούται να ζητήση τον αυτόν ως άνω έλεγχον, αλλά µετά γνώµην της Επιτροπής Ανωνύµων Εταιρειών.
Άρθρο 38
- Οι ελεγκταί δικαιούνται δι’ αιτήσεως αυτών προς τον Πρόεδρον του ∆ιοικητικού Συµβουλίου να ζητήσωσι την σύγκλησιν εκτάκτου γενικής συνελεύσεως . 2. Η Συνέλευσις αύτη συγκαλείται υποχρεωτικώς υπό του ∆ιοικητικού Συµβουλίου εντός δέκα η µερών από της επιδόσεως της αιτήσεως προς τον Πρόεδρον αυτού, έχει δε ως αντικείµενον ηµερησίας διατάξεως το εν τη αιτήσει περιεχόµενον.
Άρθρο 39
- Αιτήσει µετόχων, εκπροσωπούντων το εν εικοστόν του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου, το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον υποχρεούται ίνα συγκαλή έκτακτον γενικήν συνέλευσιν των µετόχων, ορίζον ηµέραν συνεδρίας αυτής, µη απέχουσαν περισσότερον των τριάκοντα ηµερών από της χρονολογίας της επιδόσεως της αιτήσεως προς τον Πρόεδρον του ∆ιοικητικού Συµβουλίου. 2. Η αίτησις περιέχει το αντικείµενον της ηµερησίας διατάξεως. “3. Με αίτηση µετόχου ή µετόχων που εκπροσωπούν το ενα εικοστό (1/20) του καταβεβληµένου µετοχικού κεφαλαίου, ο πρόεδρος της συνέλευσης υποχρεούται να αναβάλει µία µόνο φορά τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση, τακτική ή έκτακτη, για όλα ή ορισµένα θέµατα, ορίζοντας ηµέρα συνέχισης της συνεδρίασης, αυτήν που
ορίζεται στην αίτηση των µετόχων, η οποία όµως δεν µπορεί να απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ηµέρες από τη χρονολογία της αναβολής. Η µετ’ αναβολή γενική συνέλευση αποτελεί συνέχιση της προηγούµενης και δεν απαιτείται η επανάληψη των διατυπώσεων δηµοσίευσης της πρόσκλησης των µετόχων, σε αυτήν δε, µπορούν να µετάσχουν και νέοι µέτοχοι, τηρουµένων των διατάξεων των άρθρων 27 παρ. 2 και 28″. “4. Αιτήσει µετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου, υποβαλλοµένη εις την εταιρείαν πέντε πλήρεις ηµέρας προ της τακτικής Γενικής Συνελεύσεως, το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον υποχρεούται: α) ν’ ανακοινοί εις την Γενικήν Συνέλευσιν των µετόχων τα ποσά άτινα κατά την τελευταίαν διετίαν κατεβλήθησαν δι’ οιανδήποτε αιτίαν υπό της εταιρείας εις µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή τους ∆ιευθυντάς ή άλλους υπαλλήλους αυτής, ως και πάσαν άλλην παροχήν προς τα πρόσωπα ταύτα ή πάσαν εξ οιασδήποτε αιτίας υφισταµένην σύµβασιν της εταιρείας µετ’ αυτών, β) να παρέχει τας αιτουµένας συγκεκριµένας πληροφορίας περί των υποθέσεων της εταιρείας καθ’ ο µέτρον είναι αύται χρήσιµοι δια την πραγµατικήν εκτίµησιν των θεµάτων της ηµερησίας διατάξεως. Το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον δύναται ν’ αρνηθή την παροχήν των αιτουµένων πληροφοριών ένεκα αποχρώντος λόγου, της αιτιολογίας αναγραφο µένης εις τα πρακτικά”. “5. Αιτήσει µετόχων εκπροσωπούντων το 1/3 του καταβεβλη µένου εταιρικού κεφαλαίου υποβαλλοµένη εις την εταιρείαν εντός της προθεσµίας της προηγουµένης παραγράφου και εφ’ όσον ούτοι δεν εκπροσωπούνται εν τω ∆ιοικητικώ Συµβουλίω, το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον υποχρεούται να παράσχη προς αυτούς κατά την γενικήν συνέλευσιν ή εάν προτιµά προ ταύτης εις εκπρόσωπον αυτών, πληροφορίας περί της πορείας των εταιρικών υποθέσεων και της περιουσιακής καταστάσεως της εταιρείας. Το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον δύναται ν’ αρνηθή ένεκα αποχρώντος ουσιώδους λόγου, της αιτιολογίας αναγραφοµένης εις τα πρακτικά “. “6. Στις περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 και της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, τυχόν αµφισβήτηση ως προς το βάσιµο ή µη της αιτιολογίας άρνησης παροχής των πληροφοριών, επιλύεται από το µονοµελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, µε απόφασή του, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων. Με την ίδια απόφαση το δικαστήριο υποχρεώνει και την εταιρεία να παράσχει τις πληροφορίες που αρνήθηκε”. “7. Αιτήσει µετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου, η λήψις αποφάσεως επί τινός θέµατος της ηµερησίας διατάξεως γενικής συνελεύσεως ενεργείται δι’ ονοµαστικής κλήσεως”. “8. Εις απάσας τας άνω περιπτώσεις των παραγράφων 1-5 οι αιτούντες µέτοχοι οφείλουσι να τηρήσωσι κατατεθειµένας, συµφώνως προς το άρθρον 28 του παρόντος, τας παρέχουσας αυτοίς τα ανωτέρω δικαιώ µατα µετοχάς αυτών από της χρονολογίας της επιδόσεως της αιτήσεώς των µέχρι της συνεδριάσεως της γενικής συνελεύσεως, εις δε τας περιπτώσεις της παραγράφου 6 µέχρις εκδόσεως της αποφάσεως του Προέδρου”. “9. Το καταστατικόν δύναται να µειώση, ουχί όµως πέραν του ηµίσεος, τα απαιτούµενα δια την άσκησιν των εις τας ανωτέρω παραγράφους 4 και 5 δικαιω µάτων ποσοστά του καταβεβλη µένου εταιρικού κεφαλαίου”. ” Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 39 του Κωδ. Ν. 2190/1920 δεν εφαρ µόζεται στις Γενικές Συνελεύσεις Τραπεζικών και άλλων ανωνύµων εταιρειών του άρθρου 9 του Ν. 1232/1982 που συνήλθαν εντός της οριζόµενης από το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 1232/1982 προθεσµίας για τη λήψη αποφάσεως περί εκλογής νέων µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου τους, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 1232/1982 η περί επικυρώσεως εκλογής µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου τους σε αντικατάσταση παραιτηθέντων, αποβιωσάντων ή κηρυχθέντων εκπτώτων. Εκκρεµείς δίκες κάθε βαθ µού που αφορούν αµφισβήτηση εγκυρότητας των παραπάνω γενικών συνελεύσεων λόγω µη τηρήσεως της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 39 του Κωδ. Ν. 2190/1920 καταργούνται. ∆ικαστικές αποφάσεις που αφορούν τέτοια αµφισβήτηση παραµένουν σε ισχύ αν κατά τη δηµοσίευση του παρόντος είχαν καταστεί αµετάκλητες”. “Επί ανωνύ µων εταιρειών, των οποίων οι µετοχές ανήκουν κατά ποσοστό άνω του 50% στον Ο. Α.Ε. ή σε κρατικούς φορείς του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982, όπως αρχικώς ίσχυσε , η προθεσµία υποχρεωτικής σύγκλησης έκτακτης γενικής συνέλευσης του άρθρου 39 του Ν. 2190/1920 είναι δέκα ηµερών και ως τόπος συνεδρίασης της συνέλευσης αυτής δύναται να ορίζονται τα γραφεία της έδρας µετόχων, που εκπροσωπούν άνω του ηµίσεος του µετοχικού κεφαλαίου”.
Άρθρο 39Α
- Η άσκησις του ελέγχου επί των Ελληνικών Ανωνύµων Εταιρείων ως και των εν Ελλάδι υποκαταστηµάτων και πρακτορείων των αλλοδαπών ανωνύµων εταιρειών, όσον αφορά την συµφώνως προς τους νόµους, το καταστατικόν και τας αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως κατάρτισιν του Ισολογισµού και οικονοµικήν εν γένει διαχείρισιν και λειτουργίαν αυτών, γίνεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 40, 40α, 40β, 40γ, 40δ και 40ε. 2. Η λοιπή αρµοδιότης ελέγχου, περί ου τα άρθρα 51 – 53 του παρόντος παραµένει εις τον Υπουργόν του Εµπορίου δυνάµενον, οσάκις κρίνει αναγκαίον, να ασκήση αυτόν δια των αρµοδίων υπαλλήλων του Υπουργείου τούτου ή των κατά το άρθρον 40β του παρόντος ελεγκτών ανωνύµων εταιρειών. “3. “Αρµόδιοι υπάλληλοι της προηγούµενης παραγράφου νοούνται οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εµπορίου, ως και οι υπάλληλοι των νοµαρχιακών αυτοδιοικήσεων, που υπηρετούν στις αρµόδιες υπηρεσίες ανωνύµων εταιρειών και εµπορίου, οριζόµενοι µε απόφαση του Υπουργού Εµπορίου, κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ που συµπληρώνουν οκταετή υπηρεσία και κατηγορίας ∆Ε που συµπληρώνουν δεκαεπταετή υπηρεσία και είναι κάτοχοι τουλάχιστον απολυτηρίου λυκείου ή εξαταξίου γυµνασίου”. Η αµοιβή των ελεγκτών της παραγράφου αυτής καθορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Εµπορίου που καταβάλλεται υποχρεωτικά από την εταιρεία στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος”. “4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Οικονοµικών και Εµπορίου συνιστάται ειδικός λογαριασµός στην Τράπεζα της Ελλάδος, στον οποίο περιέρχονται τα έσοδα από ειδική εισφορά ποσοστού επτά τοις εκατό (7%), που επιβάλλεται επί των τελών δηµοσιεύσεως στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως των πράξεων και στοιχείων των ανωνύ µων εταιρειών που υπόκεινται σε δηµοσιότητα , σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 7α του κωδ. ν. 2190/1920, υπέρ των υπαλλήλων του Υπουργείου Εµπορίου. Με απόφαση του Υπουργού Εµπορίου καθορίζονται οι προϋποθέσεις διάθεσης της κατά τα ανωτέρω εισφοράς στους υπαλλήλους, ως και κάθε άλλη λεπτοµέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρµογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής”.
Άρθρο 40
“1. ∆ικαίωµα να ζητήσουν έλεγχο της εταιρείας από το µονοµελές πρωτοδικείο της περιφερείας στην οποία εδρεύει η ευαιρεία, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχουν οι κατωτέρω και υπό τις εξής προϋποθέσεις : α) Μέτοχοι της εταιρείας αντιπροσωπεύοντες τουλάχιστον το 1/20 του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. Το καταστατικόν δύναται να µειώση ουχί όµως πέραν του ηµίσεος το απαιτούµενον δια την άσκησιν του εις το παρόν άρθρον δικαιώµατος ποσοστόν του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου. β) “Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς” προκειµένου περί εταιρειών, ων αι µετοχαί έχουσιν εισαχθή εις το Χρηµατιστήριον, της σχετικής αποφάσεως λαµβανοµένης δια πλειοψηφίας των 2/3 των µελών αυτής. γ) Ο Υπουργός Εµπορίου οσάκις συντρέχουσιν προς τούτο σοβαροί λόγοι. δ) Επί ανωνύµων εταιρειών ασκουσών επιχείρησιν κοινής ωφελείας ή χρήσεως, το αυτό δικαίωµα έχει παραλλήλως και ο εποπτεύων Υπουργός. 2. Εις τας περιπτώσεις α’ και β’ ο έλεγχος διατάσσεται, εάν πιθανολογήται ότι διά των καταγγελλο µένων πράξεων παραβιάζονται αι διατάξεις των νόµων ή του καταστατικού της εταιρείας ή των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως. Εις την περίπτωσιν γ’ και δ’ ο έλεγχος διατάσσεται υποχρεωτικώς υπό του αρµοδίου Προέδρου . Εις πάσας τας περιπτώσεις αι καταγγελλόµεναι πράξεις δέον να εγένοντο εις χρόνον µη απέχοντα πλέον της διετίας από της χρονολογίας της εγκρίσεως του ισολογισµού της χρήσεως εντός της οποίας ετελέσθησαν αύται. 3. Μέτοχοι της εταιρείας εκπροσωπούντες το 1/3 του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου δικαιούνται όπως ζητήσωσιν από τον αρµόδιον Πρόεδρον κατά τα ως άνω εν παραγράφω 1 οριζόµενα, έλεγχον της εταιρείας εφ’ όσον εκ της όλης πορείας των εταιρικών υποθέσεων καθίσταται πιστευτόν ότι η διοίκησις των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται ως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείρισις. Η διάταξις αύτη δεν εφαρ µόζεται οσάκις η αιτούσα µειοψηφία εκπροσωπείται εις το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον της Εταιρείας. 4. Οι
αιτούντες δέον µέχρι της αποφάσεως επί της αιτήσεως να τηρώσι κατατεθειµένας παρά τω Ταµείω Παρακαταθηκών και ∆ανείων, τη Τραπέζη της Ελλάδος ή οιαδήποτε άλλη ανεγνωρισµένη Ελληνική Τραπέζη τας παρεχούσας εις αυτούς το δικαίωµα προς υποβολήν αιτήσεως µετοχάς, πάντως δε ουχί ολιγώτερον των τριάκοντα ηµερών από της υποβολής της αιτήσεως”.
Άρθρο 40Α
Ο κατά τα ανωτέρω αρ µόδιος Πρόεδρος, διατάσσων τον έλεγχον επί των καταγγελλοµένων πράξεων, αναθέτει την ενέργειαν αυτού εις έναν ή πλείονας των κατά το κατωτέρω άρθρον ελεγκτών των ανωνύµων εταιρειών.
Άρθρο 40Β
- Οι κατά το προηγούµενον άρθρον ελεγκταί των ανωνύµων εταιρειών προέρχονται εξ ανωτέρων υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος, της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος και εξ ανωτέρων υπαλλήλων του Κράτους εν ενεργεία ή συνταξιούχων, διορίζονται δε κατά τον ακόλουθον τρόπον. 2. Προσκλήσει του Υπουργού του Εµπορίου η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και αι δηµόσιαι υπηρεσίαι αίτινες έχουσι µεταξύ του προσωπικού των πρόσωπα κατάλληλα δια την άσκησιν του περί ου ο παρών νόµος ελέγχου, αποστέλλουσιν εις το Υπουργείον τούτο κατάλογον τοιούτων προσώπων, την καταλληλότητα των οποίων πιστοποιούσιν οι αρµόδιοι διευθυνταί των υπηρεσιών . 3. Ο Υπουργός του Εµπορίου διαβιβάζει τον κατάλογον τούτον εις την Επιτροπήν Ανωνύµων Εταιρειών, ήτις µετ’ έρευναν, προτείνει ως διοριστέους διπλάσιον αριθµόν των εκάστοτε αναγκαιούντων, εξ ων ο Υπουργός εκλέγει τους ηµίσεις, διοριζοµένους δια πράξεώς του, δηµοσιευοµένης εν τω ∆ελτίω Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης. 4. Οι ελεγκταί των ανωνύµων εταιρειών προ της αναλήψεως των καθηκόντων αυτών δίδουσι τον όρκον του δη µοσίου υπαλλήλου ενώπιον του Υπουργού ή άλλης υπ’ αυτού εξουσιοδοτηµένης Αρχής. 5. Οι ελεγκταί των Ανωνύµων Εταιρειών θεωρούνται κατά την άσκησιν του ελέγχου ως δηµόσιοι υπάλληλοι. 6. Εν τη περί διορισµού πράξει ορίζονται και η πόλις ή η περιφέρεια εντός των οποίων δύνανται ν ‘ ασκήσωσι το έργον των οι ελεγκταί. 7. Ο αριθµός των ελεγκτών δι’ εκάστην πόλιν ή περιφέρειαν καθορίζεται δι’ αποφάσεως του Υπουργού του Εµπορίου. Αι Αθήναι και ο Πειραιεύς δια την εφαρµογήν της παρούσης θεωρούνται µία πόλις. 8. Οι προερχόµενοι εκ των ως άνω Τραπεζών ελεγκταί δεν δικαιούνται να ασκήσωσιν έλεγχον επί των ανωνύµων τραπεζιτικών εταιρειών.
Άρθρο 40Γ
- Οι ελεγκταί ανωνύµων εταιρειών, οφείλουσιν όσον το δυνατόν ταχύτερον να περατώσι το ανατιθέµενον εκάστοτε αυτοίς έργον του ελέγχου, το δε πόρισµα αυτών υποχρεούνται να υποβάλλωσιν εις τον Υπουργόν του Εµπορίου, εις περίπτωσιν δε καθ’ ην εξηκρίβωσαν παραβάσεις ποινικώς κολασίµους, και εις την αρµοδίαν εισαγγελικήν αρχήν. 2. Η αµοιβή των ελεγκτών καθορίζεται µετά το πέρας του ελέγχου υπό του Υπουργείου Εµπορίου, µετά σύµφωνον γνώµην της Επιτροπής Ανωνύµων Εταιρειών, καταβάλλεται δε υποχρεωτικώς υπό της Εταιρείας, εφ’ ης ενηργήθη ο έλεγχος.
Άρθρο 40∆
Οι ελεγκταί των ανωνύµ ων εταιρειών παύονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού του Εµπορίου, µετά σύµφωνον γνώµην της Επιτροπής Ανωνύµων Εταιρειών, εις περιπτώσεις µη ευόρκου ή
αµελούς εκπληρώσεως των καθηκόντων αυτών. Η περί τούτων απόφασις ητιολογηµένη δηµοσιεύεται εις το ∆ελτίον Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης.
Άρθρο 40Ε
Ο κατά τα άρθρα 40 και 40α διατασσόµενος έλεγχος διαχειρίσεως των ανωνύµων εταιρειών ανατίθεται υποχρεωτικώς εις ορκωτόν ή ορκωτούς λογιστάς, εφ’ όσον η ελεγχοµένη εταιρεία έχει τακτικόν ελεγκτήν εκ του Σώµατος των Ορκωτών Λογιστών. Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν έχουσι πλήρη εφαρµογήν αι διατάξεις των άρθρων 40 και 40α του παρόντος.
Άρθρο 41
- Κατά την έναρξιν της λειτουργίας αυτής, η εταιρεία οφείλει να ενεργήση την κατά το άρθρον 9 του Εµπορικού Νόµου απογραφήν. 2. Την αυτήν υποχρέωσιν υπέχει και εις το τέλος πάσης εταιρικής χρήσεως, ως καθορίζεται αύτη εν τω καταστατικώ. “3. Πάντα τα υπό του Εµπορικού νόµου προβλεπό µενα βιβλία των ανωνύµων εταιρειών ηµεδαπών και αλλοδαπών, δέον να τηρώνται εις την Ελληνικήν γλώσσαν. Αι περί τηρήσεως βιβλίων εις Ελληνικήν γλώσσαν διατάξεις του άρθρου 53α του Ν. 2190 “περί Ανωνύµων Εταιρειών”, δεν έχουσιν εφαρµογήν εις την περίπτωσιν του Α.Ν. 89/1967 (ΦΕΚ Α’, 132)”.
Άρθρο 42
- Η εταιρική χρήσις δεν δύναται να περιλαµβάνη πλείονας των δώδεκας µήνας.
- Εξαιρετικώς δύναται η πρώτη εταιρική χρήσις να ορισθή δια διάστηµα µη υπερβαίνον τους είκοσι τέσσαρας µήνας.
Άρθρο 42Α
“1. Οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις περιλαµβάνουν: α) τον ισολογισµό, β) το λογαριασµό ” αποτελέσµατα χρήσεως”, γ) τον “πίνακα διαθέσεως αποτελεσµάτων” και δ) το προσάρτηµα. Τα έγγραφα αυτά αποτελούν ενιαίο σύνολο και ελέγχονται όπως ορίζουν τα άρθρα 36, 36α και 37. 2. Οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις καταρτίζονται υποχρεωτικά µε βάση τις διατάξεις αυτού του άρθρου, καθώς και των άρθρων 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43 και 43α και εµφανίζουν µε απόλυτη σαφήνεια την πραγµατική εικόνα της περιουσιακής διάρθρωσης, της χρηµατοοικονοµικής θέσης και των αποτελεσµάτων χρήσης της εταιρείας. 3. Σε περίπτωση που η εφαρµογή των διατάξεων αυτού του άρθρου, καθώς και των άρθρων 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43 και 43α, δεν επαρκεί για την παρουσίαση της πραγµατικής εικόνας που απαιτείται σύµφωνα µε τις διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου 2, παρέχονται όλες οι αναγκαίες + συµπληρωµατικές πληροφορίες για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Εάν, σε + εξαιρετικές περιπτώσεις, η εφαρµογή µίας από τις παραπάνω διατάξεις έρχεται σε αντίθεση µε τις αρχές της προηγούµενης παραγράφου 2, επιβάλλεται παρέκκλιση από αυτή τη διάταξη για να αποδοθεί η πραγµατική εικόνα που προβλέπεται από την πιο πάνω παράγραφο 2. Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναφέρεται στο προσάρτηµα µαζί µε την πλήρη αιτιολόγησή της και µε πληροφορίες για τις επιδράσεις της πάνω στην περιουσιακή διάρθρωση, τη χρηµατοοικονοµική θέση και τα αποτελέσµατα χρήσης της εταιρείας. 4. Οσοι από τους τίτλους των λογαριασµών των υποιδειγµάτων, στα οποία + παραπέµπουν τα άρθρα 42γ και 42δ, δεν προσιδιάζουν στην ειδικότερη φύση των ανωνύµων εταιρειών επενδύσεων – χαρτοφυλακίου και των ανωνύµων εταιρείων διαχείρισης αµοιβαίων κεφαλαίων του Ν.∆. 608/1970 “Περί εταιρειών επενδύσεων – χαρτοφυλακίου και αµοιβαίων κεφαλαίων” (ΦΕΚ Α’ + 170/1970), µπορούν να τροποποιούνται έτσι ώστε οι ισολογισµοί και οι λογαριασµοί αποτελεσµάτων που συντάσσονται από τις εταιρείες αυτές να πληρούν τις αρχές της παραπάνω παρ . 2. Η τροποποίηση αυτή γίνεται µε αποφάσεις του Υπουργού Εµπορίου, που δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της + Κυβέρνησης. “5. Για να ληφθεί από τη Γενική
Συνέλευση έγκυρη απόφαση πάνω στις οικονοµικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το ∆ιοικητικό Συµβούλιο, πρέπει να έχουν υπογραφεί από τρία διαφορετικά πρόσωπα, ήτοι από: α) τον πρόεδρο του διοικητικού συµβουλίου ή τον αναπληρωτή του, β) το διευθύνοντα ή εντεταλµένο σύµβουλο και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοιος σύµβουλος ή η ιδιότητά του συµπίπτει µε εκείνη των ανωτέρω προσώπων, από ένα µέλος του διοικητικού συµβουλίου που ορίζεται από αυτό και γ) τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου. Οι παραπάνω σε περίπτωση διαφωνίας από πλευράς νοµιµότητας του τρόπου κατάρτισης των οικονοµικών καταστάσεων, οφείλουν να εκθέτουν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους στη γενική συνέλευση “. 6. Κάθε εταιρεία, η οποία, κατά την ηµεροµηνία κλεισίµατος του πρώτου µετά την έναρξη ισχύος αυτού του Νόµου ισολογισµού της, δεν υπερβαίνει τα αριθµητικά όρια των δύο από τα παρακάτω τρία κριτήρια: α. “σύνολο ισολογισ µού “1.500.000 ευρώ”, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των στοιχείων Α µέχρι και Ε του ενεργητικού στο υπόδειγµα + ισολογισ µού που παραπέµπει το άρθρο 42γ, β. “καθαρός κύκλος εργασιών, “3.000.000 ευρώ”, γ. µέσος όρος προσωπικού που απασχολήθηκε κατά την διάρκεια της χρήσης, 50 άτοµα. µπορεί να δηµοσιεύει συνοπτικό ισολογισµό, που να εµφανίζει µόνο τους + λογαριασµούς οι οποίοι, στο υπόδειγµα που παραπέµπει το άρθρο 42γ, + χαρακτηρίζονται µε γράµµατα και λατινικούς αριθµούς, µε τον όρο ότι οι + απαιτήσεις και υποχρεώσεις θα διαχωρίζονται σε µακροπρόθεσµες και + βραχυπρόθεσµες, µε την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 42ε. 7. Η ευχέρεια της προηγούµενης παρ. 6 παρέχεται και στις εταιρείες που παύουν να υπερβαίνουν τα όρια των δύο από τα τρία κριτήρια της ίδιας + παραγράφου, σε δύο τουλάχιστον συνεχείς χρήσεις. 8. Η ευχέρεια της παραπάνω παρ. 6 παύει να παρέχεται στις εταιρείες των προηγούµενων παρ. 6 και 7, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια των δύο από τα τρία κριτήρια της παραπάνω παρ. 6 σε δύο συνεχείς χρήσεις”.
Άρθρο 42Β
“1. Η δοµή του ισολογισµού και του λογαριασµού “αποτελέσµατα χρήσεως” και ιδιαίτερα η ακολουθούµενη στα πλαίσια αυτού του Νόµου µορφή εµφάνισης των οικονοµικών αυτών καταστάσεων, απαγορευέται να µεταβάλλεται από τη µία χρήση στην άλλη. Παρέκκλιση από την αρχή αυτή επιτρέπεται µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, µε τον όρο ότι η παρέκκλιση αυτή θα αναφέρεται στο προσάρτηµα και θα αιτιολογείται επαρκώς. 2. Οι λογαριασµοί που προβλέπονται στα υποδείγµατα στα οποία παραπέµπουν τα άρθρα 42γ και 42δ, καταχωρούνται στον Ισολογισµό, στο λογαριασµό “αποτελέσµατα χρήσεως” και στον “πίνακα διαθέσεως αποτελεσµάτων”, ξεχωριστά ο καθένας και µε τη σειρά που καθορίζεται στα υποδείγµατα αυτά. Λογαριασ µός στον οποίο δεν υπάρχει ποσό, ούτε της κλειοµένης, ούτε της προηγούµενης χρήσης, παραλείπεται. Επιτρέπεται η παραπέρα ανάλυση των λογαριασµών που παρατίθενται στα υποδείγµατα των άρθρων 42γ και 42δ, µε τον όρο ότι δεν θα µεταβάλλεται η σειρά των λογαριασµών αυτών. Επίσης επιτρέπεται η προσθήκη και άλλων λογαριασµών, εφόσον το περιεχόµενό τους δεν περιλαµβάνεται σε κάποιον από τους υποχρεωτικούς λογαριασ µούς των παραπάνω υποδειγµάτων. Οταν ένα στοιχείο ενεργητικού ή παθητικού σχετίζεται µε περισσότερους από έναν υποχρεωτικούς λογαριασµούς, το στοιχείο αυτό καταχωρείται στο λογαριασµό στον οποίο προσιδιάζει περισσότερο, αλλά η σχέση του µε τους άλλους λογαριασµούς αναφέρεται στο προσάρτηµα, εφόσον αυτό χρειάζεται για την κατανόηση των οικονοµικών καταστάσεων. 3. Η δοµή και οι τίτλοι των λογαριασµών που έχουν αραβική αρίθµηση στα υποδείγµατα ισολογισ µού και λογαριασ µού “αποτελέσµατα χρήσεως”, στα οποία παραπέµπουν τα άρθρα 42γ και 42δ πρέπει να προσαρµόζονται ανάλογα , όταν η ειδική φύση της επιχείρησης το απαιτεί, ώστε οι χρησιµοποιούµενοι τίτλοι λογαριασµών να υποδηλώνουν µε σαφήνεια τα απεικονιζόµενα στοιχεία. Η καταχώρηση ανο µοιογενών στοιχείων στον ίδιο λογαριασµό, απαγορεύεται. Κάθε προσαρ µογή που γίνεται σύµφωνα µε τα παραπάνω, αναφέρεται και αιτιολογείται στο προσάρτηµα. 4. Οι λογαριασµοί των υποδειγµάτων του ισολογισµού και των αποτελεσµάτων χρήσης, στα οποία παραπέµπουν τα άρθρα 42γ και 42δ, οι οποίοι έχουν αραβική αρίθµηση, µπορούν να συγχωνεύονται όταν: α. τα ποσά τους είναι ασήµαντα και η συγχώνευσή τους δε
θίγει τις αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 42α, και β. η συγχώνευση γίνεται για χάρη µεγαλύτερης σαφήνειας, µε τον όρο ότι οι συγχωνευόµενοι λογαριασµοί θα αναλύονται στο προσάρτηµα. 5. Τα ποσά των λογαριασµών του ενεργητικού και του παθητικού του ισολογισµού, καθώς και του λογαριασµού “αποτελέσµατα χρήσεως”, απεικονίζονται σε δύο τουλάχιστον στήλες, στις οποίες αντιπαρατίθενται τα αντίστοιχα και οµοειδή κονδύλια της κλειόµενης και της προηγούµενης χρήσης. Σε περίπτωση όµως που στοιχεία της προηγούµενης χρήσης δεν είναι οµοειδή και συγκρίσιµα µε τα αντίστοιχα της κλειόµενης χρήσης, γίνεται κατάλληλη αναµόρφωσή τους. Κάθε τέτοια αναµόρφωση αναφέρεται και επεξηγείται στο προσάρτηµα. 6. Εταιρεία που έχει υποκαταστήµατα ενσωµατώνει στον ετήσιο ισολογισµό και στο λογαριασµό “αποτελέσµατα χρήσεως” τα ενεργητικά και τα παθητικά στοιχεία, καθώς και τα έσοδα και τα έξοδα των υποκαταστηµάτων της , και συγχωνεύει τα σχετικά ποσά στους οικείους λογαριασµούς του ισολογισµού και των αποτελεσµάτων χρήσης, συµψηφίζοντας κάθε αµοιβαία χρεωαπαίτηση, τόσο των υποκαταστηµάτων µεταξύ τους, όσο και µεταξύ υποκαταστηµάτων και κεντρικού. 7. Απαγορεύεται οποιοσδήποτε συµψηφισµός µεταξύ κονδυλίων των λογαριασµών ενεργητικού και παθητικού ή των λογαριασµών εσόδων και εξόδων και η εµφάνιση µόνο της µεταξύ τους διαφοράς”.
Άρθρο 42Γ
“Ο ισολογισµός καταρτίζεται σε δύο παράπλευρα σκέλη, στο πρώτο από τα οποία περιλαµβάνεται το ενεργητικό και στο δεύτερο το παθητικό, σύµφωνα µε το υπόδειγµα της παρ. 4.1.103 του άρθρου 1 του Π.∆. 1123/1980 “Περί ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της προαιρετικής εφαρµογής του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου” (ΦΕΚ Α’ 75/1980), σε συνδυασµό µε όσα ορίζονται στις παραγράφους 4.1.101 και 4.1.102 του άρθρου 1 του ίδιου Προεδρικού ∆ιατάγµατος, αναφορικά µε το περιεχόµενο κάθε κατηγορίας και κάθε λογαριασµού του ισολογισµού αυτού”.
Άρθρο 42∆
“1. Ο λογαριασµός “αποτελέσµατα χρήσεως ” καταρτίζεται σε κάθετη διάταξη, σύµφωνα µε το υπόδειγµα της παρ. 4.1.202 του άρθρου 1 του Π.∆. 1123/1980, σε συνδυασµό µε όσα ορίζονται στην παράγραφο 4.1.201 του άρθρου 1 του ίδιου Προεδρικού ∆ιατάγµατος, αναφορικά µε το περιεχόµενο κάθε επιµέρους κατηγορίας του λογαριασµού αυτού. 2. Ο “πίνακας διαθέσεως αποτελεσµάτων” καταρτίζεται σύµφωνα µε το υπόδειγµα της παρ. 4.1.302 του άρθρου 1 του Π.∆. 1123/1980, σε συνδυασµό µε όσα ορίζονται στην παρ. 4.1.301 του ίδιου Προεδρικού ∆ιατάγµατος, αναφορικά µε το περιεχόµενο κάθε επιµέρους κατηγορίας του πίνακα αυτού”.
Άρθρο 42Ε
** “1. Εξοδα εγκατάστασης (πολυετούς απόσβεσης) είναι οι υποκείµενες σε τµηµατική απόσβεση δαπάνες, οι οποίες πραγµατοποιούνται για την ίδρυση και οργάνωση της εταιρείας, την απόκτηση των διαρκών µέσων εκµετάλλευσης και την επέκταση ή την αναδιοργάνωσή της. 2. Στο πάγιο ενεργητικό περιλαµβάνεται το σύνολο των αγαθών, αξιών και δικαιωµάτων, που προορίζονται να παραµείνουν µακροχρόνια και µε την ίδια περίπου µορφή στην εταιρεία, µε στόχο να χρησιµοποιούνται για την επίτευξη των σκοπών της. Επίσης, περιλαµβάνονται οι συµµετοχές και οι µακροπρόθεσµες απαιτήσεις, µε την έννοια των παρ . 5 και 6 αυτού του άρθρου. 3. Ασώµατες ακινητοποιήσεις (άϋλα πάγια στοιχεία) είναι τα ασώµατα οικονοµικά αγαθά, που αποκτούνται από την εταιρεία µε σκοπό να χρησιµοποιούνται παραγωγικά για χρονικό διάστηµα οπωσδήποτε µεγαλύτερο από ένα έτος. Στους λογαριασµούς της κατηγορίας των ασωµάτων ακινητοποιήσεων περιλαµβάνονται τα
ποσά που καταβάλλονται για την απόκτηση τέτοιων αγαθών, καθώς και τα ποσά που δαπανούνται από την εταιρεία για τη δηµιουργία των αγαθών αυτών. 4. Ενσώµατα πάγια στοιχεία είναι τα υλικά αγαθά που αποκτούνται από την εταιρεία για να τα χρησιµοποιεί για την εκπλήρωση του σκοπού της, κατά τη διάρκεια της ωφέλιµης ζωής τους, η οποία οπωσδήποτε είναι µεγαλύτερη από ένα έτος. 5. Ως συµµετοχές, που καταχωρούνται στους λογαριασµούς της κατηγορίας “συµµετοχές και άλλες µακροπρόθεσµες χρηµατοοικονοµικές απαιτήσεις”, ορίζονται τα δικαιώ µατα συµµετοχής στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, οποιασδήποτε νοµικής µορφής, τα οποία αντιπροσωπεύουν ποσοστό τουλάχιστον 10% του κεφαλαίου των επιχειρήσεων αυτών και αποκτούνται µε σκοπό διαρκούς κατοχής τους . Οι συµµετοχές και οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις σε συνδεδεµένες επιχειρήσεις, καθώς και οι µετοχές της εταιρείας που κατέχονται από την ίδια (ίδιες µετοχές) σύµφωνα µε τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, καταχωρούνται µόνο στους λογαριασµούς που έχουν προβλεφτεί για τις περιπτώσεις αυτές στο υπόδειγµα ισολογισµού του άρθρου 42γ. Για την εφαρµογή αυτού του Νόµου, συνδεδεµένες επιχειρήσεις είναι : α. Οι επιχειρήσεις εκείνες µεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση µητρικής επιχείρησης προς Θυγατρική . Σχέση µητρικής επιχείρησης προς θυγατρική υπάρχει όταν µια επιχείρηση (µητρική): αα. ή έχει την πλειοψηφία του κεφαλαίου ή των δικαιωµάτων ψήφου µιας άλλης (θυγατρικής) επιχείρησης, έστω και αν η πλειοψηφία αυτή σχηµατίζεται ύστερα από συνυπολογισ µό των τίτλων και δικαιωµάτων που κατέχονται από τρίτους για λογαριασµό της µητρικής επιχείρησης, ββ. ή ελέγχει την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου µιας άλλης (θυγατρικής) επιχείρησης ύστερα από συµφωνία µε άλλους µετόχους ή εταίρους της επιχείρησης αυτής, γγ. ή συµµετέχει στο κεφάλαιο µιας άλλης επιχείρησης και έχει το δικαίωµα, είτε άµεσα, είτε µέσω τρίτων, να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των µελών των οργάνων διοίκησης της επιχείρησης αυτής (θυγατρικής), δδ. ή ασκεί δεσπόζουσα επιρροή σε µιαν άλλη επιχείρηση (θυγατρική). ∆εσπόζουσα επιρροή υπάρχει όταν η µητρική επιχείρηση διαθέτει, άµεσα ή έµµεσα, δηλαδή µέσω τρίτων που ενεργούν λογαριασµό της επιχείρησης αυτής, τουλάχιστον το 20% του κεφαλαίου ή των δικαιωµάτων ψήφου της θυγατρικής και, ταυτόχρονα, ασκεί κυριαρχική επιρροή στη διοίκηση ή τη λειτουργία της τελευταίας. Για την εφαρµογή των παραπάνω υποπεριπτώσεων στα ποσοστά συµµετοχής ή στα δικαιώµατα ψήφου , καθώς και στα δικαιώµατα διορισµού ή ανάκλησης που έχει η µητρική επιχείρηση, πρέπει να προστίθενται τα ποσοστά συµµετοχής και τα δικαιώµατα κάθε άλλης επιχείρησης που είναι θυγατρική της ή θυγατρική θυγατρικής της. “Για την εφαρµογή των παραπάνω υποπεριπτώσεων αα, ββ, γγ και δδ, από τα αναφερόµενα ποσοστά συµµετοχής ή δικαιώµατα ψήφου πρέπει να αφαιρούνται εκείνα που απορρέουν από : (1) τις µετοχές ή τα µερίδια που κατέχονται για λογαριασµό άλλου προσώπου εκτός της µητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης, ή (2) τις µετοχές ή τα µερίδια που κατέχονται για εγγύηση, εφόσον τα δικαιώµατα αυτά ασκούνται σύµφωνα µε τις οδηγίες που έχουν δοθεί, ή που κατέχονται για ασφάλεια δανείων που χορηγήθηκαν στα πλαίσια συνήθους επιχειρηµατικής δραστηριότητας στον τοµέα της χορήγησης δανείων, υπό τον όρο ότι αυτά τα δικαιώ µατα ψήφου ασκούνται προς όφελος του παρέχοντος την εγγύηση”. “Για την εφαρµογή των παραπάνω υποπεριπτώσεων αα και ββ, από το σύνολο του κεφαλαίου ή των δικαιωµάτων ψήφου των µετόχων ή εταίρων της θυγατρικής επιχείρησης πρέπει να αφαιρούνται τα ποσοστά κεφαλαίου ή τα δικαιώµατα ψήφου που απορρέουν από τις µετοχές ή µερίδια που κατέχονται, είτε από την ίδια την επιχείρηση, είτε από θυγατρικές της επιχειρήσεις, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνοµά του, αλλά για λογαριασµό των επιχειρήσεων αυτών”. β. Οι συνδεδεµένες επιχειρήσεις της προηγούµενης περίπτωσης α, και κάθε µια από τις θυγατρικές ή τις θυγατρικές των θυγατρικών των συνδεµένων αυτών επιχειρήσεων. γ. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις των προηγούµενων περιπτώσεων α και β, άσχετα αν µεταξύ των θυγατρικών αυτών δεν υπάρχει απευθείας δεσµός συµµετοχής. “δ. Οι συνδεδεµένες επιχειρήσεις των προηγούµενων περιπτώσεων α , β και γ και κάθε άλλη επιχείρηση που συνδέεται µε αυτές µε τις σχέσεις των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 96”. 6. Μακροπρόθεσµες απαιτήσεις είναι οι απαιτήσεις των οποίων η προθεσµία εξόφλησης λήγει µετά το τέλος της επόµενης χρήσης. Ολες οι άλλες απαιτήσεις είναι βραχυπρόθεσµες και καταχωρούνται στους οικείους λογαριασµούς του κυκλοφορούντος ενεργητικού. Τα ανωτέρω ισχύουν, αναλόγως, και για τη διάκριση των υποχρεώσεων σε µακροπρόθεσµες και βραχυπρόθεσµες, για το σκοπό της χωριστής
εµφάνισής τους στους οικείους λογαριασµούς υποχρεώσεων του παθητικού. 7. Οι αποσβέσεις των στοιχείων του πάγιου ενεργητικού και των εξόδων εγκατάστασης καταχωρούνται στο ενεργητικό, αφαιρετικά από την αξία κτήσης ή ιδιοκατασκευής του κάθε στοιχείου του ισολογισµού, ώστε για κάθε λογαριασµό να εµφανίζεται η αξία κτήσης ή ιδιοκατασκευής, οι σωρευµένες µέχρι τη λήξη της χρήσης αποσβέσεις και η αναπόσβεστη αξία του στοιχείου. 8. Οι µεταβολές που έγιναν µέσα στη χρήση στα στοιχεία πάγιου ενεργητικού και στις αποσβέσεις τους, αναφέρονται στο προσάρτηµα. Ειδικότερα, για τον καθένα από τους λογαριασµούς πάγιων στοιχείων που εµφανίζονται στο ενεργητικό αναφέρονται χωριστά, η αξία κτήσης ή το κόστος ιδιοκατασκευής, οι προσθήκες και βελτιώσεις, οι µειώσεις και οι µεταφορές που έγιναν µέσα στη χρήση, καθώς και οι αποσβέσεις της χρήσης, οι τυχόν διορθώσεις που έγιναν µέσα στη χρήση πάνω στις αποσβέσεις των προηγούµενων χρήσεων, οι συνολικές αποσβέσεις µέχρι την ηµεροµηνία κλεισίµατος του ισολογισµού και η αναπόσβεστη αξία κατά την ηµεροµηνία αυτή. Σε περίπτωση που κατά την πρώτη εφαρµογή της διάταξης αυτής της παραγράφου ανακύψουν δυσκολίες στη συγκέντρωση των δεδοµένων της παραπάνω ανάλυσης, είναι δυνατό να ληφθεί σαν αξία κτήσης ή κόστους ιδιοκατασκευής ή αναπόσβεστη αξία των στοιχείων αυτών κατά την έναρξη της χρήσης, µε την προϋπόθεση ότι θα γίνεται σχετική διευκρίνιση στο προσάρτηµα. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρµόζονται αναλόγως και για τα έξοδα εγκατάστασης. 9. Εµπράγµατα δικαιώµατα της εταιρείας σε ακίνητα απεικονίζονται στην κατηγορία των ενσώµατων ακινητοποιήσεων. Εµπράγµατες ασφάλειες, που χορηγήθηκαν από την εταιρεία σε ενσώµατες ακινητοποιήσεις της, αναφέρονται στον ισολογισµό ή στο προσάρτηµα , µε ιδιαίτερη µνεία των εµπράγ µατων ασφαλειών που χορηγήθηκαν υπέρ συνδεµένων επιχειρήσεων. Οµοια παρουσίαση γίνεται επίσης και για κάθε µορφή εγγύησης που χορηγήθηκε από την εταιρεία. 10. Μετοχές επικαρπίας ή ιδρυτικοί τίτλοι, που εκδόθηκαν από ανώνυ µη εταιρεία, αναφέρονται στον ισολογισµό ή στο προσάρτηµα. 11. Στους “λογαριασµούς τάξεως” απεικονίζονται ιδίως τα αλλότρια περιουσιακά στοιχεία, οι αµφοτεροβαρείς συµβάσεις και οι κάθε µορφές εγγυήσεις, καθώς και οι εµπράγµατες ασφάλειες. Σχετικές αναλύσεις παρέχονται στο προσάρτηµα. Τα ποσά των “λογαριασµών τάξεως” αποτελούν ιδιαίτερο άθροισµα, το οποίο δεν προστίθενται στα συνολικά αθροίσµατα των λογαριασµών του ενεργητικού και του παθητικού. 12. Εξοδα που πληρώθηκαν µέσα στην κλειόµενη χρήση , αλλά αφορούν την επόµενη ή τις επό µενες χρήσεις, καθώς και έσοδα που αφορούν την κλειόµενη χρήση , αλλά δεν εισπράχτηκαν ή δεν χρεώθηκαν σε προσωπικούς λογαριασµούς µέσα σ’ αυτή, εµφανίζονται χωριστά στους µεταβατικούς λογαριασµούς ενεργητικού. Εσοδα που εισπράχτηκαν µέσα στην κλειό µενη χρήση, αλλά αφορούν την επόµενη ή τις επόµενες χρήσεις , καθώς και έξοδα που πραγµατοποιήθηκαν και αφορούν την κλειόµενη χρήση, αλλά δεν πληρώθηκαν ή δεν πιστώθηκαν σε προσωπικούς λογαριασµούς µέσα σ’ αυτή, εµφανίζονται χωριστά στους µεταβατικούς λογαριασ µούς παθητικού. Οταν το σύνολο των εσόδων που αφορούν την κλειόµενη χρήση, αλλά δεν εισπράχτηκαν ή δεν χρεώθηκαν µέσα σ’ αυτή, ή το σύνολο των εξόδων που πραγµατοποιήθηκαν και αφορούν την κλειόµενη χρήση, αλλά δεν πληρώθηκαν ή δεν πιστώθηκαν µέσα σ’ αυτή, είναι σηµαντικό, γίνεται σχετική ανάλυση στο προσάρτη µα. 13. Σε περίπτωση που στο τέλος της χρήσης κατέχονται ίδιες µετοχές σύµφωνα µε τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, σχηµατίζεται αποθε µατικό ισόποσο µε την αξία κτήσης των µετοχών αυτών. Το σχετικό ποσό καταχωρείται σε λογαριασµό του παθητικού µε τίτλο “αποθεµατικό για ίδιες µετοχές”. Το αποθεµατικό αυτό σχηµατίζεται από τα κέρδη της χρήσης, από τα οποία επιτρέπεται να αφαιρεθούν προηγουµένως µόνο τα ποσά που είναι αναγκαία για το σχηµατισµό του τακτικού αποθεµατικού και για τη διανοµή πρώτου µερίσµατος. Αν δεν υπάρχουν κέρδη για σχηµατισµό του παραπάνω αποθεµατικού, ο λογαριασµός του ενεργητικού “ίδιες µετοχές” εµφανίζεται στο παθητικό αφαιρετικά από το άθροισµα των ίδιων κεφαλαίων. 14. Οι προβλέψεις για κινδύνους και έξοδα προορίζονται να καλύψουν ζηµίες, δαπάνες ή υποχρεώσεις της κλειόµενης και των προηγούµενων χρήσεων, που διαφαίνονται σαν πιθανές κατά την ηµέρα σύνταξης του ισολογισµού, αλλά δεν είναι γνωστό το ακριβές µέγεθός τους ή ο χρόνος στον οποίο θα προκύψουν. Οι προβλέψεις αυτές σχηµατίζονται κάθε χρόνο σε ύψος που καλύπτει τα αναγκαία όρια . Οι προβλέψεις για αποζηµίωση προσωπικού λόγω εξόδου από την υπηρεσία, που υπολογίζονται και
σχηµατίζονται στο τέλος κάθε χρήσης, καλύπτουν, τουλάχιστον, τις αποζηµιώσεις εξόδου από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης. Κατά την πρώτη χρήση εφαρµογής των διατάξεων αυτού του Νόµου παρέχεται η δυνατότητα στις εταιρείες να καταχωρήσουν στο λογαριασµό “λοιπά έξοδα πολυετούς αποσβέσεως” τις σωρευµένες προβλέψεις για αποζηµιώσεις προσωπικού λόγω εξόδου από την υπηρεσία, που αντιστοιχούν στην προϋπηρεσία του προσωπικού τους κατά τις προηγούµενες χρήσεις. Οι προβλέψεις αυτές αποσβένονται τµηµατικά και ισόποσα, µέσα σε µια πενταετία. Αν το ποσό που εµφανίζεται στο λογαριασµό “λοιπές προβλέψεις” είναι σηµαντικό, παρέχεται ανάλυσή του στο προσάρτηµα. Οι προβλέψεις που αφορούν υποτιµήσεις περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού σχηµατίζονται σε ύψος που καλύπτει τις υποτιµήσεις των στοιχείων αυτών, κατά την ηµεροµηνία κλεισί µατος του ισολογισµού, και εµφανίζονται στο ενεργητικό του ισολογισ µού αφαιρετικά από τα στοιχεία στα οποία αναφέρονται. 15. α. Το καθαρό ύψος του “κύκλου εργασιών” περιλαµβάνει τα ποσά των εσόδων που πραγµατοποιούνται από την πώληση προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών, µέσα στα πλαίσια της συνήθους δραστηριότητας της εταιρείας, από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι εκπτώσεις πωλήσεων και οι υπέρ του ∆ηµοσίου και τρίτων εισπραττόµενοι φόροι . β. Στους λογαριασµούς “έκτακτα και ανόργανα έσοδα ” και “έκτακτα και ανόργανα έξοδα” καταχωρούνται τα έσοδα ή έξοδα που δεν προέρχονται από τη συνήθη δραστηριότητα της εταιρείας. Αν τα ποσά των εσόδων ή των εξόδων αυτών είναι ση µαντικά, παρέχεται ανάλυσή τους στο προσάρτηµα, µαζί µε διευκρινίσεις, αναφορικά µε τη φύση τους και την επίδρασή τους στον υπολογισµό του φόρου εισοδή µατος της εταιρείας για την κλειόµενη χρήση. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τυχόν έσοδα ή έξοδα που καταχωρήθηκαν στην κλειόµενη χρήση, αλλά αφορούν προηγούµενες χρήσεις”.
Άρθρο 43
- Τα ποσά των ετήσιων οικονοµικών καταστασεων πρεπει να προκύπτουν από περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποτιµηθεί σύµφωνα µε τους κανόνες αυτού του άρθρου . Η αποτίµηση γίνεται µε βάση την αρχή της τι µής κτήσεως ή του κόστους παραγωγής και των πιο κάτω γενικών αρχών: α. Θεωρείται ως δεδοµένη η συνέχιση της δραστηριότητας της εταιρείας. β. Οι µέθοδοι αποτίµησης εφαρµόζονται πάγια, χωρίς µεταβολές από χρήση σε χρήση. γ. Η αρχή της συντηρητικότητας εφαρµόζεται πάντοτε και ιδιαίτερα: – Σε κάθε χρήση περιλα µβάνονται µόνο τα κέρδη που έχουν πραγµατοποιηθεί µέσα σ’ αυτή. – Λαµβάνονται υπόψη όλοι οι πιθανοί κίνδυνοι και όλες οι πιθανές ζηµιές που αφορούν την κλειόµενη ή τις προηγούµενες χρήσεις έστω και αν οι σχετικές ενδείξεις άρχισαν να διαφαίνονται µετά το τέλος της κλειόµενης χρήσης, αλλά µέσα στην περίοδο περάτωσης των πράξεων κλεισίµατος του ισολογισµού. – Λογίζονται οι απαραίτητες αποσβέσεις και προβλέψεις, ανεξάρτητα από το αν κατά τη χρήση προκύπτει καθαρό κέρδος ή ζηµία . δ. Τα έσοδα και τα έξοδα που αφορούν τη χρήση λογίζονται σ’ αυτή ανεξάρτητα από το χρόνο της είσπραξης ή της πληρωµής τους. ε. Τα περιουσιακά στοιχεία των λογαριασµών του ενεργητικού και του παθητικού αποτιµούνται χωριστά και όπως ορίζεται στις επόµενες παραγράφους. στ. Τα ποσά ανοίγµατος των λογαριασµών της χρήσης, συµφωνούν απόλυτα µε τον ισολογισµό κλεισίµατος της προηγούµενης χρήσης. 2. Παρέκκλιση από τις αρχές της προηγούµενης παραγράφου 1, επιτρέπεται µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κάθε τέτοιαπαρέκκλιση αναφέρεται στο προσάρτηµασ κατάλληλα αιτιολογηµένη, όπου παρατίθενται οι επιδράσεις της στην περιουσιακή διάρθρωση, στην χρηµατοοικονοµική θέση και στα αποτελέσµατα χρήσης της εταιρείας. 3. α. Τα ποσά των εξόδων εγκατάστασης (πολυετούς απόσβεσης) των κατηγοριών “έξοδα ιδρύσεως και πρώτης εγκαταστάσεως” και “τόκοι δανείων κατασκευαστικής περιόδου”, καθώς και τα ποσά των λογαριασµών “έξοδα αυξήσεως κεφαλαίου και εκδόσεως οµολογιακών δανείων”, “έξοδα κτήσεως ακινητοποιήσεων”, “έξοδα αναδιοργανώσεως” και “λοιπά έξοδα πολυετούς αποσβέσεως”, της κατηγορίας “λοιπά έξοδα εγκαταστάσεως “, αποσβέννυνται είτε εφάπαξ κατά το έτος πραγµατοποίησής τους, είτε τµηµατικά και ισόποσα µέσα σε µία πενταετία. β. Οµολογίες που εκδόθηκαν από την εταιρεία εµφανίζονται στο παθητικό µε την τιµή στην οποία η εταιρεία οφείλει να τις
εξοφλήσει . Οι διαφορές από τη διάθεση οµολογιών σε τιµή µικρότερη από την ονοµαστική τους, καθώς και οι διαφορές από την εξόφληση οµολογιών σε τιµή µεγαλύτερη από την ονοµαστική τους, καταχωρούνται στον λογαριασµό εξόδων πολυετούς απόσβεσης “διαφορές εκδόσεως και εξοφλήσεως οµολογιών” της κατηγορίας “λοιπά έξοδα εγκαταστάσεως”. Οι διαφορές αυτές αποσβέννυνται µε τµηµατικές ισόποσες δόσεις µέχρι τη λήξη της προθεσµίας εξόφλησης του οµολογιακού δανείου. γ. Οι συναλλαγµατικές διαφορές που προκύπτουν κατά την πληρωµή ή την αποτίµηση σε δραχµές των υποχρεώσεων από δάνεια ή πιστώσεις σε ξένο νόµισµα, εφόσον τα δάνεια ή οι πιστώσεις αυτές χρησιµοποιήθηκαν αποκλειστικά για την απόκτηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, καταχωρούνται στον λογαριασµό της κατηγορίας των εξόδων εγκατάστασης (πολυετούς απόσβεσης) “συναλλαγµατικές διαφορές δανείων για κτήσεις πάγιων στοιχείων” και αποσβέννυνται τµηµατικά, ανάλογα µε την υπόλοιπη κανονική χρονική διάρκεια του δανείου ή της πίστωσης, όπως ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις της περίπτ. 23 της παρ. 2.2.110 του άρθρου 1 του Π.∆. 1123/1980 ” περί ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της προαιρετικής εφαρµογής του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου” (ΦΕΚ Α’ 75/1980), όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε µε τη διάταξη της παρ. 12 του µοναδικού άρθρου του Π.∆. 502/1984 “τροποποίηση και συµηλήρωση των διατάξεων του Π.∆. 1132/198Ο” (ΦΕΚ Α’ 179/1984). Τα ποσά και ο λογιστικός χειρισµός των παραπάνω συναλλαγµατικών διαφορών που αφορούν τη χρήση αναφέρονται στο προσάρτηµα. δ. Μέχρι την πλήρη απόσβεση όλων των εξόδων εγκατάστασης “πολυετούς απόσβεσης” απαγορεύεται οποιαδήποτε διανο µή κερδών, εκτός εάν το αναπόσβεστο υπόλοιπο των εξόδων αυτών είναι µικρότερο από το άθροισµα των προαιρετικών αποθεµατικών και του υπολοίπου των κερδών εις νέο. ε. Τα ποσά που εµφανίζονται στα έξοδα εγκατάστασης “πολυετούς απόσβεσης”, που αφορούν τη χρήση, αναλύονται και επεξηγούνται στο προσάρτηµα. 4. α. Οι διατάξεις των περιπτώσεων α, δ και ε της προηγούµενης παραγράφου 3, εφαρµόζονται και για τα έξοδα ερευνών και ανάπτυξης των λογαριασµών “έξοδα ερευνών ορυχείων – µεταλλείων- λατοµείων” και “έξοδα λοιπών ερευνών”, καθώς και για τις παραχωρήσεις και δικαιώµατα βιοµηχανικής ιδιοκτησίας των λογαριασµών “δικαιώµατα εκµεταλλεύσεως ορυχείων – µεταλλείων – λατοµείων” και “λοιπές παραχωρήσεις”, εκτός αν ειδικές διατάξεις της νοµοθεσίας προβλέπουν διαφορετική ρύθµιση. β. Η υπεραξία της επιχειρήσεως (Goodwill) δηµιουργείται κατά την εξαγορά ή συγχώνευση ολόκληρης οικρνοµικής µονάδος και που είναι ίση µε τη διαφορά µεταξύ του ολικού τιµήµατος αγοράς και της πραγµατικής αξίας των επιµέρους περιουσιακών στοιχείων της, καταχωρείται στον λογαριασµό “υπεραξία επιχειρήσεως” των ασώµατων ακινητοποιήσεων και αποσβένεται είτε εφάπαξ είτε τµηµατικά και ισόποσα, σε περισσότερες από µία χρήσεις, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν τα πέντε έτη. Τα ποσά που εµφανίζονται στον λογαριασµό “υπεραξία επιχειρήσεως” αναλύονται και επεξηγούνται στο προσάρτηµα. γ. Τα ποσά που καταχωρούνται στον λογαριασµό “δικαιώµατα βιοµηχανικής ιδιοκτησίας” της κατηγορίας των ασωµάτων ακινητοποιήσεων “παραχωρήσεις και δικαιώµατα βιο µηχανικής ιδιοκτησίας” αποσβέννυνται µε ισόποσες ετήσιες αποσβέσεις µέσα στο χρόνο της παραγωγικής χρησιµότητας κάθε άυλου στοιχείου. Πάντως , η απόσβεση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί µέχρι τη λήξη του χρόνου της παρεχόµενης από το νόµο προστασίας σε περιπτώσεις που η προστασία αυτή έχει περιορισµένη διάρκεια. δ. Τα ποσά της κατηγορίας “λοιπές ασώµατες ακινητοποιήσεις” των λογαριασµών “δικαιώµατα χρήσεως ενσώµατων παγίων στοιχείων και λοιπά δικαιώµατα” αποσβέννυνται µε ισόποσες ετήσιες αποσβέσεις µέσα στο χρόνο που καθορίζεται συµβατικά για τη χρησιµοποίηση κάθε άυλου πάγιου στοιχείου. 5. α. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραπάνω περίπτωσης ε’, καθώς και της παραγράφου 9 αυτού του άρθρου. Τα ενσώµατα πάγια περιουσιακά στοιχεία αποτιµούνται στην αξία της τιµής κτήσης ή του κόστους ιδιοκατασκευής τους. Η αξία αυτή προσαυξάνεται µε τις δαπάνες προσθηκών και βελτιώσεων και µειώνεται µε τις αποσβέσεις που προβλέπονται από αυτό το άρθρο. β. Τιµή κτήσης είναι η τιµολογιακή αξία αγοράς, η οποία προσαυξάνεται µε τα ειδικά έξοδα αγοράς και µειώνεται µε τις σχετικές εκτπτώσεις. Τα έξοδα κτήσης των ακινήτων όπως είναι οι φόροι µεταβίβασης, τα συµβολαιογραφικά και µεσιτικά έξοδα και οι αµοιβές µελετητών και δικηγόρων δεν περιλαµβάνονται στην τιµή κτήσης των στοιχείων αυτών. Τα έξοδα αυτά καταχωρούνται στον λογαριασµό “έξοδα κτήσεως ακινητοποιήσεων” της κατηγορίας “λοιπά έξοδα εγκαταστάσεων”. γ. Κόστος
παραγωγής ή ιδιοκατασκευής είναι η τι µή κτήσης των πρώτων υλών και διαφόρων υλικών, που χρησιµοποιήθηκαν στην παραγωγή των συγκεκριµένων προϊόντων ή ιδιοκατασκευών. Η τιµή αυτή προσαυξάνεται µε αναλογία γενικών εξόδων αγορών καθώς και µε το κόστος κατεργασίας που απαιτήθηκε για να φθάσουν τα σχετικά προϊόντα ή οι ιδιοκατασκευές στη θέση και στην κατάσταση που βρίσκονται τη στιγµή της απογραφής τους. δ. Η απόσβεση του καθενός από τα πάγια περιουσιακά στοιχεία είναι ανάλογη της ετήσιας µείωσης της αξίας του, που οφείλεται τόσο στη χρησιµοποίηση του στοιχείου αυτού, όσο και στην πάροδο του χρόνου και στην οικονοµική αποζηµίωσή του. Η απόσβεση του κάθε στοιχείου ενεργείται συστηµατικά και οµοιόµορφα µέσα στις χρήσεις της πιθανολογού µενης διάρκειας παραγωγικής χρησιµοποίησής του και σύµφωνα µε τις ειδικές διατάξεις της νοµοθεσίας που ισχύει κάθε φορά. Τυχόν πρόσθετες αποσβέσεις που γίνονται µε βάση ειδικές φορολογικές διατάξεις µε τη µορφή αναπτυξιακών κινήτρων, παρατίθενται αναλυτικά κατά κατηγορία παγίου στο προσάρτηµα, µε µνεία των σχετικών φορολογικών διατάξεων. ε. Σε περίπτωση υποτίµησης ενσώµατου πάγιου περιουσιακού στοιχείου, άσχετα αν αυτό υπόκειται ή όχι σε απόσβεση, εφόσον η υποτίµηση προβλέπεται ότι θα είναι διαρκής, σχηµατίζεται ανάλογη πρόβλεψη, ώστε η αποτίµηση του στοιχείου αυτού κατά την ηµέρα κλεισίµατος του ισολογισµού, να γίνεται στη χαµηλότερη τιµή µεταξύ της τι µής κτήσης ή του κόστους ιδιοκατασκευής και της υποτιµηµένης τρέχουσας τιµής του. Οι προβλέψεις αυτές βαρύνουν τα αποτελέσµατα χρήσης και το ποσό τους εµφανίζεται χωριστά στο λογαριασµό “αποτελέσ µατα χρήσεως” ή στο προσάρτη µα όταν είναι αξιόλογο. Η αποτί µηση στην παραπάνω χαµηλότερη τιµή µπορεί να µη συνεχισθεί σε περίπτωση που οι λόγοι που επέβαλαν την προσαρµογή της αξίας έπαψαν να υπάρχουν. “6. Για την αποτίµηση των συµµετοχών και χρεωγράφων εφαρµόζονται τα ακόλουθα: “{α) Οι µετοχές ανωνύµων εταιρειών, οι οµολογίες και τα λοιπά χρεόγραφα, καθώς και τα µερίδια αµοιβαίων κεφαλαίων και οι συµµετοχές σε επιχειρήσεις, που δεν έχουν την µορφή ανώνυµης εταιρείας, αποτιµούνται στην κατ’ είδος χαµηλότερη τι µή, µεταξύ της τιµής κτήσεώς τους και της τρέχουσας τιµής τους. Ειδικότερα, οι τράπεζες και εν γένει τα πιστωτικά ιδρύµατα του ν. 2076/1992, αποτιµούν το χαρτοφυλάκιο των συµµετοχών και χρεογράφων τους, στη συνολικά χαµηλότερη τιµή, µεταξύ της τιµής κτήσεώς τους και της τρέχουσας τι µής τους”. β) Ως τρέχουσα τιµή για την εφαρµογή αυτού του Νόµου θεωρείται: (βα) Για τους εισηγµένους στο Χρηµατιστήριο τίτλους (µετοχές, οµολογίες κλπ), ο µέσος όρος της χρηµατιστηριακής τιµής τους κατά τον τελευταίο µήνα της χρήσεως. (ββ) Για τα µερίδια αµοιβαίων κεφαλαίων ο µέσος όρος της καθαρής τιµής τους κατά τον τελευταίο µήνα της χρήσεως. (βγ) Για τις µετοχές ανωνύµων εταιρειών , που δεν είναι εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο, τις συµµετοχές σε άλλες (πλην Α.Ε.) επιχειρήσεις και τους τίτλους µε χαρακτήρα ακινητοποιήσεων των άλλων αυτών επιχειρήσεων, που συντάσσουν οικονοµικές καταστάσεις, σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτού του Νόµου, η εσωτερική λογιστική αξία των µετοχών ή των συµµετοχών ή των τίτλων των επιχειρήσεων αυτών, όπως προκύπτει από το νόµιµα συνταγµένο τελευταίο ισολογισµό τους. Στην περίπτωση που ο τελευταίος νόµιµα συνταγµένος ισολογισµός των πιο πάνω επιχειρήσεων µε βάση τα δεδοµένα του οποίου προσδιορίστηκε η τρέχουσα τιµή των µη εισηγµένων στο Χρηµατιστήριο µετοχών ή συµµετοχών σε λοιπές (πλην Α.Ε.) επιχειρήσεις, δεν έχει ελεγχθεί από αναγνωρισµένο κατά νόµο ελεγκτή, αναγράφεται σηµείωση στον Ισολογισµό και στο προσάρτηµα, στην οποία αναφέρεται ότι στους αντίστοιχους λογαριασµούς του ενεργητικού περιλαµβάνονται και µετοχές ανωνύµων εταιρειών ή συµµετοχές σε λοιπές (πλην Α.Ε.) επιχειρήσεις συγκεκριµένης αξίας κτήσεως (ή αποτιµήσεως) αντίστοιχα µη εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο και ότι ο Ισολογισµός (ή οι ισολογισµοί), µε βάση τον οποίο έγινε ο προσδιορισµός της εσωτερικής λογιστικής αξίας αυτών των µετοχών και συµµετοχών, δεν έχει ελεγχθεί από αναγνωρισµένο κατά νόµο ελεγκτή. γ). Για την τιµή (αξία) κτήσεως των συµµετοχών και χρεωγράφων εφαρµόζονται τα οριζόµενα στις περιπτώσεις 2 και 3 της παραγράφου 2.2.112 του άρθρου 1 του Π∆ 1123/1980. Ειδικά για τους τίτλους σταθερού εισοδήµατος (οµολογιών, οµολόγων του Ελληνικού ∆ηµοσίου, Τραπεζικών οµολόγων και εντόκων γραµµατίων τουυ Ελληνικού ∆ηµοσίου) των οποίων η διαπραγµάτευση στο Χρηµατιστήριο γίνεται στην καθαρή τιµή τους, δίχως το δεδουλευµένο µέχρι την αγορά τους τόκο, αξία (τιµή) κτήσεώς τους είναι η καθαρή τιµή τους αυτή, που καταχωρείται σε
ιδιαίτερους υπολογαριασµούς µε την ονοµασία “αξία κτήσεως τίτλων” ενταγµένους στους λογαριασµούς κάθε είδους τίτλων σταθερού εισοδήµατος. Για την µέθοδο υπολογισµού της τιµής κτήσεως των συµµετοχών και χρεωγράφων, εφαρµόζεται η περ. β’ της επόµενης παραγρ. 7. δ) Όταν η τρέχουσα τιµή είναι χαµηλότερη της τιµής κτήσεως, η διαφορά χρεώνεται στο λογαριασµό 68.01 “Προβλέψεις για υποτιµήσεις συµµετοχών και χρεωγράφων” του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου του Π∆ 1123/1980, µε πίστωση αντίστοιχων αντίθετων λογαριασµών προβλέψεων κατά κατηγορία τίτλων, που δηµιουργούνται στους λογαριασµούς 18.00.99, 18.01.99 και 34.99 του ίδιου Π∆. Κατά τον επανυπολογισµό των προβλέψεων, που γίνεται στο τέλος κάθε επόµενης χρήσεως, σύµφωνα µε τα παραπάνω αναπροσαρµόζονται τα ποσά των προβλέψεων, που εµφανίζονται στους πιο πάνω αντίθετους λογαριασµούς, µε βάση τα δεδοµένα της νέας χρήσεως, είτε µε χρέωση των υπολογαριασµών του λογαριασµού 68 (σχηµατισµός συµπληρωµατικής προβλέψεως), είτε µε πίστωση των υπολογαριασµών του λογαριασµού 84.00 “έσοδα από αχρησιµοποίητες προβλέψεις προηγουµένων χρήσεων” του Π.∆. 1123/1980. ε) Για τον προσδιορισµό της δραχµικής τρέχουσας αξίας των κινητών αξιών (χρεωγράφων και άλλων τίτλων) σε ξένο νόµισ µα, εφαρµόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις της υποπαραγρ. 2.3.301 του άρθρου 1 του Π∆ 1123/1980, όπως ισχύει. στ) Τα κάθε φύσεως χρεώγραφα και τίτλοι, που έχουν χαρακτήρα προθεσ µιακής κατάθεσης και δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηµατιστήριο, αποτιµούνται στην κατ’ είδος παρούσα αξία του κατά την ηµέρα κλεισίµατος του ισολογισµού, η οποία προσδιορίζεται µε βάση το ετήσιο επιτόκιο του κάθε χρεωγράφου ή τίτλου”. “7.α. Τα αποθέµατα, εκτός από τα υπολείµµατα, τα υποπροϊόντα και τα ελαττωµατικά προϊόντα , αποτιµούνται στην κατ’ είδος χαµηλότερη τιµή, µεταξύ της τιµής κτήσεως ή του κόστους παραγωγής τους και της τιµής στην οποία η επιχείρηση δύναται να τα αγοράσει (τρέχουσα τιµή αγοράς) ή να τα παράγει (τρέχουσα τιµή αναπαραγωγής) κατά την ηµέρα κλεισί µατος του ισολογισµού. Εάν η τρέχουσα τιµή αγοράς ή αναπαραγωγής είναι χαµηλότερη από την τιµή κτήσεως ή το ιστορικό κόστος παραγωγής, αλλά µεγαλύτερη από την καθαρή ρευστοποιήσιµη αξία, τότε η αποτίµηση γίνεται στην καθαρή ρευστοποιήσιµη αξία. Τα υπολείµµατα, τα υποπροϊόντα, τα ελαττωµατικά προϊόντα και τα συµπαράγωγα προϊόντα, αποτιµούνται σύµφωνα µε όσα ορίζονται στις περιπτ. 3, 4, 11, 12, 13 και 14 της παρ. 2.2.205 του άρθρου 1 του Π∆ 1123/1980. Για την εφαρµογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου λαµβάνονται υπόψη οι εννοιολογικοί προσδιορισµοί της τιµής κτήσεως, της τρέχουσας τιµής αγοράς, του ιστορικού κόστους παραγωγής και της καθαρής ρευστοποιήσιµης αξίας, που ορίζονται στις περιπτ. 6, 8, 9 και 10 της παραγρ . 2.2.205 του άρθρου 1 του Π∆ 1123/1980″. β. Η µέθοδος υπολογισµού της τιµής κτήσης ή του κόστους παραγωγής των αποθε µάτων, καθώς και της τιµής κτήσης των κινητών αξιών, επιλέγεται, από την εταιρεία, από τις µεθόδους της περιπτ. 7 της παρ. 2.2.205 του άρθρου 1 του Π∆ 1123/1980 και εφαρµόζεται πάγια , από χρήση σε χρήση. Αλλαγή της εφαρµοζόµενης µεθόδου δεν επιτρέπεται, εκτός αν υπάρχει µεταβολή συνθηκών, ή άλλος σοβαρός λόγος, οπότε η αλλαγή της µεθόδου αναφέρεταικαι αιτιολογείται στο προσάρτηµα µαζί µε την επίδραση της αλλαγής αυτής στη διαµόρφωση των αποτελεσµάτων χρήσης. γ. Σε περίπτωση που η εµφανιζόµενη στον ισολογισµό αξία, όπως έχει προσδιοριστεί µε την εφαρµογή µιας από τις µεθόδους της προηγούµενης περίπτ . β , διαφέρει σηµαντικά από την αξία που προκύπτει µε βάση την τελευταία, σε σχέση µε την ηµέρα κλεισίµατος του ισολογισµού, γνωστή τιµή της αγοράς, η διαφορά αυτή σηµειώνεται στο προσάρτηµα, συνολικά για κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων”. 8. α. Οι απαιτήσεις που είναι ανεπίδεκτες είσπραξης αποσβένονται ολοσχερώς, ενώ οι επισφαλείς απαιτήσεις απεικονίζονται στον ισολογισµό µε την πιθανή τους αξία κατά το χρόνο σύνταξής του. β. Οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις σε ξένο νόµισµα καθώς και τα τυχόν διαθέσι µα σε ξένο νόµισµα , εµφανίζονται στον ισολογισµό µε το ποσό των δραχµών που προκύπτει από τη µετατροπή του κάθε ξένου νοµίσµατος µε βάση την επίση µη τι µή του κατά την ηµέρα κλεισίµατος του ισολογισµού. Με την επιφύλαξη της διατάξεως της περ. γ’ της παραπάνω παρ. 3, οι συναλλαγµατικές διαφορές που προκύπτουν κατά την αποτίµηση των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων σε ξένο νόµισµα καταχωρούνται σε ιδιαίτερους λογαριασµούς κατά ξένο νόµισµα , χωριστούς για τις βραχυπρόθεσµες απαιτήσεις και υποχρεώσεις και χωριστούς για τις µακροπρόθεσµες και µεταφέρονται στα αποτελέσµατα χρήσης, όπως ορίζεται από τις σχετικές διατάξεις της
περιπτώσεως 4 της παραγράφου 2.3.2. του άρθρου 1 του Π.∆. 1123/1980, όπως τροποποιήθηκε και συµηληρώθηκε µε την διάταξη της παρ. 23 του µοναδικού άρθρου του Π.∆. 502/1984. Οι συναλλαγ µατικές διαφορές που προκύπτουν κατά την αποτίµηση τυχόν διαθεσίµων σε ξένο νόµισµα µεταφέρονται στα αποτελέσµατα χρήσης. 9. Αναπροσαρµογή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του πάγιου ενεργητικού δεν επιτρέπεται, εκτός αν αυτή γίνεται σε εφαρµογή ειδικού νόµου. Για την εφαρµογή αυτού του Νόµου, η αναπροσαρµοσµένη αξία των στοιχείων αυτών θεωρείται και αξία κτήσης τους. Κάθε τέτοια αναπροσαρµογή που έγινε µέσα στην κλειόµενη χρήση αναφέρεται και επεξηγείται στο προσάρτηµα µαζί µε πλήρη ανάλυση της κίνησης του σχετικού λογαριασµού, που περιλαµβάνεται στις “διαφoρές αναπροσαρµογής”. 10. Για την εφαρµογή της παρ. 6του άρθρου 428, τα εκφρασµένα σε ξένο νόµισµα στοιχεία υποκαταστηµάτων που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, µετατρέπονται σε δραχµές ως εξής: α. Τα στοιχεία του πάγιου ενεργητικού, πλην των µακροπρόθεσµων απαιτήσεων και οι κινητές αξίες (χρεώγραφα και άλλοι τίτλοι) µετατρέπονται σε δραχµές µε την τιµή του ξένου νοµίσµατος της ηµέρας κτήσης (αγοράς ή ιδιοκατασκευής) κάθε στοιχείου. Οι διατάξεις των παρ. 5 και 6 εφαρµόζονται αναλόγως. β. Τα αποθέµατα µετατρέπονται σε δραχµές µε την τιµή του ξένου νοµίσµατος της ηµέρας κτήσης τους (αγοράς ή παραγωγής) . Οι διατάξεις της παρ . 7 εφαρµόζονται αναλόγως. γ. Τα διαθέσιµα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις µετατρέπονται σε δραχµές µε την τιµή του ξένου νοµίσµατος της ηµέρας κλεισίµατος του ισολογισµού. δ. Τα έξοδα και τα έσοδα µετατρέπονται σε δραχµές µε τη µέση τιµή του ξένου νοµίσµατος της διαχειριστικής περιόδου στην οποία αναφέρονται. Για τον προσδιορισµό αυτής της τιµής, αθροίζονται οι µέσες τιµές αγοράς και πώλησης του ξένου νοµίσµατος, που ίσχυαν κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου και κατά το τέλος κάθε µήνα αυτής, και το άθροισµα διαιρείται µε τον αριθµό των µηνών της περιόδου, προσαυξηµένο κατά µία µονάδα . Για τις συναλλαγµατικές διαφορές που τυχόν θα προκύψουν από τις µετατροπές των προηγουµένων περιπτώσεων α-δ της παραγράφου αυτής, εφαρµόζονται τα ακόλουθα: α) Οι συναλλαγµατικές διαφορές που προκύπτουν από την µετατροπή σε δραχ µές των στοιχείων του πάγιου ενεργητικού πλην των µακροπρόθεσµων απαιτήσεων καθώς και από τη µετατροπή των κινητών αξιών, των αποθεµάτων, των διαθεσίµων περιουσιακών στοιχείων και των εξόδων και των εσόδων, µεταφέρονται στον λογαριαρµό “αποτελέσµατα χρήσεως”. β) Για τις συναλλαγµατικές διαφορές που προκύπτουν από τη µετατροπή σε δραχµές των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων, εφαρµόζονται αναλόγως οι παραπάνω διατάξεις της περιπτώσεως γ’ της παρ. 3 και της περιπτώσεως β’ εδάφιο δεύτερο της παρ. 8. 11. Στην περίπτωση που δεν λειτουργεί υποκατάστηµα για τη µετατροπή σε δραχµές των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, που βρίσκονται στο εξωτερικό και είναι εκφρασµένα σε ξένο νόµισµα, εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις της προηγούµενης παρ. 10″.
Άρθρο 43Α
“1. Εκτός από τις πληροφορίες και επεξηγήσεις, που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 42α, 42β, 42ε και 43 να παρατίθενται στο προσάρτηµα, πρέπει να περιλαµβάνονται στο ίδιο προσάρτηµα και οι παρακάτω, τουλάχιστον, πληροφορίες: α. Οι µέθοδοι που εφαρµόστηκαν για την αποτίµηση των διάφορων περιουσιακών στοιχείων του ισολογισµού, καθώς και οι µέθοδοι υπολογισµού των αποσβέσεων και των προβλέψεων. Προκειµένου για απαιτήσεις, υποχρεώσεις και άλλα στοιχεία του ισολογισµού και των + αποτελεσµάτων χρήσης, που η δραχµική τους αξία προκύπτει από µετατροπή ξένων νοµισµάτων (πράξεις σε συνάλλαγµα), παρατίθενται οι βάσεις της + µετατροπής των ξένων νοµισµάτων σε δραχµές και ο λογιστικός χειρισµός των συναλλαγµατικών διαφορών, δηλαδή αν µεταφέρθηκαν ή καταχωρήθηκαν στο λογαριασµό “αποτελέσ µατα χρήσεως” ή σε οποιοδήποτε λογαριασ µό του + ισολογισµού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση αναφέρεται και ο τρόπος της + µελλοντικής τακτοποίησής τους. β. Προκειµένου για συµµετοχές της εταιρείας στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, που πραγµατοποιούνται, είτε από την ίδια, είτε από άλλο πρόσωπο που ενεργεί µε το όνοµά του αλλά για λογαριασµό της, σε ποσοστό µεγαλύτερο από 10% του
κεφαλαίου τους, παρατίθεται ανάλυση, η οποία περιλαµβάνει την επωνυ µία και την έδρα της κάθε επιχείρησης, το ποσοστό συµµετοχής στο κεφάλαιό της , το σύνολο των ίδιων κεφαλαίων της και το συνολικό αποτέλεσµα της τελευταίας χρήσης για την οποία καταρτίστηκαν οικονοµικές καταστάσεις της. Oι ανώνυµες εταιρείες της παρ. 4 του άρθρου 42α µπορούν να παραλείπουν τις πληροφορίες αυτής της περίπτωσης. Την παράλειψη των παραπάνω πληροφοριών από το προσάρτηµα είναι δυνατόν να επιτρέψει ο Υπουργός Εµπορίου, εφόσον κρίνει ότι η δηµοσιότητά τους θα ήταν σε σοβαρό βαθµό επιζήµια για την εταιρεία ή για οποιαδήποτε από τις λοιπές επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στις πληροφορίες αυτές. Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναφέρεται στο προσάρτηµα. Οι παραπάνω πληροφορίες είναι δυνατό να παραλείπονται και όταν είναι ασήµαντες σε σχέση µε τις αρχές της παρ. 2 του άρθρου 42α. Επίσης, οι πληροφορίες οι σχετικές µε τα ίδια κεφάλαια και τα αποτελέσµατα της τελευταίας χρήσης µπορεί να παραλείπονται, όταν οι επιχειρήσεις, στις οποίες αναφέρονται οι πληροφορίες αυτές, δε δηµοσιεύουν ισολογισµό και εφόσον η συµµετοχή της εταιρείας στις επιχειρήσεις αυτές είναι µικρότερη από το 50% του κεφαλαίου τους. “Οταν η εταιρεία είναι µητρική κατά την έννοια της παρ . 5 του άρθρου 42ε, στην παραπάνω ανάλυση για τις συµµετοχές της είναι δυνατό να µην + περιλαµβάνονται για τις θυγαρικές της επιχειρήσεις το σύνολο ιδίων κεφαλαίων και το συνολικό αποτέλεσµα της τελευταίας χρήσης, εφόσον οι + πληροφορίες αυτές περιλαµβάνονται στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις που καταρτίζονται από τη µητρική επιχείρηση”. ” Προκειµένου για συµµετοχές της Εταιρείας στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, στις οποίες η Εταιρεία είναι απεριόριστα ευθυνό µενος εταίρος, παρατίθεται ανάλυση, η οποία περιλαµβάνει την επωνυµία, την έδρα και το νοµικό τύπο της κάθε µιας από αυτές τις επιχειρήσεις. Η πληροφορία αυτή είναι δυνατόν να παραλείπεται, όταν είναι ασήµαντη σε σχέση µε τις αρχές της παραγρ. 2 του άρθρου 42α”. γ. Ο αριθµός και η ονοµαστική αξία των µετοχών που εκδόθηκαν µέσα στη χρήση για κάλυψη αύξησης του µετοχικού κεφαλαίου, καθώς και η αξία έκδοσης των µετοχών αυτών. δ. Ο αριθµός και η ονοµαστική αξία των µετοχών της κάθε κατηγορίας, όταν το µετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας διαιρείται σε µετοχές δύο ή + περισσότερων κατηγοριών. ε. Ο αριθµός των τίτλων κατά κατηγορία και τα ενσωµατωµένα σ’ αυτούς + δικαιώµατα, όταν η εταιρεία έχει εκδόσει προνοµιούχες µετοχές, µετατρέψιµες οµολογίες, µετοχές επικαρπίας ή ιδρυτικούς τίτλους. στ. Τα ποσά των υποχρεώσεων των οποίων η προθεσµία εξόφλησης είναι µεγαλύτερη από πέντε έτη από την ηµέρα κλεισίµατος του ισολογισµού, καθώς και τα ποσά των υποχρεώσεων για εξασφάλιση των οποίων η εταιρεία έχει χορηγήσει ε µπράγµατες ασφάλειες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση παρέχονται και διευκρινίσεις αναφορικά µε το είδος και την έκταση των ασφαλειών που χορηγήθηκαν. Ολες αυτές οι πληροφορίες αναφέρονται χωριστά για κάθε υποχρέωση του υποδείγµατος ισολογισµού του άρθρου 42γ. ζ. Τα συνολικά ποσά οικονοµικών δεσµεύσεων από συµβάσεις, εγγυήσεις και άλλες συµβατικές ή από την ισχύουσα νοµοθεσία επιβαλλόµενες πιθανές + υποχρεώσεις, οι οποίες δεν εµφανίζονται στους λογαριασµούς τάξεως” του + ισολογισµού, εφόσον η πληροφορία αυτή είναι χρήσιµη για την εκτί µηση της + χρηµατοοικονοµικής θέσης της εταιρείας. Οι υποχρεώσεις για καταβολές ειδικών µηνιαίων παροχών, όπως π.χ. µηνιαίων βοηθηµάτων, καθώς και οι + οικονοµικές δεσµεύσεις σε συνδεµένες επιχειρήσεις, αναφέρονται χωριστά. η. Ανάλυση του κύκλου εργασιών, µε την έννοια της περιπτ. α της παρ. 15 του άρθρου 42ε, κατά κατηγορίες δραστηριότητας και κατά γεωγραφικές αγορές, στο µέτρο που οι κατηγορίες και οι αγορές αυτές διαφέρουν ουσιαστικά µεταξύ τους από πλευράς οργάνωσης των πωλήσεων ή της παροχής + υπηρεσιών της εταιρείας. Την παράλειψη των παραπάνω πληροφοριών από το προσάρτηµα είναι δυνατό να + επιτρέπει ο Υπουργός Εµπορίου, εφόσον κρίνει ότι η δηµοσιότητά τους θα ήταν σε σοβαρό βαθµό επιζήµια για την εταιρεία. Κάθε τέτοια παρέκκλιση + αναφέρεται στο προσάρτηµα. θ. Ο µέσος όρος του αριθµού του προσωπικού που απασχολήθηκε στη διάρκεια της χρήσης, ο οποίος προσδιορίζεται µε βάση το συνολικό αριθµό των ατόµων που απασχολήθηκαν στην κάθε εργάσιµη ηµέρα . Ο µέσος αυτός αριθµός αναλύεται σε κατηγορίες (π.χ. εργατοτεχνικό προσωπικό, διοικητικό προσωπικό ) για τις οποίες παρατίθεται αναλυτικά η επιβάρυνση της εταιρείας, για τη χρήση, από µισθούς και ηµεροµίσθια, κοινωνικές επιβαρύνσεις και βοηθήµατα . ι. Οι διαφορές από υποτίµηση κυκλοφορούντων στοιχείων του ενεργητικού, οι λόγοι στους οποίους οφείλονται και η
φορολογική τους µεταχείριση. ια. Η έκταση επηρεασµού των αποτελεσµάτων χρήσης, σε περίπτωση που στη µέθοδο αποτίµησης, την οποία εφάρµοσε η εταιρεία, έγινε παρέκκλιση από τις αρχές του άρθρου 43 για λόγους φορολογικών ελαφρύνσεων. Σε περίπτωση που από την παρέκκλιση αυτή αναµένεται να προκύψουν ουσιώδεις φορολογικές επιβαρύνσεις σε επόµενες χρήσεις, παρέχονται λεπτοµερείς + επεξηγήσεις. ιβ. Τα ποσά των φόρων που οφείλονται, καθώς και εκείνα που αναµένεται να προκύψουν σε βάρος της κλειόµενης και των προηγούµενων χρήσεων, εφόσον τα ποσά αυτά είναι σηµαντικά και δεν εµφανίζονται στις υποχρεώσεις ή στις προβλέψεις της εταιρείας. ιγ. Τα ποσά που βάρυναν τη χρήση για αµοιβές σε µέλη των οργάνων διοίκησης και διεύθυνσης, καθώς και οι υποχρεώσεις που δηµιουργήθηκαν ή + αναλήφθηκαν για βοηθήµατα σε αποχωρήσαντα µέλη των οργάνων αυτών, κατά + κατηγορία. “Η ανωτέρω πληροφορία µπορεί να παραλείπεται όταν από αυτήν καθίσταται δυνατόν να προσδιορισθεί η ταυτότητα και τα εισοδήµατα ενός µέλους των οργάνων διοικήσεως και διευθύνσεως”. ιδ. Τα ποσά προκαταβολών και πιστώσεων που δόθηκαν, µε βάση τις κείµενες + διατάξεις, σε µέλη διοικητικών συµβουλίων και διαχειριστές. ιε. Την επωνυµία και την έδρα των επιχειρήσεων που συντάσσουν ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις, στις οποίες περιλαµβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν και οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις της εταιρείας, καθώς και τον τόπο όπου οι ενοποιηµένες αυτές καταστάσεις είναι διαθέσιµες. ιστ. Οταν η εταιρεία έχει αποκτήσει µέσα στη χρήση δικές της µετοχές (ίδιες µετοχές) σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 16, πρέπει να + αναφέρονται: – οι λόγοι για τους οποίους αποκτήθηκαν οι µετοχές αυτές, – ο αριθµός και η ονοµαστική αξία των δικών της µετοχών που απέκτησε η + εταιρεία ή που µεταβίβασε µέσα στη χρήση, καθώς και το τµήµα του µετοχικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν και – το τυχόν αντίτιµο των πιο πάνω µετοχών, που έχει καταβληθεί για την απόκτησή τους ή έχει εισπραχθεί για τη µεταβίβασή τους. ιζ. Οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που απαιτούνται από ειδικές διατάξεις της νοµοθεσίας που ισχύει κάθε φορά ή που κρίνονται αναγκαίες για την επίτευξη των σκοπών της αρτιότερης πληροφόρησης των µετόχων και των τρίτων και της παρουσίασης µιας πιστής εικόνας της περιουσίας, της + χρηµατοοικονοµικής κατάστασης (θέσης) και των οτελεσµάτων χρήσης της εταιρείας. 2. Οι εταιρείες που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 42α µπορούν να καταρτίζουν συνοπτικό προσάρτηµα, στο οποίο δεν θα + περιλαµβάνουν τις πληροφορίες που προβλέπονται στις περιπτώσεις ε µέχρι ιγ της παραγράφου 1, µε την προϋπόθεση ότι θα παρατίθενται συνοπτικά οι + πληροφορίες της περίπτωσης στ της ίδιας παραγράφου. “Οι εταιρείες αυτές δικαιούνται να µην περιλαµβάνουν στο Προσάρτηµα τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 42ε, παραγράφους 8, 12 τελευταίο εδάφιο, 14 εδάφιο δ’ και 15 περίπτ. β’ και στο άρθρο 43 παράγρ. 3 περίπτ. ε’ και παράγρ. 7 περίπτ. γ'”. Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 42α εφαρ µόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτής της διάταξης. 3.α. Η έκθεση διαχείρισης του ∆ιοικητικού Συµβουλίου προς την τακτική Γενική Συνέλευση πρέπει να παρέχει σαφή και πραγµατική εικόνα της εξέλιξης των εργασιών και της οικονοµικής θέσης της εταιρείας, καθώς και πληροφορίες για την προβλεπόµενη πορεία της εταιρείας και για τις + δραστηριότητές της στον τοµέα της έρευνας και της ανάπτυξης . β. Επιπλέον, στην έκθεση αυτή αναφέρονται: τα κατεχόµενα χρεώγραφα, κατά είδη, ποσά και τιµή µονάδας, το διαθέσιµο συνάλλαγµα, µε ανάλυση κατά είδος και µέση τιµή απόκτησής του, οι οικοδοµές και, γενικά τα ακίνητα της εταιρείας, µε ανάλυση κατά µονάδα, είδος, θέση και τιµή απόκτησης ή κατασκευής, µε µνεία των τυχόν εµπράγµατων βαρών, καθώς και + σηµαντικές ζηµίες που κατά το χρόνο υποβολής της έκθεσης, είτε υπάρχουν, είτε αναµένονται να προκύψουν. Στην έκθεση αυτή αναφέρεται επίσης και κάθε άλλο σηµαντικό γεγονός που έχει συµβεί µέσα στο χρονικό διάστηµα από τη λήξη της χρήσης µέχρι την ηµέρα υποβολής της έκθεσης, “ως και η ύπαρξη υποκαταστηµάτων της εταιρείας”. γ. Οι ελεγκτές της εταιρείας, εκτός από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 37, οφείλουν να επαληθεύουν και τη συµφωνία του περιεχόµενου της κθεσης του ∆ιοικητικού Συµβουλίου µε τις σχετικές + οικονοµικές καταστάσεις. Για το σκοπό αυτό η έκθεση πρέπει να έχει τεθεί υπόψη τους τουλάχιστο 30 ηµέρες πριν από τη Γενική Συνέλευση. 4. Η έκθεση των ελεγκτών , εκτός από τις πληροφορίες που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 37, οφείλει επίσης να αναφέρει: α. Αν το προσάρτηµα περιλαµβάνει τις
πληροφορίες της παραπάνω παραγράφου 1 ή 2, και β. Αν έγινε επαλήθευση της συµφωνίας που αναφέρεται στην περίπτ. γ της + προηγούµενης παραγρ. 3″.
Άρθρο 43Β
“1. Κατά τη δηµοσίευση που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτ. β της παρ. 1 του άρθρου 7β και της παρακάτω παρ. 5, οι εταιρείες που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 6 του άρθρου 42α µπορούν να δηµοσιεύουν συνοπτικό ισολογισµό. Στην περίπτωση αυτή, κατά τη δηµοσίευση, πρέπει να γίνεται µνεία ότι ο δη µοσιευόµενος ισολογισ µός είναι συνοπτικός και να αναφέρεται το Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών, στο οποίο έχουν ή πρόκειται να καταχωρηθούν οι οικονοµικές καταστάσεις της + εταιρείας. Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 42α εφαρµόζονται αναλόγως και στην περίπτωση της παραπάνω διάταξης. 2. Οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις υποβάλλονται στις διατυπώσεις + δηµοσιότητας των παρ. 1 και 5 του παρόντος , µε τη µορφή και το περιεχόµενο, µε βάση το οποίο ο ελεγκτής ή οι ελεγκτές της εταιρείας έχουν συντάξει την έκθεση ελέγχου τους. Αν οι ελεγκτές έχουν παρατηρήσεις ή αρνούνται την έκφραση γνώµης, τότε το γεγονός αυτό πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στις δηµοσιευόµενες οικονοµικές καταστάσεις, εκτός εάν αυτό προκύπτει από το δηµοσιευόµενο σχετικό + πιστοποιητικό ελέγχου. “Οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις, πέραν της δηµοσίευσής τους σε δραχµές, επιτρέπεται να δηµοσιεύονται και σε ECU, µε βάση την ισοτιµία δραχµών – ECU που ισχύει κατά την ηµεροµηνία κλεισίµατος του ισολογισ µού. Η ισοτιµία αυτή αναφέρεται στο Προσάρτηµα”. 3. Αντίγραφα των ετήσιων οικονοµικών καταστάσεων, µε τις σχετικές εκθέσεις του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και των ελεγκτών, υποβάλλονται από την εταιρεία στο Υπουργείο Εµπορίου, είκοσι τουλάχιστον ηµέρες πριν από τη Γενική Συνέλευση. 4. Ο ισολογισµός της εταιρείας, ο λογαριασµός “αποτελέσµατα χρήσεως” και “ο πίνακας διαθέσεως αποτελεσµάτων”, µαζί µε το σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου, όταν προβλέπεται ο έλεγχος από Ορκωτούς Λογιστές, δηµοσιεύονται όπως ορίζεται στην επόµενη παράγραφο 5. “5. Το διοικητικό συµβούλιο της ανώνυµης εταιρείας οφείλει να δηµοσιεύει τα έγγραφα της προηγούµενης παραγράφου 4, είκοσι (20) τουλάχιστον ηµέρες πριν από τη συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης: α. στο τεύχος ανωνύµων εταιρειών και εταιρειών περιορισµένης ευθύνης, σύµφωνα µε το άρθρο 7β παρ. 1 εδάφιο β’ και β. κατά την κρίση του διοικητικού συµβουλίου σε µια ηµερήσια πολιτική εφηµερίδα που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του ν.δ/ τος 3757/1957, όπως ισχύει, η οποία εκδίδεται στην Αθήνα και έχει ευρύτερη κυκλοφορία σε ολόκληρη τη χώρα και σε µία ηµερήσια οικονοµολογική εφηµερίδα που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 26. “Τα έγγραφα της παρ. 4 του άρθρου αυτού των Ποδοσφαιρικών Ανωνύµων Εταιρειών δηµοσιεύονται και σε µία από τις αθλητικές εφηµερίδες που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του α ‘ εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.δ. 3757/1957, όπως αυτό αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 του ν. 1044/1980 και συµπληρώθηκε µε το άρθρο 18 του ν. 1797/1988. Για τις αθλητικές εφηµερίδες , οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να δηµοσιεύουν τα έγγραφα αυτά, θα αποφασίζει κάθε έξι (6) µήνες ο Υπουργός Ανάπτυξης, µε βάση έγγραφο του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης, που θα βεβαιώνει τη συνδροµή των πιο πάνω προϋποθέσεων”. “γ) σε µια ηµερήσια ή εβδοµαδιαία τουλάχιστον εφηµερίδα, από εκείνες που εκδίδονται στην έδρα της και σε περίπτωση που δεν εκδίδεται εφηµερίδα στην περιοχή αυτή σε µία ηµερήσια ή εβδοµαδιαία τουλάχιστον εφηµερίδα από τις εκδιδόµενες στην πρωτεύουσα του νοµού στον οποίο η εταιρεία έχει την έδρα της. Εξαιρετικά αν η εταιρεία εδρεύει σε δήµο ή κοινότητα του Νοµού Αττικής, εκτός του ∆ήµου Αθηναίων, τα έγγραφα της παραγράφου 4 πρέπει να δηµοσιεύονται σε µια ηµερήσια ή εβδοµαδιαία τουλάχιστον εφηµερίδα από εκείνες που εκδίδονται στην έδρα της και σε περίπτωση που δεν εκδίδεται εφηµερίδα στην περιοχή αυτή σε µία ηµερήσια ή εβδοµαδιαία τουλάχιστον εφηµερίδα από τις εκδιδόµενες στην έδρα της νοµαρχίας , στην οποία υπάγεται η εταιρεία. Ως προς τις ανωτέρω εφηµερίδες ισχύουν οι προϋποθέσεις της περίπτωσης ε’ της παρ. 2 του άρθρου 26”. 6. Μέσα σε είκοσι ηµέρες από την έγκριση των οικονο µικών καταστάσεων από την τακτική Γενική Συνέλευση, µαζί µε το επικυρωµένο αντίγραφο των +
πρακτικών της, που προβλέπεται από την παρ. 2 του άρθρου 26α, υποβάλλεται στο Υπουργείο Εµπορίου και αντίτυπο των εγκεκριµένων οικονοµικών καταστάσεων”.
Άρθρο 44
Ετησίως αφαιρείται το εικοστόν τουλάχιστον των καθαρών κερδών προς σχηµατισµόν τακτικού αποθεµατικού. Η προς σχηµατισµόν αποθεµατικού αφαίρεσις παύει ούσα υποχρεωτική, άµα ως τούτο φθάση τουλάχιστον το τρίτον του εταιρικού κεφαλαίου. Το αποθεµατικόν τούτο χρησιµοποιείται αποκλειστικώς προς εξίσωσιν προ πάσης διανοµής µερίσµατος του τυχόν χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασµού κερδών και ζηµιών.
Άρθρο 44Α
“1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη µείωση του µετοχικού κεφαλαίου, δεν µπορεί να γίνει οποιαδήποτε διανοµή στους µετόχους, εφόσον, κατά την ηµεροµηνία λήξης της τελευταίας χρήσης, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας, όπως προσδιορίζονται στο υπόδειγµα ισολογισµού που προβλέπεται από το άρθρο 42γ, είναι ή, µετά από τη διανοµή αυτή, θα γίνει κατώτερο από το ποσό του µετοχικού κεφαλαίου, προσαυξηµένου µε τα αποθεµατικά για τα οποία η διανοµή τους απαγορεύεται από το νόµο ή το καταστατικό. Το ποσό αυτού του µετοχικού κεφαλαίου µειώνεται κατά το ποσό που δεν έχει ακόµα κληθεί να καταβληθεί. 2. Το ποσό που διανέµεται στους µετόχους δεν µπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσµάτων της τελευταίας χρήσης που έχει λήξει, προσαυξηµένο µε τα κέρδη που προέρχονται από προηγούµενες χρήσεις και τα αποθεµατικά για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε από τη Γενική Συνέλευση η διανοµή τους, και µειω µένο κατά το ποσό των ζηµιών προηγουµένων χρήσεων και τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηµατισµό αποθεµατικών σύµφωνα µε το νόµο και το καταστατικό. Το προς διανο µή ποσό καταβάλλεται στους µετόχους µέσα σε δύο µήνες από την απόφαση της τακτικής Γενικής Συνέλευσης που ενέκρινε τις ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις. 3. Η έννοια της διανοµής των προηγούµενων παρ. 1 και 2 περιλαµβάνει ιδίως την καταβολή των µερισµάτων και των τόκων από µετοχές”.
Άρθρο 45
- Καθαρά κέρδη της εταιρείας είναι τα προκύπτοντα µετά την αφαίρεσιν εκ των πραγµατοποιηθέντων ακαθαρίστων κερδών παντός εξόδου , πάσης ζηµίας, των κατά τον νόµον αποσβέσεων και παντός άλλου εταιρικού βάρους. 2. Τα καθαρά κέρδη διανέµονται κατά την εξής σειράν: α) αφαιρείται η κατά τον παρόντα νόµον ή το καταστατικόν κράτησις, το απαιτούµενον ποσόν δια την καταβολή πρώτου µερίσµατος εξ (6%) τουλάχιστον επί του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου, β) “κρατείται το απαιτούµενον ποσόν δια την καταβολήν πρώτου µερίσµατος εξ 6% τουλάχιστον επί του καταβεβληµένου εταιρικού κεφαλαίου, και γ) το υπόλοιπον διατίθεται κατά τους ορισµούς του καταστατικού. “3”. “Αποφάσει της Γενικής Συνελεύσεως λαµβανοµένη κατά τας διατάξεις των άρθρων 29 παράγραφος 3 και 31 παράγραφος 2 δύνανται τα µετά την διανοµήν του πρώτου µερίσµατος διανεµητέα κατά το καταστατικόν εις τους µετόχους κέρδη, να διατεθούν προς αύξησιν του εταιρικού κεφαλαίου δι’ εκδόσεως νέων µετοχών παρεχοµένων εις τους µετόχους άνευ πληρωµής, αντί προσθέτου µερτίσµατος. Εν τη περιπτώσει ταύτη εφαρµόζονται τα υπό της παραγράφου 3 του άρθρου 3α οριζόµενα”.
Άρθρο 46
- Η διανοµή προσωρινών µερισµάτων ή ποσοστών επιτρέπεται µόνον εφ’ όσον είκοσι τουλάχιστον ηµέρας προ αυτής δηµοσιευθή διά τινός ηµερησίας εφηµερίδος εκ των
εκδιδοµένων εν Αθήναις και ευρύτερον κυκλοφορουσών, κατά την κρίσιν του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και δια του ∆ελτίου Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως άµα τη καταρτίσει και υποβληθή εις το Υπουργείον Εµπορίου λογιστική κατάστασις περί εταιρικής περιουσίας. 2. Τα ούτω διανεµόµενα δεν δύνανται να υπερβώσι το ήµισυ των κατά την λογιστικήν κατάστασιν καθαρών κερδών.
Άρθρο 46Α
Κάθε ποσό που διανέµεται στους µετόχους κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 44α, 45 και 46, επιστρέφεται από αυτούς που το εισέπραξαν, αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι µέτοχοι γνώριζαν ή, λαµβανοµένων υπόψη των περιστάσεων, όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι διανοµές που έγιναν σ’ αυτούς δεν ήταν σύννοµες.
Άρθρο 47
Σε περίπτωση που το σύνολο των ίδιων κεφαλαίων της εταιρείας, όπως προσδιορίζονται στο υπόδειγµα ισολογισµού που προβλέπεται από το άρθρο 42γ, γίνει κατώτερο από το µισό (1/2) του µετοχικού κεφαλαίου, το ∆ιοικητικό Συµβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση, µέσα σε προθεσµία έξι µηνών από τη λήξη της χρήσης, που θα αποφασίσει τη λύση της εταιρείας ή την υιοθέτηση άλλου µέτρου.
Άρθρο 47Α
- Η Εταιρεία λύεται: α) άµα τη παρόδω του εν τω καταστατικώ οριζοµένου χρόνου διαρκείας αυτής, β) δι’ αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως λαµβανοµένης κατά τας διατάξεις του άρθρου 29 παράγραφος 3 και 31 παράγραφος 2 και γ) άµα τη κηρύξει της εταιρείας εις κατάστασιν πτωχεύσεως. 2. Η συγκέντρωσις πασών των µετοχών εις εν πρόσωπον δεν αποτελεί λόγον λύσεως της Εταιρείας. 3. Πλην της περιπτώσεως της πτωχεύσεως, την λύσιν της Εταιρείας επακολουθεί η εκκαθάρισις αυτής. Εις την περίπτωσιν του εδαφίου α’ της προηγου µένης παραγράφου το ∆ιοικητικόν Συµβούλιον εκτελεί χρέη εκκαθαριστού εφ’ όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλο τι, µέχρι του διορισµού εκκαθαριστών υπό της Γενικής Συνελεύσεως. Εις την περίπτωσιν του εδαφίου β’ η Γενική Συνέλευσις δια της ιδίας αποφάσεως ορίζει και τους εκκαθαριστάς. 4. Εάν η εταιρεία ελύθη λόγω παρόδου του χρόνου διαρκείας αυτής ή δι’ αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως ή εάν µετά την κήρυξιν της πτωχεύσεως επήλθε συµβιβασµός ή αποκατάστασις κατά τας ισχύουσας περί πτωχεύσεως διατάξεις, δύναται αύτη να αναβιώση δι ‘ αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως των µετόχων, λαµβανοµένης κατά τας διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3 και 31 παρ. 2. Τοιαύτη απόφασις αποκλείεται εάν ήρξατο η διανοµή της εταιρικής περιουσίας. “5. Οι διατάξεις των άρθρων 68 έως και 78, καθώς και του άρθρου 80, εφαρµόζονται και στην περίπτωση που εταιρεία ή εταιρείες έχουν λυθεί λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας ή µε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, καθώς επίσης και στην περίπτωση που µετά την κήρυξη της εταιρείας ή των εταιρειών σε πτώχευση επήλθε συµβιβασµός ή αποκατάσταση σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου. Η συγχώνευση των εταιρειών αυτών, που γίνεται µόνο, είτε µε απορρόφησή τους από άλλη εταιρεία, είτε µε σύσταση νέας εταιρείας, αποκλείεται αν έχει αρχίσει η διανοµή της εταιρικής περιουσίας τους. 6. Οι διατάξεις των άρθρων 81 έως και 87, καθώς και των άρθρων 88 και 89, εφαρµόζονται και στην περίπτωση που εταιρεία έχει λυθεί λόγω παρόδου του χρόνου διάρκειας ή µε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, καθώς επίσης και στην περίπτωση που µετά την κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση επήλθε συµβιβασµός ή αποκατάσταση σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου. Η διάσπαση της εταιρείας αυτής, που γίνεται µόνο, είτε µε απορρόφησή της από άλλες εταιρείες, είτε µε
σύσταση νέων εταιρειών, αποκλείεται αν έχει αρχίσει η διανοµή της εταιρικής περιουσίας της”.
Άρθρο 48
- Ανάκλησις της συστησάσης ανώνυµον εταιρείαν Υπουργικής αποφάσεως χωρεί µόνον: α) εάν κατά την σύστασιν της εταιρείας δεν κατεβλήθη εν όλω ή εν µέρει το υπό του καταστατικού οριζόµενον ως καταβλητέον κεφάλαιον. β) εάν, καταδικασθέντος µέλους του ∆ιοικητικού Συµβουλίου , ∆ιευθυντού, ή άλλου οιουδήποτε εντεταλµένου την διοίκησιν της εταιρείας, εις φυλάκισιν επί πράξει αφορώση εις την παρ’ αυτού διαχείρισιν των εταιρικών συµφερόντων, η εταιρεία δεν απεµάκρυνε το καταδικασθέν πρόσωπον από της διοικήσεως ή διευθύνσεως αυτής. “γ) αν το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας, όπως προσδιορίζονται στο υπόδειγµα ισολογισµού που προβλέπεται από το άρθρο 42γ, είναι µικρότερο από το ένα δέκατο (1/10) του µετοχικού κεφαλαίου”.** “δ) εάν κατά την λήξιν της εν άρθρω 8 οριζοµένης δεκαπενταετίας δεν έχη αυξήσει το εταιρικόν κεφάλαιον αυτής εις το υπό του αυτού άρθρου παράγραφος 2, οριζόµενον κατώτατον όριον”. 2. Εν περιπτώσει τοιαύτης ανακλήσεως, οι εκκαθαρισταί της εταιρικής περιουσίας διορίζονται υπό γενικής συνελεύσεως , συγκαλουµένης υπό του τέως ∆ιοικητικού Συµβουλίου εντός πέντε ηµερών από της προς αυτό κοινοποιήσεως της ανακλητικής υπουργικής αποφάσεως.
Άρθρο 48Α
∆ι’ αποφάσεως του Υπουργού του Εµπορίου, εκδιδοµένης µετά σύµφωνον γνωµοδότησιν της Επιτροπής Ανωνύµων Εταιρειών και δηµοσιευοµένης δια του ∆ελτίου Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως , δύναται ν’ ανακαλήται η άδεια συστάσεως Ανωνύµων Εταιρειών, αίτινες παρέλειψαν να υποβάλλωσι προς το Υπουργείον Εµπορίου τους κατά τον νόµον και το καταστατικόν αυτών ισολογισµούς τριών τουλάχιστον διαχειριστικών ετών εγκεκριµένους, υπό των Γενικών αυτών Συνελεύσεων. ∆ια της αυτής Υπουργικής αποφάσεως εκάστη των ως άνω Εταιρειών τίθεται υπό εκκαθάρισιν εφαρµοζοµένων των διατάξεων των άρθρων 48 παρ. 2 και 49, εάν δε δι ‘ οιονδήποτε λόγον η γενική συνέλευσις δεν ορίση εκκαθαριστάς εντός µηνός από της κατά τ’ ανωτέρω δη µοσιεύσεως της Υπουργικής αποφάσεως , οι εκκαθαρισταί διορίζονται υπό του Υπουργού Εµπορίου ουχί πλείονες των υπό του καταστατικού της Εταιρείας προβλεποµένων.
Άρθρο 49
** 1. Οι παρά της συνελεύσεως διοριζόµενοι εκκαθαρισταί οφείλουσιν άµα τη αναλήψει των καθηκόντων αυτών να ενεργήσωσιν απογραφήν της εταιρικής περιουσίας και να δηµοσιεύσωσι δια του τύπου και του ∆ελτίου Ανωνύ µων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως ισολογισµόν, ούτινος αντίτυπον υποβάλλεται εις το Υπουργείον Εµπορίου. 2. Την αυτήν υποχρέωσιν υπέχουσιν οι εκκαθαρισταί και κατά την λήξιν της εκκαθαρίσεως. 3. Η γενική συνέλευσις των µετόχων διατηρεί πάντα τα δικαιώµατα αυτής κατά την διάρκειαν της εκκαθαρίσεως. “4. Οι εκκαθαριστές πρέπει να περατώσουν χωρίς καθυστέρηση , τις εκκρεµείς υποθέσεις της εταιρείας, να µετατρέψουν σε χρήµα την εταιρική περιουσία, να εξοφλήσουν τα χρέη της και να εισπράξουν τις απαιτήσεις αυτής. Μπορούν δε να ενεργήσουν και νέες πράξεις, εφόσον µε αυτές εξυπηρετούνται η εκκθάριση και το συµφέρον της εταιρείας. Οι εκκαθαριστές µπορούν επίσης να εκποιήσουν τα ακίνητα της εταιρείας, την εταιρική επιχείρηση στο σύνολό της ή κλάδους αυτής ή µεµονωµένα πάγια στοιχεία της, αλλά µετά την πάροδο τεσσάρων (4) µηνών από τη λύση της. Εντός της προθεσµίας των τεσσάρων (4) µηνών από τη λύση της εταιρείας, κάθε µέτοχος ή και δανειστής της µπορούν να ζητήσουν από το
µονοµελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει κατά τα άρθρα 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας, να καθορίσει την κατώτερη τιµή πώλησης των ακινήτων, κλάδων ή τµηµάτων ή του συνόλου της εταιρείας, η απόφαση δε αυτού δεσµεύει τους εκκαθαριστές και δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα µέσα”. “5. Οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις, καθώς και οι οικονοµικές καταστάσεις πέρατος της εκκαθάρισης εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση. Κατ’ έτος τα αποτελέσ µατα της εκκαθάρισης υποβάλλονται στη γενική συνέλευση των µ ετόχων µε έκθεση των αιτίων τα οποία παρεµπόδισαν το τέλος της εκκαθάρισης. Μετά το πέρας της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές καταρτίζουν τις τελικές οικονοµικές καταστάσεις τις οποίες δηµοσιεύουν στο τεύχος ανωνύµων εταιρειών και εταιρειών περιορισµένης ευθύνης της Εφηµερίδας της Κυβερνήσεως, αποδίδουν τις εισφορές των µετόχων και διανέµουν το υπόλοιπο προϊόν της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας στους µετόχους, κατά το λόγο της συµµετοχής τους στο καταβεβληµένο µετοχικό κεφάλαιο”. “6. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν µπορεί να υπερβεί την πενταετία, από την ηµεροµηνία έναρξης της εκκαθάρισης, οπότε και η εταιρεία διαγράφεται από το µητρώο ανωνύµων εταιρειών. Για τη συνέχιση της εκκαθάρισης πέραν της πενταετίας απαιτείται ειδική άδεια του Υπουργού Εµπορίου. Το στάδιο όµως της εκκαθάρισης δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να υπερβεί τη δεκαετία”. “7. Ο διορισµός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συµβουλίου. Οσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συµβούλιο. Οι συζητήσεις και οι αποφάσεις των εκκαθαριστών καταχωρούνται περιληπτικά στο βιβλίο πρακτικών του διοικητικού συµβουλίου . Η γενική συνέλευση µπορεί να διορίζει και ένα µόνον εκκαθαριστή, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά”.
Άρθρο 50
- Αι κατά νόµον κεκτηµέναι δικαίωµα λειτουργίας εν Ελλάδι αλλοδαπαί ανώνυµοι εταιρείαι υποχρεούνται, όπως προ της εγκαταστάσεως εν τη ηµεδαπή υποκαταστήµατος ή πρακτορείου αυτών υποβάλλωσι προς το Υπουργείον του Εµπορίου , κεκυρωµένον υπό της αρµοδίας Ελληνικής Προξενικής Αρχής , αντίγραφον του εγγράφου πληρεξουσιότητος του αντιπροσώπου ή πράκτορος αυτών, περιλαµβάνοντος απαραιτήτως και διορισµόν αντικλήτου και αναφέρωσι το έτος της συστάσεως αυτών και το ονοµατεπώνυµον των εκπροσωπούντων την εταιρείαν εν τη έδρα αυτής. Πάσα µεταγενεστέρα της ανωτέρω γνωστοποιήσεως µεταβολή των ως άνω στοιχείων δέον να ανακοινούται αµέσως εις το Υπουργείον του Εµπορίου. 2. Αι αυταί ως άνω εταιρείαι υποχρεούνται επίσης , όπως, εντός τριών µηνών από της εγκρίσεως υπό της γενικής συνελεύσεως του ετησίου ισολογισµού αυτών υποβάλλωσιν εις το Υπουργείον του Εµπορίου αντίγραφον τούτου µετά καταστάσεως των κατά την εταιρικήν χρήσιν, εις ην αφορά ο ισολογισµός, εργασιών της Εταιρείας εν Ελλάδι.
Άρθρο 50Α
“Οι αναφερόµενες στο προηγούµενο άρθρο του παρόντος νόµου αλλοδαπές ανώνυµες εταιρείες, οι οποίες ιδρύουν υποκατάστηµα ή πρακτορείο στην Ελλάδα, υποχρεούνται πριν από την εγκατάστασή τους να υποβάλουν στο Υπουργείο Εµπορίου αντίγραφο της ιδρυτικής πράξης και του καταστατικού τους, εάν αυτό αποτελεί χωριστή πράξη, καθώς και κάθε τροποποίηση των εγγράφων αυτών, καθώς και τα αναφερό µενα στο άρθρο 50 του παρόντος νόµου έγγραφα στην Ελληνική γλώσσα, µε επικύρωση των µεταφράσεών τους”.
Άρθρο 50Β
“Οι επιστολές και τα έγγραφα παραγγελίας που χρησιµοποιούνται από υποκαταστήµατα ή πρακτορείο, στην Ελλάδα αλλοδαπής ανωνύµου εταιρείας, φέρουν, εκτός των ενδείξεων που
προβλέπονται στο άρθρο 7γ του Κωδ. Ν. 219Ο/192Ο και την ένδειξη του Μητρώου, στο οποίο έχει καταχωρισθεί ο φάκελλος του υποκαταστήµατος, καθώς και τον αριθµό καταχωρίσεώς του στο Μητρώο αυτό. Προκειµένου για εταιρείες µη διεπόµενες από το δίκαιο Κράτους µέλους και εφ’ όσον το δίκαιο της χώρας από το οποίο διέπεται η εταιρεία προβλέπει την καταχώριση σε µητρώο, πρέπει να δηλώνονται επίσης το µητρώο καταχωρίσεως της εταιρείας και ο αριθµός καταχωρίσεώς της στο Μητρώο αυτό”.
Άρθρο 50Γ
- Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και των επόµενων άρθρων 5Οδ και 5Οε, εφαρµόζονται στα εγκατεστη µένα στην Ελλάδα υποκαταστήµατα των πιστωτικών και χρηµατοδοτικών ιδρυµάτων, τα οποία έχουν την έδρα τους εκτός της Ελλάδος. Για την έννοια και το περιεχόµενο των όρων “πιστωτικό ίδρυµα” “υποκατάστη µα” και “χρη µατοδοτικό ‘Ιδρυµα”, εφαρµόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3 και 6 του άρθρου 2 του Ν. 2067/1992 (ΦΕΚ Α’ 130/1992). 2. Τα έγγραφα που προβλέπονται στα επόµενα άρθρα 5Οδ και 5Οε, δηµοσιεύονται στην Ελληνική γλώσσα µε επικύρωση των µεταφράσεών τους.
Άρθρο 50∆
- Τα υποκαταστήµατα πιστωτικών και χρηµατοδοτικών ιδρυµάτων, που έχουν την έδρα τους σε άλλο Κράτος µέλος, υποχρεούνται να δηµοσιεύουν, σύµφωνα µε το άρθρο 131 παρ. 3 του παρόντος τις ετήσιες και ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις των οικείων πιστωτικών ιδρυµάτων καθώς και την έκθεση διαχείρισης και την έκθεση των ελεγκτών του άρθρου 43α, παρ. 3 και 4 του παρόντος. 2. Οι ετήσιες και ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις της προηγούµενης παραγράφου πρέπει να συντάσσονται και να ελέγχονται κατά τα προβλεπόµενα στη νοµοθεσία του Κράτους µέλους, στο οποίο έχει την έδρα του το πιστωτικό ή χρηµατοδοτικό Ιδρυµα, σύµφωνα µε την Οδηγία 86/635/ΕΟΚ. 3. Τα υποκαταστήµατα δεν υποχρεούνται να δηµοσιεύουν τις ετήσιες οικονο µικές καταστάσεις (ετήσιους λογαριασµούς), που αφορούν στη δική τους δραστηριότητα. 4. Τα λειτουργούντα στην Ελλάδα υποκαταστήµατα πιστωτικών και χρηµατοδοτικών ιδρυµάτων που έχουν την έδρα τους σε άλλο Κράτος µέλος, υποχρεούνται για την δραστηριότητά τους στην Ελλάδα να δη µοσιεύουν, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ . 1 του άρθρου 131 του παρόντος, τις πιο κάτω συµηληρωµατικές πληροφορίες καθώς και τα ετήσια σύνολα, εκφρασµένα σε δραχµές, των ακόλουθων λογαριασµών των υποδειγµάτων ισολογισµού και λογαριασµού αποτελεσµάτων χρήσεως των παρ. 4.1.103 και 4.1.202 του άρθρου 1 του Π.∆. 384/1982 “περί ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρµογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου των Τραπεζών” (ΦΕΚ Α/21Ο/1992): Α. Για τα περιουσιακά στοιχεία του Ενεργητικού: 2. Κρατικά και άλλα αξιόγραφα, δεκτά για επαναχρηµατοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα. α. Κρατικά και εξοµοιούµενα προς αυτά αξιόγραφα. β. Λοιπά αξιόγραφα δεκτά για επαναχρηµατοδότηση. 3. Απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυµάτων: α. Οψεως. β. Λοιπές απαιτήσεις. Μείον: Προβλέψεις. 4. Απαιτήσεις κατά πελατών. Μείον: Προβλέψεις. 5. Οµολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής απόδοσης: α. Εκδόσεως ∆ηµοσίου. β. ‘Αλλων εκδοτών. 6. Μετοχές και άλλοι τίτλοι µεταβλητής αποδόσεως: Λοιποί λογαριασµοί Ενεργητικού (το άθροισµά τους). Β. Για τα περιουσιακά στοιχεία του Παθητικού: 1. Υποχρεώσεις προς πιστωτικά Ιδρύµατα: α. Οψεως. β. Προθεσµίας και µε προειδοποίηση. 2. Υποχρεώσεις προς πελάτες: α. Καταθέσεις. β. ‘Αλλες υποχρεώσεις:. βα. ‘Οψεως. ββ. Προθςσµίας και µε προειδοποίηση. 3. Υποχρεώσεις από πιστωτικούς τίτλους: α. Οµολογίες . β. Λοιποί πιστωτικοί τίτλοι. Γ. Λογαριασ µοί εκτός ισολογισµού (λογαριασ µοί τάξεως): 1. Ενδεχόµενες υτιοχρεώσεις: α. Από αποδοχή ή οπισθογράφηση τίτλων. β. Από εγγυήσεις και υπέγγυα υπέρ τρίτων στοιχεία Ενεργητικού. 2. Υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις προσωρινής εκχωρήσεως. ∆, Για τα έσοδα : 1. Τόκοι και εξοµοιούµενα έσοδα. Τόκοι τίτλων σταθερής ατιοδόσεως. Λοιποί τόκοι και εξοµοιούµενα εσόδα. 3. ‘Εσοδα από τίτλους: α. Εσοδα από µετοχές και άλλους τίτλους µεταβλητής αποδόσεως. β. ‘Εσοδα από συµµετοχές σε
συµµετοχικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεις. γ. Εσοδα από συµµετοχές σε συνδεδεµένες επιχειρήσεις. 4. ‘Εσοδα προµηθειών. 6. Αποτελέσµατα “χρηµατοοικονοµικών” πράξεων (όταν το τελικό αποτέλεσµα είναι κέρδος). 7. Λοιπά έσοδα εκµεταλλεύσεως. 15. ‘Εκτακτα έσοδα. Ε. Για τα έξοδα: 6. Αποτελέσµατα χρηµατοοικονοµικών πράξεων (όταν το τελικό αποτέλεσµα είναι ζηµία). α. Γενικά έξοδα διοικήσεως . β. ∆απάνες προσωπικού. Μισθοί και ηµερο µίσθια. Επιβαρύνσεις κοινωνικής φύσεως για συντάξεις. Λοιπές επιβαρύνσεις. β. ‘Αλλα έξοδα διοικήσεως. ΣΤ:, Λοιπές πληροφορίες: α. Ο αριθµός του προσωπικού, που απασχολήθηκε κατά µέσο όρο κατά τη διάρκεια της χρήσεως, στο υποκατάστηµα. β. Για τους λογαριασ µούς 2, 5 και 6 του Ενεργητικού, η κατάταξη των τίτλων ανάλογα µε το αν θεωρήθηκαν ή όχι ως πάγια χρη µατοπιστωτικά στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 35 της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ. 5. Το περιεχόµενο των λογαριασµών που αναφέρονται στην προηγούµενη παράγραφο, πρέπει να είναι συνταγµένο σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην Οδηγία 86/635/ΕΟΚ. Η ακρίβεια και η αντιστοιχία των λογαριασµών αυτών µε τους ετήσιους λογαριασµούς, ελέγχονται και βεβαιώνονται από εγκεκριµένο Ορκωτό Ελεγκτή που προβλέπεται από το Π.∆. 226/1992 (ΦΕΚ Α’ 120), σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 36 και 37 του παρόντος.
Άρθρο 50Ε
- Τα υποκαταστήµατα των πιστωτικών και χρηµατοδοτικών Ιδρυµάτων που έχουν την έδρα τους σε τρίτη Χώρα υποχρεούνται να δηµοσιεύουν, σύµφωνα µε το προηγούµενο άρθρο 5Οδ παράγραφος 1, τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, τα οποία πρέπει να έχουν συνταχθεί και ελεγχθεί σύµφωνα µε τη νοµοθεσία της Χώρας που βρίσκεται η έδρα. 2. Εφόσον τα έγγραφα της προηγούµενης παραγράφου έχουν συνταχθεί σύµφωνα µε την Οδηγία 86/635/ΕΟΚ ή κατά ισοδύναµο τρόπο και εφόσον πληρούται ο όρος της αµοιβαιότητας, για τα Κοινοτικά πιστωτικά και χρηµατοδοτικά ιδρύµατα, στην Τρίτη Χώρα που βρίσκεται η έδρα του ιδρύµατος, εφαρµόζονται οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του προηγούµενου άρθρου 5Οδ, µε την επιπρόσθετη υποχρέωση στις πληροφορίες της παραγράφου 4 να περιλαµβάνεται και το κεφάλαιο που έχει τεθεί στη διάθεση του υποκαταστήµατος. 3. Στις άλλες περιπτώσεις, εκτός εκείνων που αναφέρονται στην προηγούµενη παράγραφο 2, τα υποκαταστήµατα υποχρεούνται να δηµοσιεύουν τις ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις (ετήσιους λογαριασµούς), που αφορούν τη δραστηριότητά τους. 4. Το άρθρο 12 παρ. 2 περ. δ’ του Ν. 2076/1992 εφαρµόζεται κατ’ αναλογία στα υποκαταστή µατα των πιστωτικών και χρηµατοδοτικών ιδρυµάτων που αναφέρονται στα άρθρα 5Ογ, 5Οδ και 5Οε.
Άρθρο 51
Η εποπτεία επί των ελληνικών ανωνύµων εταιρειών ως και των εν Ελλάδι υποκαταστηµάτων και πρακτορείων των αλλοδαπών ανωνύµων εταιρειών, ασκείται υπό του Υπουργείου του Εµπορίου.
Άρθρο 52
Η εποπτεία, προκειµένου περί ιδρύσεως εταιρείας, αυξήσεως του κεφαλαίου ή τροποποιήσεως του καταστατικού αυτής , αφορά εις την εξακρίβωσιν της καταβολής του εταιρικού κεφαλαίου, της αξίας των εις είδος εισφορών και της τηρήσεως εν γένει των οικείων διατάξεων των νόµων.
Άρθρο 53
- Η εποπτεία, προκειµένου περί της λειτουργίας της εταιρείας περιλαµβάνει ιδία την τήρησιν των διατάξεων του νόµου, του καταστατικού και των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων, την εξακρίβωσιν της αληθείας του ισολογισµού δια της εξετάσεως και επαληθεύσεως των εταιρικών βιβλίων, των ταµείων, του χαρτοφυλακίου και της λοιπής κινητής και ακινήτου περιουσίας της εταιρείας , την κατά τας γενικάς συνελεύσεις παράστασιν, ως αντιπροσώπου του Υπουργού του Εµπορίου, υπαλλήλου του Υπουργείου τούτου, οσάκις ο Υπουργός κρίνη τούτο χρήσιµον. 2. Ο αντιπρόσωπος ούτος εφορεύει του υπό των µετόχων εν τη γενική συνελεύσει ασκουµένου ελέγχου, δικαιούµενος να διακόψη την συνεδρίαν αυτής µόνον: α) Ενεκα παραλείψεως εµπροθέσµου υποβολής προς την εποπτικήν αρχήν των εν τω νόµω και τοις προς εκτέλεσιν αυτού εκδιδοµένοις διατάγµασιν οριζοµένων εγγράφων. β) Ενεκα παραβάσεως διατάξεως νόµου ή του καταστατικού, αφορώσης εις την σύγκλησιν της γενικής συνελεύσεως ή την προπαρασκευήν της συζητήσεως εν αυτή, και γ) Ενεκα παραβάσεως διατάξεως νόµου ή του καταστατικού, αφορώσης εις την τάξιν της διεξαγωγής της συνεδρίας της γενικής συνελεύσεως. 3. Εν περιπτώσει τοιαύτης διακοπής, η συνέλευσις συγκαλείται υποχρεωτικώς εκ νέου υπό του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, εφαρµοζοµένων µόνον όσον αφορά εις την σύγκλισην αυτής των περί επαναληπτικών συνελεύσεων διατάξεων του καταστατικού. Τοιούτων µη υπαρχουσών, η συνέλευσις προσκαλείται εντός δέκα κατ’ ανώτατον όριον ηµερών από της χρονολογίας της διακοπής, µεσολαβουσών πάντως δέκα ηµερών από της χρονολογίας της δια του τύπου δηµοσιεύσεως της προσκλήσεως µέχρι της χρονολογίας της συνεδρίας της συνελεύσεως. “4. Η αµοιβή των ελεγκτών Α.Ε. που διενεργούν τον κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έλεγχο καθορίζεται, µετά το πέρας του ελέγχου, από τον Υπουργό Εµπορίου και καταβάλλεται υποχρεωτικά από την εταιρεία στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος”.
Άρθρο 53Α
“Η ενάσκηση της εποπτείας κατά τον παρόντα νόµο δεν αποκλείει την ειδικότερη εποπτεία κατά τους νόµους περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων και περί Τραπεζών”.
Άρθρο 54
- Τιµωρείται δια φυλακίσεως και χρηµατικής ποινής µέχρις χιλίων (1.000)ευρώ , πας, όστις συναλλάσσεται ως εκπροσωπών ηµεδαπήν ή αλλοδαπήν ανώνυµον + εταιρείαν, µη κεκτηµένην άδειαν λειτουργίας ή µη υφισταµένην κατά την εποχήν + της συνάψεως της συναλλαγής. 2. ∆ια της αυτής ποινής τιµωρούνται και οι παραβάται του άρθρου 7 του παρόντος νόµου.
Άρθρο 55
Τιµωρείται δια φυλακίσεως και δια χρηµατικής ποινής µέχρις χιλίων ευρώ (1.000) ή δια της ετέρας των ποινών τούτων, πας ιδρυτής, µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή ∆ιευθυντής ανωνύµου εταιρείας, όστις εν γνώσει ποιείται ψευδείς δηλώσεις προς την αρχήν, αφορώσας την εγγραφήν και την καταβολήν του µετοχικού κεφαλαίου, την τιµήν της εκδόσεως των µετοχών και τον ισολογισµόν.
Άρθρο 56
Τιµωρείται δια φυλακίσεως και δια χρηµατικής ποινής µέχρις χιλίων ευρώ (1.000) ή δια της ετέρας των ποινών τούτων, πας ιδρυτής, µέλος ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή ∆ιευθυντής ανωνύµου εταιρείας, όστις, είτε κατά την ίδρυσιν της εταιρείας , είτε µετ’ αυτήν, όπως προκαλέση εγγραφάς µετοχών, ιδρυτικών τίτλων ή οµολογιών της εταιρείας ή όπως επηρεάση την χρηµατιστηριακήν τιµήν αυτών, ποιείται εν γνώσει ψευδείς δηλώσεις προς το
κοινόν δια δηµοσιευµάτων ή δακτυλογραφηµάτων αφορώντων: α) Την εγγραφήν και την καταβολήν του µετοχικού κεφαλαίου, την τιµήν της εκδόσεως των µετοχών, ιδρυτικών τίτλων ή οµ ολογιών, τον ισολογισµόν ή την διανοµήν µερίσµατος. β) Ονόµατα µετόχων ως µετεχόντων ή µεθεξόντων επί οιωδήποτε τίτλω της εταιρείας. γ) Παν άλλον γεγονός ασκόν ουσιώδη επιρροήν επί των εταιρικών υποιθέσεων και αποσκοπούν την παγίδευσιν του κοινού.
Άρθρο 57
Τιµωρείται δια φυλακίσεως και δια χρηµατικής ποινής χιλίων ευρώ(1.0000 ή δια + της ετέρας των ποινών τούτων: α) όστις εκ προθέσεως παρέλειψεν την σύνταξιν του ετησίου ισολογισµού πέραν της υπό του καταστατικού οριζοµένης προθεσµίας. β) όστις εν γνώσει συνέταξεν ή ενέκρινεν ισολογισµόν εναντίον των διατάξεων του παρόντος νόµου ή του καταστατικού. γ) όστις δολίως άνευ ισολογισµού ή εναντίον του ισολογισµού ή δυνάµει ψευδούς ή παρανόµου ισολογισµού επεχείρησε την διανοµήν κερδών ή τόκων προς τους µετόχους, µη ληφθέντων εκ πραγµατικών κερδών. δ) όστις εκ προθέσεως παρέλειψε να συγκαλέση Γενικήν Συνέλευσιν κατά παράβασιν του παρόντος νόµου ή καταστατικού. ε) όστις, κληθείς δι’ ητιολογηµένης πράξεως της εποπτικής αρχής ν’ αποκαταστήση την κατά τον νόµον και το καταστατικόν τάξιν εν τη διοικήσει ή διαχειρίσει της εταιρείας ηρνήθη ή ηµέλησε να συµµορφωθή εντός της ταχθείσης αυτώ κατά κατώτατον όριον δεκαπενθηµέρου προθεσµίας προς την πρόσκλησιν της εποπτικής αρχής.
Άρθρο 58
Τιµωρείται δια φυλακίσεως και δια χρηµατικής ποινής µέχρις χιλίων ευρώ (1.000) ή δια της ετέρας των ποινών τούτων: α) όστις εν γνώσει εκδίδει πλαστά πιστοποιητικά περί καταθέσεως µετοχών, χάριν ασκήσεως δικαιώµατος ψήφου εν γενική συνελεύσει ή πλαστογραφεί ταύτα. β) όστις εν γνώσει της πλαστότητος ποιείται χρήσιν των εν τω προηγουµένω εδαφίω πιστοποιητικών προς άσκησιν του δικαιώµατος ψήφου.
Άρθρο 58Α
Τιµωρούνται δια φυλακίσεως και χρη µατικής ποινής µέχρις χιλίων ευρώ (1.000) ή δια της ετέρας των ποινών τούτων: α) παν µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της εταιρείας, παραβαίνον την διάταξιν του άρθρου 11 του παρόντος περί υποχρεωτικής πιστοποιήσεως περί καταβολής ή µη του κεφαλαίου και υποβολής της πιστοποιήσεως ταύτης εις το Υπουργείον Εµπορίου, ως και παν µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου πιστοποιούν ψευδώς την καταβολήν του µετοχικού κεφαλαίου. β) πας, όστις, κατά παράβασιν του άρθρου 23α του παρόντος, χορηγεί δάνεια ή πιστώσεις εις ιδρυτάς, µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου κλπ. γ) παν µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου, όπερ, κατά παράβασιν του άρθρου 39 παραγρ. 4 του παρόντος, δεν προβαίνει εις τας υπό τούτου προβλεποµένας ανακοινώσεις. δ) πας όστις παραβαίνει τας διατάξεις του άρθρου 53α του παρόντος περί τηρήσεως εις Ελληνικήν γλώσσαν των βιβλίων και λογαριασµών της εταιρείας. ε) πας όστις ενεργεί τας εν τω άρθρω 10 του νόµου 5076/1931 αναφεροµένας εργασίας, κατά παράβασιν των ειδικών διατάξεων περί τραπεζών των άρθρων 10-14 και 16-18 του νόµου 5076/1931. “στ) παν µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή διευθυντής ανωνύµου εταιρείας µετά την υπό του ∆ικαστηρίου ακύρωσιν της αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως, την προβλεποµένην υπό της παραγράφου 3 του άρθρου 35β , δεν ήθελεν ενεργήσει τας επενεκτέας εις τον ισολογισµόν µεταβολάς και συγκαλέσει γενικήν συνέλευσιν προς έγκρισιν αυτού”.
Άρθρο 59
Τιµωρείται δια φυλακίσεως µέχρι ενός έτους και δια χρηµατικής ποινής µέχρι χιλίων ευρώ (1.000) ή δια της ετέρας των ποινών τούτων: α) όστις “επί αθεµίτω αιτία” εν γνώσει λαµβάνει ειδικάς ωφελείας ή υποσχέσεις τοιούτων επί τω σκοπώ όπως εν γενική συνελεύσει ψηφίση καθ’ ωρισµένην κατεύθυνσιν ή µη παρευρεθή εν γενική συνελεύσει. β) όστις εν γνώσει παρέχει ειδικάς ωφελείας ή υποσχέσεις τοιούτων χάριν των εν τω προηγουµένω εδαφίω σκοπών.
Άρθρο 60
Τιµωρείται δια φυλακίσεως µέχρις ενός έτους και δια χρηµατικής ποινής µέχρι χιλίων ευρώ (1.000) ή δια της ετέρας των ποινών τούτων: α) όστις άνευ ειδικής εξουσιοδοτήσεως µετέχει εν ψηφοφορία γενικής συνελεύσεως µετόχων παριστάµενος ως κύριος µετοχών µη ανηκουσών αυτώ. β) όστις επί τω εν τω προηγουµένω εδαφίω αναφερο µένω σκοπώ παραδίδει εις τινά µετοχάς άλλου χωρίς να έχη την επί τούτω απαιτουµένην εντολήν. “γ) όστις, ενώ δεν έχει δικαίωµα ψηφίζει αµέσως ή εµµέσως δια µετοχών ας κατέχει λόγω ενεχύρου ή λόγω χρηµατιστηριακής µεταφοράς”.
Άρθρο 61
Τιµωρείται δια χρηµατικής ποινής µέχρι χιλίων ευρώ (1.000) πας ∆ιευθυντής, παν µέλος ∆ιοικητικού Συµβουλίου, πας αντιπρόσωπος, πας πράκτωρ και πας εκκαθαριστής ανωνύµου εταιρείας, όστις παραλείπει να υποβάλη εµπροθέσµως εις το Υπουργείον Εµπορίου τα υπό του νόµου, της εγκρινάσης την εταιρείαν Υπουργικής αποφάσεως και του καταστατικού οριζόµενα, ως υποβλητέα τω Υπουργείω έγγραφα ή δεν παρέσχεν ή παρέσχε ψευδείς πληροφορίας, αιτηθείσας υπό του εποπτεύοντος Υπουργείου και αφορώσας εις την ενάσκησιν της κατά τον παρόντα νόµον εποπτείας.
Άρθρο 62
Τιµωρείται δια χρηµατικής ποινής µέχρι χιλίων ευρώ (1.000) παν µέλος του διοικητικού Συµβουλίου, πας ∆ιευθυντής ή πας άλλος υπάλληλος ανωνύµου εταιρείας, όστις εν γνώσει και εκ προθέσεως και παρά την συνεπεία προσφυγής εκδοθείσαν και κοινοποιηθείσαν αυτώ απόφασιν του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του Υπουργείου Εµπορίου, εξακολουθεί αρνούµενος ή παρεµβάλλων δυσχερείας εις τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εµπορίου δια την ενάσκησιν της κατά τον παρόντα νόµον εποπτείας επί της εταιρείας. “Με τις ίδιες επίσης ποινές τιµωρείται όποιος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 7γ και 12 παρ.2 περίπτ.ζ”.
Άρθρο 62Α
Τιµωρείται δια φυλακίσεως µέχρι τριών µηνών και δια χρηµατικής ποινής µέχρις χιλίων ευρώ (1.000) ή δια της ετέρας των ποινών τούτων πας όστις παραβαίνει τας διατάξεις περί δηµοσιεύσεως εν τω ∆ελτίω Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισ µένης Ευθύνης, ως και εάν α µελή ή παραλείπη να υποβάλη ή υποβάλλει ανακριβή εις τον Υπουργόν των Οικονοµικών την υπό του άρθρου 13 του δια του νόµου 3424 κυρωθέντος Νοµοθετικού ∆ιατάγµατος προβλεποµένην µηνιαίαν κατάστασιν των λογαριασµών και του άρθρου 18β του νόµου 5076/1931. “Με τις ίδιες επίσης ποινές τιµωρείται όποιος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 7α περίπτ. ζ και 109”.
Άρθρο 62Β
Οι παραβάτες των άρθρων 71, 50α και 50β του παρόντος νόµου υπόκεινται στην ποινική κύρωση που προβλέπεται από το άρθρο 458 του Ποινικού Κώδικα”.
Άρθρο 63
- Τιµωρείται δια φυλακίσεως πας δηµόσιος υπάλληλος εκ των ασκούντων εποπτείαν επί ανωνύµου εταιρείας: α) όστις δεν ήθελε τηρήσει απόλυτον εχεµύθειαν περί των παρ’ αυτού παρατηρηθέντων εν τη λειτουργία της εταιρείας. β) όστις ήθελεν, είτε αµέσως είτε εµµέσεως, ενεργήσει κερδοσκοπικάς πράξεις εν Χρηµατιστηρίω επί χρεωγράφων ανωνύµων εταιρειών. 2. Ο δηµόσιος υπάλληλος, πλην της ποινής της φυλακίσεως, υπόκειται και εις τας νενοµισ µένας πειθαρχικάς ποινάς. 3. Η διάταξις του εδαφίου α’ της παρ. 1, εφαρµόζεται και επί των κατά τα άρθρα 36 και 40 ελεγκτών.
Άρθρο 63Α
- Πας όστις άνευ συναινέσεως του κυρίου πωλεί ή ενεχυριάζει ή οπωσδήποτε µεταβιβάζει αξίας πάσης φύσεως (µετοχάς, χρεώγραφα κλπ), δοθείσας τη Τραπέζη επί παρακαταθήκη ή προς φύλαξιν, τιµωρείται δια φυλακίσεως και αν δεν υπάρχη σκοπός αποστερήσεως. 2. ∆ιά της αυτής ως άνω ποινής τιµωρείται πας όστις άνευ συναινέσεως του κυρίου πωλεί ή ενεχυριάζει αξίας πάσης φύσεως (µετοχάς, χρεώγραφα κλπ), δοθείσας τη Τραπέζη επί ενεχύρω, και αν δεν υπάρχη σκοπός αποστερήσεως.
Άρθρο 63Β
“Ελεγκτές ανωνύµων εταιριών του άρθρου 36, καθώς και τα πρόσωπα του άρθρου 42α παρ. 5, αν από αµέλεια θεώρησαν ως νοµίµως έχοντα ισολογισµό που καταρτίστηκε παρά τις διατάξεις του νόµου και του καταστατικού, τιµωρούνται µε φυλάκιση µέχρι τριών µηνών και µε χρηµατική ποινή µέχρι χιλίων ευρώ (1.000) ή µε µία από τις ποινές αυτές. Σε περίπτωση όµως δόλου τιµωρούνται µε τις ποινές του άρθρου 57”.
Άρθρο 63Γ
- Τιµωρείται δια χρηµατικής ποινής µέχρις χιλών ευρώ (1.000) παν µέλος του + ∆ιοικητικού Συµβουλίου, πας ∆ιευθυντής ή πας άλλος υπάλληλος ανωνύµου εταιρείας, όστις εν γνώσει και εκ προθέσεως αρνείται να παράσχη τας ζητουµένας πληροφορίας, ή στοιχεία παρά των ελεγκτών ανωνύµων εταιρειών ή οπωσδήποτε παρεµβάλλει δυσχερείας εις την άσκησιν του ελέγχου υπ’ αυτών. 2. Τιµωρείται δια φυλακίσεως µέχρι τριών µηνών πας ελεγκτής ανωνύµων εταιρειών, όστις δεν ήθελε τηρήσει απόλυτον εχε µύθειαν, περί των παρ’ αυτού παρατηρηθέντων εν τη λειτουργία της εταιρείας. 3. ∆ιά της αυτής ως άνω ποινής τιµωρείται πας ελεγκτής, όστις δεν εδήλωσε κώλυµα ασκήσεως ελέγχου προκειµένου περί εταιρειών εις ας υπηρετεί οπωσδήποτε ή τυγχάνει µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου αυτών και είχε τας ιδιότητας ταύτας οποτεδήποτε κατά το διάστηµα δύο ετών προ της ηµέρας καθ’ ην ανετέθη αυτώ η άσκησις του ελέγχου. Το αυτό εφαρµόζεται και όταν ο ελεγκτής υπηρετή εις εταιρείαν διοικούσαν κατ’ ουσίαν την εταιρείαν εφ’ ης διετάχθη ο έλεγχος.
Άρθρο 63∆
“Για κάθε εκπρόθεσµη υποβολή στην αρµόδια εποπτεύουσα ∆ηµόσια Αρχή, πράξεων και στοιχείων των ανωνύµων εταιρειών , που προβλέπονται στα άρθρα 11 παράγραφος 5, 20 παράγραφος 7, 26α παράγραφος 2 και 43β παράγραφοι 3 και 6, επιβάλλεται πρόστιµο εκατόν πενήντα ευρώ (150) υπέρ του ∆ηµοσίου. Ο τρόπος επιβολής του προστίµου, η
αναπροσαρµογή του ύψους αυτού , καθώς και η διαδικασία είσπραξής του, ρυθµίζονται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Εµπορίου που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 64
- Από της ενάρξεως της ισχύος του νόµου 2190/1920 αι διατάξεις αυτού ισχύουσιν αυτοδικαίως επί πασών των υφιστα µένων κατά την χρονολογίαν ταύτην Ελληνικών ανωνύµων εταιρειών. 2. Εξαιρετικώς δεν ισχύει ο νόµος 2190/1920 προκειµένου περί διατάξεων καταστατικών τοιούτων εταιρειών, αίτινες είτε αφορώσιν εις τα δικαιώµατα των κατόχων ιδρυτικών τίτλων και εις τον τρόπον της διανοµής των κερδών, είτε βασίζονται επί ειδικών συµβάσεων. ∆ιά τας προ του νόµου 2190/1920 λειτουργούσας ανωνύµους εταιρείας οι προνοµιούχοι µέτοχοι δύνανται να παραιτηθώσιν του προνοµίου αυτών υπέρ της εταιρείας, αποζηµιούµενοι δια κοινών µετοχών, του προνοµίου τούτου εκτιµω µένου προς τούτο κατά τας διατάξεις του άρθρου 9. 3. Αι κατά την έναρξιν της ισχύος του νόµου 2190/1920 ασκούσαι την επιχείρησίν των εν τη ηµεδαπή εταιρείαι, περί ων το άρθρον 7, υπάγονται εις τας διατάξεις του εν λόγω άρθρου υποχρεούµεναι να µετατραπώσιν εις Ελληνικάς εταιρείας.
Άρθρο 65
Αι διατάξεις του Ν.∆. 4237/1962 δεν εφαρµόζονται επί των ειδικών Ανωνύµων Ναυτιλιακών Εταιρειών των ιδρυθεισών κατόπιν Υπουργικών αποφάσεων εγκρινουσών την εισαγωγήν πλοίων ως κεφαλαίου εξωτερικού κατά τας διατάξεις του Ν.∆. 2687/1953 “περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού”.
Άρθρο 66
“1. Η µετατροπή ανώνυµης εταιρείας σε εταιρεία περιορισµένης ευθύνης περιωρισµένης ευθύνης γίνεται µε απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 3 και 4 και 31 παρ. 2, µετά από προηγούµενη εκτίµηση του ενεργητικού και παθητικού της, σύµφωνα µε το άρθρο 9 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, το εταιρικό κεφάλαιο δεν µπορεί να υπολείπεται από το ελάχιστο όριο που προβλέπεται από το άρθρο 4 του ν. 3190/1955, όπως ισχύει, εκτός αν η διαφορά αυτή καλυφθεί µε νέα εισφορά των εταίρων. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συµβολαιογραφικού εγγράφου και να περιλαµβάνωνται σε αυτήν οι όροι του καταστατικού της εταιρείας περιορισµένης ευθύνης. 2. Από τη συντέλεση των κατά το άρθρο 8 του ν. 3190/1955 δη µοσιεύσεων και παράλληλα των διατυπώσεων δηµοσιότητας του άρθρου 7β για τη γενοµένη µετατροπή, η µετατρεποµένη ανώνυµη εταιρεία συνεχίζεται υπό τον τύπο εταιρείας περιορισµένης ευθύνης. Πριν από την ολοκλήρωση των πιο πάνω διατυπώσεων δηµοσιότητας , η µετατροπή δεν παράγει κανένα αποτέλεσ µα. Μετά την επέλευση της µετατροπής οι εκκρεµείς δίκες συνεχίζονται χωρίς να επέρχεται διακοπή τους”.
Άρθρο 67
“1. Μετατροπή εταιρείας περιωρισµένης ευθύνης σε ανώνυµη εταιρεία γίνεται µε απόφαση της συνέλευσης των εταίρων, που λαµβάνεται µε την πλειοψηφία του άρθρου 38 παρ. 1 του Ν.3190/1955, µετά από προηγούµενη εκτί µηση του Ενεργητικού και Παθητικού της, σύµφωνα µε το άρθρο 9. Στην περίπτωση αυτή, το µετοχικό κεφάλαιο δεν µπορεί να υπολείπεται από το ελάχιστο όριο που προβλέπει το άρθρο 8, ούτε µπορεί να είναι µεγαλύτερο, χωρίς νέες εισφορές, από το ποσό που προκύπτει αν, από το συνολικό ενεργητικό του ισολογισµού του υποδείγµατος του άρθρου 42γ αφαιρεθούν οι υποχρεώσεις,
οι τυχόν προβλέψεις και τα τυχόν µη κεφαλαιοποιούµενα αποθεµατικά. Σε περίπτωση που το ποσό αυτό υπολείπεται από το ελάχιστο όριο που προβλέπει το άρθρο 8, η διαφορά καλύπτεται µε νέα εισφορά των εταίρων. Η απόφαση της συνέλευσης των εταίρων, που περιλαµβάνει τους όρους του καταστατικού της ανώνυµης εταιρείας καθώς και τη σύνθεση του πρώτου ∆ιοικητικού Συµβουλίου της, πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συµβολαιογραφικού εγγράφου και να υποβληθεί στον Υπουργό Εµπορίου για έγκριση σύµφωνα µε το άρθρο 4. Η παραπάνω απόφαση µαζί µε τη σχετική έγκριση υπόκειται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β παρ. 1, παράλληλα δε και στις διατυπώσεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 2 του Ν.3190/1955. Πριν από την ολοκλήρωση των πιο πάνω διατυπώσεων δηµοσιότητας η µετατροπή δεν παράγει κανένα αποτέλεσµα. Μετά την τήρηση των διατυπώσεων αυτών η από τη µετατροπή προερχόµενη εταιρεία συνεχίζεται ως ανώνυµη εταιρεία. Οι εκκρεµείς δίκες συνεχίζονται χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ειδικότερη διατύπωση για τη συνέχισή τους. Η ονοµαστική αξία της µετοχής πρέπει να είναι ίση µε το εταιρικό µερίδιο ή µε ακριβές πολλαπλάσιό του , και σε καµµία περίπτωση δεν µπορεί να υπερβαίνει το ποσό “των εκατό (100) ευρώ “. Οι εταίροι που διαφώνησαν µπορούν, έστω και αν το καταστατικό περιέχει αντίθετη διάταξη, να µεταβιβάσουν τα µερίδιά τους σε τρίτους”. “2. Μετατροπή της οµόρρυθµης ή ετερόρρυθµης εταιρείας σε ανώνυ µη εταιρεία, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά το καταστατικό της, γίνεται µε απόφαση όλων των εταίρων µετά από προηγούµενη εκτίµηση του ενεργητικού και παθητικού της σύµφωνα µε το άρθρο 9. Στην περίπτωση αυτή, το µετοχικό κεφάλαιο δεν µπορεί να υπολείπεται από το ελάχιστο όριο που προβλέπει το άρθρο 8, εκτός αν η διαφορά καλυφθεί µε νέα εισφορά των εταίρων. Η απόφαση των εταίρων, η οποία περιλαµβάνει τους όρους του καταστατικού της ανώνυµης εταιρείας, καθώς και τη σύνθεση του πρώτου διοικητικού συµβουλίου και των ελεγκτών της εταιρικής χρήσης, πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συµβολαιογραφικού εγγράφου και να υποβληθεί στον Υπουργού Εµπορίου για έγκριση, σύµφωνα µε το άρθρο 4. Η παραπάνω απόφαση, µαζί µε τη σχετική έγκριση, υπόκειται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β, παράλληλα δε και διατυπώσεις δηµοσιότητας των άρθρων 42, 43 και 44 του Εµπορικού Νόµου, όπως ισχύουν και εφαρµόζονται. Πριν από την ολοκλήρωση των πιο πάνω διατυπώσεων δηµοσιότητας η µετατροπή δεν παράγει κανένα αποτέλεσµα, µετά δε την τήρηση αυτών η µετατρεποµένη εταιρεία συνεχίζεται υπό τον τύπο της ανώνυµης εταιρείας. Οι εκκρεµείς δίκες συνεχίζονται χωρίς να επέρχεται διακοπή τους. Κάθε εταίρος λαµβάνει µετοχές ανάλογα µε την αξία της εταιρικής του µερίδας. Η επωνυµία της µετατραπείσας εταιρείας µπορεί να διατηρηθεί εφαρµοζοµένης και της διατάξεως του άρθρου 5. Οι οµόρρυθ µοι εταίροι της οµόρρυθµης ή ετερόρρυθµης εταιρείας, η οποία µετετράπη, εξακολουθούν να ευθύνονται και µετά την µετατροπή εις ολόκληρον και απεριόριστα για τις εταιρικές υποχρεώσεις που ανελήφθησαν µέχρι της ολοκληρώσεως των κατά τις διατάξεις του παρόντος διατυπώσεων δηµοσιότητας, εκτός αν οι δανειστές της εταιρείας συγκατατέθηκαν εγγράφως για τη µετατροπή της εταιρείας”. “3. Στις από µετατροπή προερχόµενες εταιρείες µπορούν να εισέλθουν και νέοι µέτοχοι”.
Άρθρο 68
“Κεφάλαιο 11ον – Συγχώνευση Ανωνύµων Εταιρειών ” 1. Η συγχώνευση ανωνύµων εταιρειών πραγµατοποιείται, είτε µε απορρόφηση, είτε µε σύσταση νέας εταιρείας. 2. Συγχώνευση µε απορρόφηση είναι η πράξη µε την οποία µία ή περισσότερες ανώνυµες εταιρείες (απορροφούµενες), οι οποίες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, µεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάµενη ανώνυµη εταιρεία (απορροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης στους µετόχους των µετοχών εκδιδο µένων από την απορροφούσα εταιρεία και, ενδεχοµένως, καταβολής ενός χρηµατικού ποσού σε µετρητά προς συµψηφισµό µετοχών τις οποίες δικαιούνται. Το ποσό αυτό δεν µπορεί να υπερβαίνει το 10% της ονοµαστικής αξίας των µετοχών, που αποδίδονται στους µετόχους των απορροφούµενων εταιρειών και αθροιστικά µε την αξία των µετοχών αυτών την αξία της καθαρής θέσης της εισφερόµενης περιουσίας αυτών των εταιρειών. 3.
Συγχώνευση µε σύσταση νέας εταιρείας είναι η πράξη µε την οποία δύο ή περισσότερες ανώνυµες εταιρείες , οι οποίες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, µεταβιβάζουν σε ανώνυµη εταιρεία, την οποία συνιστούν, το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης, στους µετόχους τους, µετοχών εκδιδόµενων από τη νέα εταιρεία και ενδεχοµένως, ενός χρηµατικού ποσού σε µετρητά προς συµψηφισµό µετοχών τις οποίες δικαιούνται. Το ποσό αυτό δεν µπορεί να υπερβαίνει το 10% της ονοµαστικής αξίας των µετοχών, που αποδίδονται στους µετόχους των λυόµενων εταιρειών, και αθροιστικά µε την αξία των µετοχών αυτών την αξία της καθαρής θέσης της εισφερόµενης περιουσίας αυτών των εταιρειών.
Άρθρο 69
Κεφάλαιο 11α – Συγχώνευση µε απορρόφηση” “1. Τα ∆ιοικητικά Συµβούλια των εταιρειών που συγχωνεύονται καταρτίζουν εγγράφως σχέδιο σύµβασης συγχώνευσης. 2. Το σχέδιο σύµβασης συγχώνευσης περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία: α. Την ειδικότερη µορφή, την επωνυµία και την έδρα των εταιρειών που συγχωνεύονται, καθώς και τον αριθµό µητρώου τους. β. Τη σχέση ανταλλαγής των µετοχών και, ενδεχοµένως, το ύψος του χρηµατικού ποσού µετρητών που προβλέπει το άρθρο 68. γ. Τις διατυπώσεις παράδοσης των νέων µετοχών που εκδίδει η απορροφούσα εταιρεία. δ. Την ηµεροµηνία από την οποία οι µετοχές, που παραδίδονται στους µετόχους της ή των απορροφούµενων εταιρειών, παρέχουν δικαίωµα συµµετοχής στα κέρδη της απορροφούσας εταιρείας, καθώς και κάθε ειδικό όρο σχετικό µε το δικαίωµα αυτό. ε. Την ηµεροµηνία από την οποία οι πράξεις της ή των απορροφούµενων εταιρειών θεωρούνται, από λογιστική άποψη, ότι γίνονται για λογαριασµό της απορροφούσας εταιρείας , και την τύχη των οικονοµικών αποτελεσµάτων της ή των απορροφούµενων εταιρειών, που θα προκύψουν από την ηµεροµηνία αυτή µέχρι την ηµεροµηνία ολοκλήρωσης της συγχώνευσης όπως προβλέπεται στα άρθρα 74 και 75. στ. Τα δικαιώµατα που εξασφαλίζει η απορροφούσα εταιρεία στους µετόχους που έχουν ειδικά δικαιώµατα στην ή στις απορροφούµενες εταιρείες, καθώς και στους κατόχους άλλων τίτλων, πλην µετοχών, ή τα µέτρα που προτείνονται γι’ αυτούς. ζ. Ολα τα ιδιαίτερα πλεονεκτήµατα που, ενδεχο µένως, παρέχονται στα Μέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και στους τακτικούς ελεγκτές των συγχωνευόµενων εταιρειών . 3. Το σχέδιο σύµβασης συγχώνευσης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β, από κάθε µία από τις συγχωνευόµενες εταιρείες, δύο τουλάχιστον µήνες πριν από την ηµεροµηνία συνεδρίασης της Γενικής Συνέλευσης, που καλείται να αποφασίσει για το σχέδιο αυτό. 4. Το ∆ιοικητικό Συµβούλιο κάθε µιας από τις συγχωνευόµενες εταιρείες καταρτίζει επίσης λεπτοµερή έκθεση, στην οποία επεξηγεί και δικαιολογεί, από νοµική και οικονοµική άποψη, το σχέδιο σύµβασης συγχώνευσης και ειδικότερα, τη σχέση ανταλλαγής των µετοχών της ή των απορροφού µενων εταιρειών προς τις µετοχές που εκδίδει η απορροφούσα εταιρεία. Η έκθεση αυτή, που αναφέρει επίσης οποιεσδήποτε ειδικές δυσχέρειες που τυχόν εµφανίστηκαν ή θα εµφανιστούν κατά την εκτίµηση, καταχωρείται στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών και υποβάλλεται στη Γενική Συνέλευση”.
Άρθρο 70
“1. Μέσα σε δέκα (10) ηµέρες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δηµοσιότητας που προβλέπονται από την παρ. 3 του άρθρου 69, µε επι µέλεια των ∆ιοικητικών Συµβουλίων των συγχωνευόµενων εταιρειών, περίληψη του σχεδίου σύµβασης συγχώνευσης δηµοσιεύεται σε µία ηµερήσια οικονοµική εφη µερίδα που πληρεί τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 26. 2. Μέσα σε ένα µήνα από την δηµοσίευση, που προβλέπεται από την προηγούµενη παράγραφο 1, οι πιστωτές των συγχωνευόµενων εταιρειών, των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από αυτή και δεν είχαν καταστεί ληξιπρόθεσµες κατά το χρόνο της δηµοσίευσης, έχουν το δικαίωµα να ζητήσουν να λάβουν επαρκείς εγγυήσεις αν η οικονοµική κατάσταση των συγχωνευόµενων εταιρειών καθιστά απαραίτητη την προστασία
αυτή και εφ’ όσον οι πιστωτές αυτοί δεν έχουν ήδη λάβει τέτοιες εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις που θα χορηγηθούν στους πιστωτές της απορροφώσης εταιρείας µπορεί να είναι διαφορετικές από αυτές που θα χορηγηθούν στους πιστωτές της ή των απορροφούµενων εταιρειών. Κάθε διαφορά που θα προκύψει από την εφαρµογή των προηγούµενων εδαφίων παρέχει δικαίωµα στους ενδιαφερόµενους πιστωτές να προβάλλουν εγγράφως αντιρρήσεις κατά της συγχώνευσης οι οποίες κοινοποιούνται στις συγχωνευόµενες εταιρείες µέσα στην ίδια µηνιαία προθεσµία που προβλέπει το πρώτο εδάφιο. 3. Επειτα από αίτηση της εταιρείας ή τνω εταιρειών που συγχωνεύονται , το Μονοµελές Πρωτοδικείο της έδρας οποιασδήποτε από τις αιτούσες εταιρείες, το οποίο στην περίπτωση αυτή δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 682 και επόµενα της Πολιτικής ∆ικονοµίας, µπορεί να επιτρέψει τη συγχώνευση, παρά τις αντιρρήσεις πιστωτή ή πιστωτών από τους αναφερόµενους στην προηγούµενη παράγρ. 2, αν κρίνει ότι η οικονοµική κατάσταση των συγχωνευόµενων εταιρειών ή οι εγγυήσεις που έχουν ήδη λάβει οι πιστωτές αυτοί ή τους προσφέρονται δεν δικαιολογούν τις αντιρρήσεις τους. Η αίτηση κοινοποιείται προς τον ή τους πιστωτές που έχουν αντιρρήσεις. Η παραπάνω απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου δεν υπόκειται σε τακτικά και έκτακτα ένδικα µέσα. 4. «Αν υπάρχουν δανειστές µε οµολογίες µετατρέψιµες σε µετοχές τουλάχιστον µιας από τις συγχωνευόµενες εταιρείες, η απόφαση για συγχώνευση πρέπει να εγκριθεί και από τους δανειστές αυτούς». Η έγκριση παρέχεται µε απόφαση που λαµβάνεται σε συγκροτούµενη µόνο για την παροχή της έγκρισης αυτής συνέλευση των οµολογιούχων δανειστών µε τα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας που καθορίζονται από τα άρθρα 29 παρ. 1 και 2 και 31 παρ. 1, τα οποία υπολογίζονται στο σύνολο των οµολογιακών δανείων κάθε εταιρείας. Για τη σύγκληση αυτής της συνέλευσης , τη συµµετοχή σ’ αυτή, την παροχή πληροφοριών, την αναβολή λήψης αποφάσεων , την ψηφοφορία, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεών της, εφαρµόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τη Γενική Συνέλευση των µετόχων. Σε περίπτωση µη έγκρισης της απόφασης για συγχώνευση από την προηγούµενη ειδική συνέλευση των οµολογιούχων δανειστών, εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 3. 5. Στους κο µιστές άλλων, εκτός µετοχών, τίτλων, από τους οποίους απορρέουν ειδικά δικαιώµατα, παρέχονται από την απορροφούσα εταιρεία δικαιώµατα τουλαιστον ισοδύναµα µε εκείνα που είχαν στην απορροφούµενη εταιρεία εκτός εάν κάθε κοµιστής ενέκρινε την τροποποίηση των δικαιωµάτων του”.
Άρθρο 71
- Για την εκτίµηση των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευόµενων εταιρειών, συντάσσεται έκθεση προς τη Γενική Συνέλευση των µετόχων των εταιρειών αυτών, από Επιτροπή Εµπειρογνωµόνων, σύµωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 9. Η επιτροπή αυτή , που ορίζεται έπειτα από κοινή αίτηση των συγχωνευόµενων εταιρειών, εξετάζει επίσης και τους όρους που περιλαµβάνονται στο σχέδιο σύµβασης της συγχώνευσης. 2. Στην έκθεσή της η Επιτροπή Εµπειρογνωµόνων υποχρεούται να αναφέρει αν, κατά τη γνώµη της, η σχέση ανταλλαγής των µετοχών της ή των απορροφούµενων εταιρειών προς τις µετοχές που εκδίδει η απορροφούσα εταιρεία είναι δίκαιη και λογική. Στην ίδια έκθεση πρέπει να περιλαµβάνονται τουλάχιστον οι εξής πληροφορίες: α. Η αξία της εισφερόµενης εταιρικής περιουσίας στο σύνολό της (ενεργητικό και παθητικό) για τη µεταβολή του κεφαλαίου της απορροφούσας εταιρείας την οποία συνεπάγεται η συγχώνευση, και τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ . 2 εδάφιο δεύτερο. β. Η µέθοδος ή οι µέθοδοι που υιοθετήθηκαν για τον καθορισ µό της προτεινόµενης σχέσης ανταλλαγής των µετοχών. γ. ∆ήλωση για το άν η µέθοδος ή οι µέθοδοι που υιοθετήθηκαν είναι κατάλληλες για την ή τις συγκεκριµένες περιπτώσεις, τις αξίες που προέκυψαν από την εφαρµογή κάθε µεθόδου και γνώµη για την βαρύτητα που αποδόθηκε σε ορισµένες µεθόδους για τον προσδιορισµό των αξιών αυτών, καθώς και περιγραφή των τυχόν δυσκολιών που προέκυψαν κατά την εκτίµηση. 3. Κάθε εµπειρογνώµονας, µέλος της Επιτροπής της παρ.1, έχει το δικαίωµα να λαµβάνει από τις συγχωνευόµενες εταιρείες οποιαδήποτε πληροφορία ή έγγραφο χρήσιµο για τη διεκπεραίωση του έργου της Επιτροπής, καθώς και να διενεργεί όλες τις απαραίτητες έρευνες και να προβαίνει στους αναγκαίους ελέγχους.
Άρθρο 72
“1. Για τη συγχώνευση απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης κάθε µιας από τις συγχωνευόµενες εταιρείες. Η απόφαση αυτή αφορά την έγκριση του σχεδίου σύµβασης συγχώνευσης και, κατά περίπτωση, τις τροποποιήσεις του καταστατικού που απαιτούνται για την πραγµατοποίηση της συγχώνευσης. 2. Αν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες µετοχών, η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για τη συγχώνευση τελεί υπό την έγκριση της ή των κατ’ ιδίαν κατηγοριών µετοχών τα δικαιώµατα των οποίων θίγονται από τη συγχώνευση. Η έγκριση παρέχεται µε απόφαση ιδιαίτερης συνέλευσης των µετόχων της κατηγορίας που θίγεται, η οποία λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις για απαρτία και πλειοψηφία των άρθρων 29 παρ. 3 και 4 και 31 παρ.2. Για τη σύγκληση της συνέλευσης αυτής, τη συµµετοχή σ’ αυτή , την παροχή πληροφοριών, την αναβολή λήψης απόφασης, την ψηφοφορία, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεών της, εφαρµόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για τη Γενική Συνέλευση των µετόχων”.
Άρθρο 73
- Ενα µήνα, τουλάχιστον, πριν από την ηµερο µηνία συνεδρίασης της Γενικής Συνέλευσης που καλείται για να αποφασίσει για το σχέδιο σύµβασης της συγχώνευσης, κάθε µέτοχος έχει δικαίωµα να λαµβάνει γνώση, στην έδρα της εταιρείας, τουλάχιστον των ακόλουθων εγγράφων: α. Του σχεδίου της σύµβασης συγχώνευσης. β. Των ετήσιων οικονο µικών καταστάσεων, καθώς και των εκθέσεων διαχείρισης του ∆ιοικητικού Συµβουλίου των τριών τελευταίων χρήσεων των εταιρειών που συγχωνεύονται. γ. Εφόσον οι οικονοµικές καταστάσεις της τελευταίας χρήσης φέρουν ηµεροµηνία λήξης της χρήσης αυτής που απέχει περισσότερο από έξι µήνες από την ηµεροµηνία του σχεδίου της σύµβασης συγχώνευσης, µιας λογιστικής κατάστασης (προσωρινού ισολογισµού) της εταιρείας που συντάσσεται σε ηµεροµηνία η οποία δεν µπορεί να προηγείται από την ηµεροµηνία του σχεδίου της σύµβασης συγχώνευσης περισσότερο από τρείς µήνες. δ. Των εκθέσεων των ∆ιοικητικών Συµβουλίων που προβλέπονται από την παρ. 4 του άρθρου 69. ε. Της έκθεσης της Επιτροπής που προβλέπεται από το άρθρο 71. 2. Η λογιστική κατάσταση που προβλέπεται από την προηγούµενη παράγραφο καταρτίζεται µε τις ίδιες µεθόδους και την ίδια διάταξη και εµφάνιση όπως και ο τελευταίος ετήσιος ισολογισµός. Για την κατάρτιση αυτής της λογιστικής κατάστασης ισχύουν και τα εξής: α. ∆εν είναι υποχρεωτικό να προηγείται νέα φυσική (πραγµατική) απογραφή. β. Οι αποτιµήσεις που απεικονίζονται στον τελευταίο ετήσιο ισολογισµό προσαρµόζονται κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται µόνο στις εγγραφές των λογιστικών βιβλίων. Ωστόσο, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη οι αποσβέσεις και οι προβλέψεις της ενδιάµεσης περιόδου από την ηµεροµηνία του ισολογισµού της τελευταίας χρήσης και τυχόν σηµαντικές µεταβολές στην πραγµατική αξία των περιουσιακών στοιχείων που δεν εµφανίζονται στα βιβλία. 3. Μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερόµ ενου µετόχου, από κάθε εταιρεία παραδίδονται ή στέλνονται, ανέξοδα, πλήρη αντίγραφα ή αποσπάσµατα των εγγράφων που αναφέρονται στην παρ. 1″.
Άρθρο 74
- Οι αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων για συγχώνευση, που λαµβάνονται σύµφωνα µε το άρθρο 72, µαζί µε τη σχετική σύµβαση, που καταρτίζεται µε συµβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο προσαρτάται υπευθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν.1599/1986 (ΦΕΚ Α’75/86) ότι δεν προβλήθηκαν οι κατά την παρ . 2 του άρθρου 70 αντιρρήσεις ή ότι οι τυχόν προβληθείσες επιλύθηκαν, και µετά από έγκριση του Υπουργού Εµπορίου, υποβάλλονται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β για κάθε µία από τις συγχωνευό µενες εταιρείες. 2. Η έγκριση που προβλέπεται από την προηγούµενη παράγραφο 1 παρέχεται µόνο αφού εξακριβωθεί η ύπαρξη και η νοµιµότητα όλων των πράξεων και διατυπώσεων που
επιβάλλει ο παρών νόµος στις συγχωνευόµενες εταιρείες για την πραγµατοποίηση της συγχώνευσης”.
Άρθρο 75
- Από την καταχώρηση, στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών, της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καµµία άλλη διατύπωση, τόσο για τις συγχωνευόµενες εταιρείες όσο και έναντι των τρίτων, τα ακόλουθα αποτελέσµατα: α. Η απορροφούσα εταιρεία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφού µενων εταιρειών και η µεταβίβαση αυτή εξοµοιώνεται µε καθολική διαδοχή. β. Οι µέτοχοι της ή των απορροφούµενων εταιρειών γίνονται µέτοχοι της απορροφούσας εταιρείας. γ. Η απορροφούµενη ή οι απορροφούµενες εταιρείες παύουν να υπάρχουν. 2. Οι εκκρεµείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρεία ή κατ’ αυτής χωρίς καµµιά ειδικότερη διατύπωση από µέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους. 3. Οι προβλεπόµενες από την ισχύουσα νοµοθεσία ιδιαίτερες διατυπώσεις για τη µεταβίβαση ορισµένων περιουσιακών στοιχείων ισχύουν και στην περίπτωση συγχώνευσης. 4. Οι µετοχές της απορροφούσας εταιρείας δεν ανταλλάσσονται µε µετοχές της απορροφούµενης εταιρείας που κατέχονται: α. είτε από την ίδια την απορροφούσα εταιρεία, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνοµά του, αλλά για λογαριασµό της εταιρείας αυτής, β. είτε από την ίδια την απορροφούµενη εταιρεία, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνοµά του, αλλά για λογαριασµό της εταιρείας αυτής.
Άρθρο 76
“1. Κάθε µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της ή των απορροφούµενων εταιρειών ευθύνεται έναντι των µετοχών των εταιρειών αυτών και των τρίτων για κάθε πταίσµα του κατά την προετοιµασία και πραγµατοποίηση της συγχώνευσης . 2. Κάθε µέλος της Επιτροπής που προβλέπει το άρθρο 71 ευθύνεται έναντι των µετόχων της ή των απορροφούµενων εταιρειών και των τρίτων για κάθε πταίσµα του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του”.
Άρθρο 77
“1. Η συγχώνευση κηρύσσεται άκυρη µε απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας , µόνο αν: α. δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 74, ή β. αποδειχθεί ότι η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης µιας από τις εταιρείες που συγχωνεύθηκαν και που ενέκρινε τη συγχώνευση είναι άκυρη ή ακυρώσιµη κατά τις διατάξεις των άρθρων 35α παρ . 1 και 35β παρ. 1. 2. Η αγωγή για την ακύρωση της συγχώνευσης είναι απαράδεκτη, αν: α. παρήλθαν έξι µήνες από την ηµεροµηνία καταχώρησης, στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών, της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74 ή β. έπαψαν να υπάρχουν οι λόγοι για τους οποίους θα µπορούσε να γίνει η ακύρωση. 3. Το αρµόδιο δικαστήριο παρέχει στις ενδιαφερόµενες εταιρείες προθεσµία για την άρση των λόγων ακυρότητας της συγχώνευσης, όταν η άρση αυτή είναι εφικτή . 4. Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β. 5. Η τριτανακοπή κατά της απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης µπορεί να ασκηθεί µέσα σε προθεσµία έξι µηνών από την υποβολή της δικαστικής απόφασης στις διατυπώσεις δηµοσιότητας του άρθρου 7β. 6. Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της συγχώνευσης δεν θίγει το κύρος των υποχρεώσεων που γεννήθηκαν σε όφελος ή σε βάρος της απορροφούσας εταιρείας στην περίοδο µετά την ηµεροµηνία καταχώρησης, στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών, της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το
άρθρο 74, και πριν από την υποβολή της απόφασης αυτής στη δηµοσιότητα που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού. 7. Οι εταιρείες που έλαβαν µέρος στη συγχώνευση ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της προηγούµενης παραγράφου”.
Άρθρο 78
- Η πράξη µε την οποία µία ή περισσότερες εταιρείες µεταβιβάζουν, µετά από λύση τους χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) σε άλλη εταιρεία που κατέχει το σύνολο των µετοχών τους, είτε η ίδια είτε δια µέσου προσώπων που κατέχουν τις µετοχές στο όνοµά τους αλλά για λογαριασµό της, υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 69 έως και 77, µε εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 69 παρ. 2 περίπτ. β, γ και δ, 69 παρ. 4, 71, 73 παρ. 1 περίπτ. δ και ε, 75 παρ. 1 περίπτ. β και 76. 2. Για την πράξη που προβλέπεται στην προηγούµενη παράγραφο (απορρόφηση) δεν απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των συγχωνευόµενων εταιρειών, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 72, αν: α. η δηµοσιότητα του σχεδίου σύµβασης που προβλέπει το άρθρο 69 πραγµατοποιείται, από κάθε µία από τις συγχωνευόµενες εταιρείες, ένα µήνα τουλάχιστον πριν από την έναρξη των αποτελεσµ άτων της πράξης απορρόφησης, και β. όλοι οι µέτοχοι της απορροφούσας εταιρείας έχουν το δικαίωµα, ένα µήνα τουλάχιστον πριν από την έναρξη των αποτελεσµάτων της πράξης απορρόφησης, να λαµβάνουν γνώση στην έδρα της απορροφούµενης εταιρείας των εγγραφών που προβλέπονται στο άρθρο 73 παρ. 1 περίπτ. α, β και γ. Οι διατάξεις του άρθρου 73 παρ. 2 και 3 εφαρµόζονται αναλόγως”.
Άρθρο 79
“1. Για την πράξη µε την οποία µία ή περισσότερες ανώνυµες εταιρείες (εξαγοραζόµενες) µεταβιβάζουν, µετά από λύση τους χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, σε άλλη (εξαγοράζουσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης στους µετόχους των εξαγοραζόµενων εταιρειών του αντιτίµου των δικαιωµάτων τους (εξαγορά), εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 69 έως και 77. 2. Για την εφαρµογή της προηγούµενης παραγράφου σαν απορροφούµενες εταιρείες εννούνται οι εταιρείες που εξαφανίζονται (εξαγοραζόµενες) και σαν απορροφούσα εταιρεία εννοείται η εξαγοράζουσα”.
Άρθρο 80
“Κεφάλαιο 11β – Συγχώνευση µε σύσταση νέας ανώνυ µης εταιρείας” “1. Τα άρθρα 69 έως και 77 εφαρµόζονται, µε την επιφύλαξη της εφαρµογής του άρθρου 4α, και στη συγχώνευση µε σύσταση νέας εταιρείας. Για την εφαρµογή αυτής της διάταξης σαν απορροφούµενες εταιρείες εννοούνται οι εταιρείες που εξαφανίζονται και σαν απορροφούσα εταιρεία εννοείται η νέα εταιρεία. 2. Το άρθρο 69 παρ. 2 περίπτ. α’ εφαρµόζεται αναλόγως και για τη νέα εταιρεία. 3. Το σχέδιο σύµβασης συγχώνευσης µαζί µε το καταστατικό της νέας εταιρείας, εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση κάθε µιας από τις εταιρείες που εξαφανίζονται”.
Άρθρο 81
“Κεφάλαιο 12ον – ∆ιάσπαση Ανωνύµων Εταιρειών”. “1. Η διάσπαση ανώνυµων εταιρειών πραγµατοποιείται , είτε µε απορρόφηση, είτε µε σύσταση νέων εταιρειών, είτε µε απορρόφηση και σύσταση νέων εταιρειών. 2. ∆ιάσπαση µε απορρόφηση είναι η πράξη µε την οποία µία ανώνυµη εταιρεία (διασπώµενη), η οποία λύεται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση , µεταβιβάζεται σε άλλες υφιστάµενες ανώνυµες εταιρείες (επωφελούµενες ) το σύνολο της περιουσίας της (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης στους µετόχους της
µετοχών εκδιδόµενων από τις επωφελούµενες εταιρείες και, ενδεχοµένως, καταβολής ενός χρηµατικού ποσού σε µετρητά προς συµψηφισµό µετοχών τις οποίες δικαιούνται. Το ποσό αυτό δεν µπορεί να υπερβαίνει το 10% της ονοµαστικής αξίας των µετοχών, που αποδίδονται στους µετόχους της διασπώ µενης εταιρείας, και αθροιστικά µε την αξία των µετοχών αυτών την αξία της καθαρής θέσης της εισφερόµενης περιουσίας αυτής της εταιρείας. 3. ∆ιάσπαση µε σύσταση νέων εταιρειών είναι η πράξη µε την οποία µία ανώνυ µη εταιρεία (διασπώ µενη), η οποία λύεται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, µεταβιβάζεται σε άλλες ανώνυµες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούµενες) το σύνολο της περιουσίας της (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης στους µετόχους της µετοχών εκδιδόµενων από τις επωφελούµενες εταιρείες και , ενδεχοµένως, καταβολής ενός χρηµατικού ποσού σε µετρητά προς συµψηφισµό µετοχών τις οποίες δικαιούνται. Το ποσό αυτό δεν µπορεί να υπερβαίνει το 10% της ονοµαστικής αξίας των µετοχών, που αποδίδονται στους µετόχους της διασπώ µενης εταιρείας, και αθροιστικά µε την αξία των µετοχών αυτών την αξία της καθαρής θέσης της εισφερόµενης περιουσίας αυτής της εταιρείας. 4. ∆ιάσπαση µε απορρόφηση και µε σύσταση νέων εταιρειών είναι η πράξη µε την οποία µία ανώνυµη εταιρεία (διασπώµενη), η οποία λύεται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, µεταβιβάζει µερικώς σε άλλες υφιστάµενες ανώνυµες εταιρείες (επωφελούµενες µε απορρόφηση ) και µερικώς σε άλλες ανώνυµες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούµενες µε σύσταση) το σύνολο της περιουσίας της (ενεργητικό και παθητικό) έναντι απόδοσης στους µετόχους της µετοχών εκδιδόµενων από τις επωφελούµενες εταιρείες και, ενδεχοµένως καταβολής ενός χρηµατικού ποσού σε µετρητά προς συµψηφισµό µετοχών τις οποίες δικαιούνται. Το ποσό αυτό δεν µπορεί να υπερβαίνει το 10% της ονοµαστικής αξίας των µετοχών, που αποδίδονται στους µετόχους της διασπώµενης εταιρείας, και αθροιστικά µε την αξία των µετοχών αυτών την αξία της καθαρής θέσης της εισφερόµενης περιουσίας αυτής της εταιρείας. 5. Στα σηµεία που οι διατάξεις των άρθρων 81 έως και 87 παραπέµπουν στις διατάξεις των άρθρων 69 έως και 80, ως “εταιρείες που συγχωνεύονται” ή “συγχωνευόµενες εταιρείες”, νοούνται οι εταιρείες που συµµετέχουν στη διάσπαση , ως “απορροφούσα εταιρεία” νοείται κάθε µία από τις επωφελούµενες εταιρείες, ως “απορροφούµενη ή απορροφούµενες εταιρείες” η διασπώµενη εταιρεία, ως “συγχώνευση” η διάσπαση και ως “σχέδιο σύµβασης συγχώνευσης” το σχέδιο σύµβασης διάσπασης”.
Άρθρο 82
“Κεφάλαιο 12α – ∆ιάσπαση µε απορρόφηση ” 1. Τα ∆ιοικητικά Συµβούλια των εταιρειών που συµµετέχουν στη διάσπαση καταρτίζουν εγγράφως σχέδιο σύµβασης διάσπασης. 2. Το σχέδιο σύµβασης διάσπασης περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία: α. Την ειδικότερη µορφή, την επωνυµία και την έδρα των εταιρειών που συµµετέχουν στη διάσπαση, καθώς και τον αριθµό µητρώου τους . β. Τη σχέση ανταλλαγής των µετοχών και , ενδεχοµένως το ύψος του χρηµατικού ποσού µετρητών που προβλέπει το άρθρο 81. γ. Τις διατυπώσεις παράδοσης των νέων µετοχών που εκδίδουν οι επωφελούµενες εταιρείες. δ. Την η µεροµηνία από την οποία οι µετοχές, που παραδίδονται στους µετόχους της διασπώµενης εταιρείας, παρέχουν δικαίωµα συµµετοχής στα κέρδη καθεµίας από τις επωφελούµενες εταιρείες, καθώς και κάθε ειδικό όρο σχετικό µε το δικαίωµα αυτό . ε. Την ηµεροµηνία από την οποία οι πράξεις της διασπώµενης εταιρείας θεωρούνται, από λογιστική άποψη, ότι γίνονται για λογαριασµό καθεµιάς από τις επωφελούµενες εταιρείες και την τύχη των οικονοµικών αποτελεσµάτων της διασπώµενης εταιρείας, που θα προκύψουν από την ηµεροµηνία αυτή µέχρι την ηµεροµηνία ολοκλήρωσης της διάσπασης ως προς κάθε µία από τις επωφελούµενες εταιρείες, όπως προβλέπεται στα άρθρα 84 παρ . 4 και 85. στ. Τα δικαιώµατα που εξασφαλίζουν οι επωφελούµενες εταιρείες στους µετόχους που έχουν ειδικά δικαιώµατα στη διασπώµενη εταιρεία, καθώς και στους κατόχους άλλων τίτλων, πλην µετοχών, ή τα µέτρα που προτείνονται γι’ αυτούς. ζ. Ολα τα ιδιαίτερα πλεονεκτήµατα που , ενδεχοµένως, παρέχονται στα µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και στους τακτικούς ελεγκτές των εταιρειών που συµµετέχουν στη διάσπαση. η. Την ακριβή καταγραφή και περιγραφή των
στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της διασπώµενης εταιρείας , που πρέπει να µεταβιβαστούν σε κάθε µία από τις επωφελούµενες εταιρείες. θ. Την κατανοµή στους µετόχους της διασπώµενης εταιρείας των µετοχών που εκδίδονται από τις επωφελούµενες εταιρείες, καθώς και το κριτήριο στο οποίο βασίζεται η κατανοµή αυτή. 3.α). Αν για στοιχεία του ενεργητικού της διασπώµενης εταιρείας, µε βάση το σχέδιο σύµβασης διάσπασης, δεν προβλέπεται η µεταβίβασή τους στις επωφελού µενες εταιρείες και εφόσον η ερµηνεία του σχεδίου αυτού δεν παρέχει τη δυνατότητα να καθοριστεί ο τρόπος κατανοµής τους, τα στοιχεία αυτά ή η αντίστοιχη αξία τους κατανέµονται µεταξύ όλων των επωφελού µενων εταιρειών ανάλογα µε την καθαρή θέση της εισφερόµενης περιουσίας σε κάθε µία από αυτές, σύµφωνα µε το σχέδιο σύµβασης διάσπασης. β. Αν για στοιχεία του παθητικού της διασπώµενης εταιρείας, µε βάση το σχέδιο σύµβασης διάσπασης, δεν προβλέπεται η µεταβίβασή τους στις επωφελού µενες εταιρείες και εφ’ όσον η ερµηνεία του σχεδίου αυτού δεν παρέχει τη δυνατότητα να καθοριστεί ο τρόπος κατανοµής τους, κάθε µία από τις επωφελούµενες εταιρείες ευθύνεται εις ολόκληρον µέχρι του ύψους της καθαρής θέσης της εισφερόµενης περιουσίας σ’ αυτή την επωφελούµενη εταιρεία. 4. Το σχέδιο σύµβασης διάσπασης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β, από κάθε µία από τις εταιρείες που συµµετέχουν στη διάσπαση, δύο τουλάχιστον µήνες πριν από την ηµεροµηνία συνεδρίασης της Γενικής Συνέλευσης που καλείται να αποφασίσει για το σχέδιο αυτό. 5. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 69 εφαρµόζονται και στην περίπτωση διάσπασης εταιρειών. Στην προβλεπόµενη έκθεση των ∆ιοικητικών Συµβουλίων των εταιρειών που συµµετέχουν στη διάσπαση επεξηγείται και αιτιολογείται και το κριτήριο κατανοµής στους µετόχους της διασπώµενης εταιρείας των εκδιδόµενων µετοχών των επωφελούµενων εταιρειών. 6. Το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της διασπώµενης εταιρείας υποχρεούται να ενηµερώνει τη Γενική Συνέλευση των µετόχων, της παρ. 2 του άρθρου 84, καθώς και τα ∆ιοικητικά Συµβούλια των επωφελούµενων εταιρειών, προκειµένου µε τη σειρά τους να ενηµερώσουν τις Γενικές Συνελεύσεις των µετοχών τους, για κάθε σηµαντική µεταβολή του ενεργητικού και του παθητικού που έγινε από την ηµεροµηνία κατάρτισης του σχεδίου σύµβασης διάσπασης µέχρι την ηµεροµηνία συνεδρίασης της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας που καλείται να αποφανθεί ως προς το σχέδιο.
Άρθρο 83
“1. Οι διατάξεις του άρθρου 70 εφαρµόζονται και στην περίπτωση διάσπασης εταιρειών. Η προβλεπόµενη από την παρ. 1 του άρθρου 70 δηµοσίευση γίνεται µέσα σε δέκα (10) ηµέρες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων που προβλέπονται από την παρ. 4 του άρθρου 82. 2. Σε περίπτωση που πιστωτής ή οµολογιούχος δανειστής επωφελού µενης εταιρείας, στην οποία η σχετική υποχρέωση µεταβιβάστηκε σύµφωνα µε το σχέδιο σύµβασης διάσπασης, δεν ικανοποιήθηκε από την εταιρεία αυτή για την ικανοποίησή του, ευθύνονται εις ολόκληρον και οι λοιπές επωφελούµενες εταιρείες µέχρι του ύψους της καθαρής θέσης της περιουσίας που εισφέρθηκε από τη διασπώµενη εταιρεία σε κάθε µία από τις εταιρείες αυτές.”
Άρθρο 84
“1. Για την Επιτροπή Εµπειρογνωµόνων που εξετάζει τους όρους που περιλαµβάνονται στο σχέδιο σύµβασης της διάσπασης και συντάσσει έγγραφη έκθεση προς τη Γενική Συνέλευση των µετόχων των εταιρειών που συµµετέχουν στη διάσπαση, καθώς και το περιεχόµενο της έκθεσης, την κοινοποίησή της και τα δικαιώµατα των ε µπειρογνωµόνων, εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 71. 2. Για τη διάσπαση απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης κάθε µίας από τις εταιρείες που συµµετέχουν στη διάσπαση. Οσον αφορά την πλειοψηφία που απαιτείται για τις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων, τη σύγκλησή τους, το περιεχόµενο των αποφάσεων αυτών και την ανάγκη για χωριστές ψηφοφορίες εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 72. Οταν οι µετοχές που εκδίδονται από τις επωφελούµενες
εταιρείες δεν κατανέµονται στους µετόχους της διασπώµενης εταιρείας κατ’ αναλογία των δικαιωµάτων τους στο κεφάλαιό της, οι µειοψηφούντες µέτοχοι της διασπώµενης εταιρείας µπορούν να απαιτήσουν από την εταιρεία αυτή να εξαγοράσει τις µετοχές τους. Στην περίπτωση αυτή έχουν αξίωση για ποσό ανάλογο µε την αξία των µετοχών τους και αν υπάρξει διαφωνία για το ποσό αυτό αποφαίνεται το Μονοµελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. 3. Για τα δικαιώµατα των µετόχων των εταιρειών , που συµµετέχουν στη διάσπαση, να λαµβάνουν γνώση των κρίσιµων εγγράφων που αφορούν τη διάσπαση, εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 73. 4. Για τη σύµβαση διάσπασης, τις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων που εγκρίνουν τη διάσπαση και τη διοικητική έγκρισή τους , καθώς και τη δηµοσιότητά τους, εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 74. Η σύµβαση διάσπασης µεταξύ της διασπώµενης εταιρείας και των επωφελούµενων εταιρειών, που καταρτίζεται µε συµβολαιογραφικό έγγραφο και υπογράφεται από τους νοµίµους εκπροσώπους των εταιρειών που συµµετέχουν στη διάσπαση, έπειτα από ειδική εξουσιοδότηση των Γενικών συνελεύσεων των µετόχων των εταιρειών που εγκρίνουν το σχέδιο σύµβασης διάσπασης, περιλαµβάνει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από την παρ. 2 του άρθρου 82. 5. Για την ευθύνη των µελών του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της διασπώ µενης εταιρείας και των εµπειρογνωµόνων της παρ. 1, εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 76.”
Άρθρο 85
“1. Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών της εγκριτικής απόφασης της διάσπασης, που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 84, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καµµιά άλλη διατύπωση, τόσο για τις εταιρείες που συµµετέχουν στη διάσπαση, όσο και έναντι τρίτων, τα ακόλουθα αποτελέσ µατα: α. Η µεταβίβαση του συνόλου της περιουσίας (ενεργητικού και παθητικού) της διασπώµενης εταιρείας στις επω µελούµενες εταιρείες. Η µεταβίβαση αυτή γίνεται υπό µορφή µεριδίων και σύµφωνα µε την κατανοµή που προβλέπεται στο σχέδιο σύµβασης διάσπασης της παρ. 2 του άρθρου 82 ή από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 82. β. Οι µέτοχοι της διασπώµενης εταιρείας γίνονται µέτοχοι µιας ή περισσοτέρων επωφελούµενων εταιρειών, σύµφωνα µε την κατανοµή που προβλέπεται από το σχέδιο σύµβασης διάσπασης της παρ.2 του άρθρου 82. γ. Η διασπώµενη εταιρεία παύει να υπάρχει. 2. Οι εκκρεµείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από τις επωφελούµενες εταιρείες ή κατ’ αυτών, κατά την προβλεπόµενη κατανοµή από το σχέδιο σύµβασης διάσπασης της παρ. 2 του άρθρου 82 ή από τις διατάξεις της παρ . 3 του άρθρου 82, χωρίς καµιά ειδικότερη διατύπωση από µέρους των εταιρειών αυτών για τη συνέχιση, χωρίς να επέρχεται βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους. 3. Οι προβλεπόµενες από την ισχύουσα νοµοθεσία ιδιαίτερες διατυπώσεις για τη µεταβίβαση ορισ µένων περιουσιακών στοιχείων, ισχύουν και στην περίπτωση διάσπασης. 4. Οι µετοχές επωφελούµενης εταιρείας δεν ανταλλάσσονται µε µετοχές της διασπώµενης εταιρείας που κατέχονται: α. είτε από την ίδια την επωφελούµενη εταιρεία, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνοµά του αλλά για λογαριασµό της εταιρείας αυτής, β. είτε από την ίδια τη διασπώµενη εταιρεία, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο όνοµά του αλλά για λογαριασµό της εταιρείας αυτής.”
Άρθρο 86
“1. Για την ακυρότητα της διάσπασης, την άρση των λόγων ακυρότητας, τις διατυπώσεις δηµοσιότητας της δικαστικής απόφασης που κηρύσσει την ακυρότητα και την άσκηση τριτανακοπής, εφαρ µόζονται οι διατάξεις των παρ. 1 έως και 5 του άρθρου 77. 2. Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της διάσπασης δεν θίγει το κύρος των υποχρεώσεων που γεννήθηκαν σε όφελος ή σε βάρος κάθε µιας από τις επωφελούµενες εταιρείες στην περίοδο µετά την ηµεροµηνία καταχώρησης στο Μητρώο Ανώνυ µων Εταιρειών της εγκριτικής απόφασης της διάσπασης, που προβλέπεται από την παρ. 4 του
άρθρου 84 και πριν από την υποβολή της απόφασης αυτής σε δηµοσιότητα που προβλέπεται από την προηγούµενη παράγραφο 1. 3. Κάθε µια από τις επωφελούµενες εταιρείες ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της προηγούµενης παραγράφου 2. Για τις υποχρεώσεις αυτές ευθύνεται επίσης και η διασπώµενη εταιρεία εις ολόκληρον µέχρι του ύψους της καθαρής θέσης της περιουσίας που µεταβιβάστηκε σε κάθε επωφελούµενη εταιρεία.”
Άρθρο 87
“Σε περίπτωση κατά την οποία όλες οι µετοχές της διασπώµενης εταιρείας, που παρέχουν το δικαίωµα ψήφου στη Γενική Συνέλευση των µετόχων της , ανήκουν στις επωφελούµενες εταιρείες, δεν είναι απαραίτητη η έγκριση της διάσπασης από τη Γενική Συνέλευση της διασπώµενης εταιρείας , κατά παρέκκλιση από την παρ. 2 του άρθρου 84, αν: α. η προβλεπόµενη από την παρ. 4 του άρθρου 82 δηµοσιότητα έχει γίνει, για κάθε µία από τις εταιρείες που συµµετέχουν στη διάσπαση, τουλάχιστον ένα µήνα πριν η διάσπασση παράγει αποτελέσµατα σύµφωνα µε την παρ . 1 του άρθρου 85. β. Ολοι οι µέτοχοι των εταιρειών που συµµετέχουν στη διάσπαση έχουν το δικαίωµα, τουλάχιστον ένα µήνα πριν η διάσπαση παράγει αποτελέσµατα σύµφωνα µε την παρ. 1 του άρθρου 85, να λαµβάνουν γνώση, στην έδρα της εταιρείας τους, των εγγράφων που προβλέπονται από την διάταξη της παρ.1 του άρθρου 73, η οποία εφαρµόζεται και στις διασπάσεις κατά τα προβλεπόµενα από την παρ. 3 του άρθρου 84. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 84. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 73 εφαρµόζονται και στην περίπτωση αυτή. γ. Μέτοχος ή µέτοχοι της διασπώµενης εταιρείας, οι οποίοι διαθέτουν µετοχές µε δικαίωµα ψήφου που αντιπροσωπεύουν το 5% τουλάχιστον του καλυφθέντος κεφαλαίου, δεν έχουν ζητήσει τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας αυτής για να αποφανθεί σχετικά µε το σχέδιο σύµβασης διάσπασης, και δ. το ∆ιοικητικό Συµβούλιο της διασπώµενης εταιρείας ενηµέρωσε τα ∆ιοικητικά Συµβούλια των επωφελούµενων εταιρειών σύµφωνα µε την παρ. 6 του άρθρου 82.”
Άρθρο 88
“Κεφάλαιο 12β – ∆ιάσπαση µε σύσταση νέων ανώνυµων εταιρειών” “1. Με την επιφύλαξη της εφαρµογής του άρθρου 4α, τα άρθρα 82 έως και 86 εφαρµόζονται αναλόγως και στη διάσπαση µε σύσταση νέων εταιρειών. Για την εφαρµογή αυτής της διάταξης ως “εταιρεία που συµµετέχει στη διάσπαση” νοείται η διασπώµενη εταιρεία και ως “επωφελούµενη εταιρεία” καθεµία από τις νέες εταιρείες που συνιστώνται. 2. Στο σχέδιο διάσπασης αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 82 παρ. 2, η ειδικότερη µορφή, η επωνυµία και η έδρα κάθε νέας εταιρείας. 3. Το σχέδιο διάσπασης, µαζί µε το καταστατικό κάθε νέας εταιρείας, εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση των µετόχων της διασπώµενης εταιρείας. 4. Η διάσπαση της υφιστάµενης εταιρείας (διασπώµενης) και η σύσταση νέων εταιρειών (επωφελούµενων) γίνεται µε πράξη που καταρτίζεται µε συµβολαιογραφικό έγγραφο και υπογράφεται από τους νόµιµους εκπροσώπους της διασπώµενης εταιρείας , έπειτα από ειδική εξουσιοδότηση της Γενικής Συνέλευσης των µετόχων της προηγούµενης παραγράφου 3. Η πράξη αυτή περιλαµβάνει όλα τα στοιχεία της πιο πάνω παραγράφου 2, καθώς επίσης και τα καταστατικά των συνιστώµενων εταιρειών.”
Άρθρο 89
“Κεφάλαιο 12γ – ∆ιάσπαση µε απορρόφηση και σύσταση νέων ανώνυµων εταιρειών” “1. Σε περίπτωση διάσπασης ανώνυµης εταιρείας µε απορρόφηση και µε σύσταση νέων εταιρειών, κατά τα προβλεπόµενα από την παρ. 4 του άρθρου 81, εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 82 έως και 87 και του άρθρου 88, κατά περίπτωση.” 2. Η διάσπαση της υφιστάµενης εταιρείας και η απορρόφησή της από άλλες επίσης υφιστάµενες εταιρείες,
καθώς επίσης και η σύσταση νέων εταιρειών , γίνεται µε πράξη που καταρτίζεται µε συµβολαιογραφικό έγγραφο και υπογράφεται από τους νόµιµους εκπροσώπους της διασπώµενης εταιρείας και των επωφελούµενων µε απορρόφηση εταιρειών, έπειτα από ειδική εξουσιοδότηση των Γενικών Συνελεύσεων των µετόχων που εγκρίνουν το σχέδιο διάσπασης κατά τα προβλεπόµενα από τα άρθρα 84 παρ . 2 και 88 παρ. 3. Η πράξη αυτή περιλα µβάνει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από τα άρθρα 82 παρ. 2 και 88 παρ. 2, καθώς επίσης και τα καταστατικά των συνιστώµενων εταιρειών.”
Άρθρο 90
“ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο Ενοποιηµένοι Λογαριασµοί (Ενοποιηµένες Οικονοµικές Καταστάσεις) “1. Κάθε επιχείρηση που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, αν είναι µητρική σύµφωνα µε όσα ορίζονται στην περίπτ. α της παρ. 5 του άρθρου 42ε, υποχρεούται να καταρτίζει ενοποιηµένους λογαριασµούς (ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις) και ενοποιηµένη έκθεση διαχείρισης. 2. Με την επιφύλαξη εφαρµογής των διατάξεων των άρθρων 97, 98 και 99, η µητρική επιχείρηση και όλες οι θυγατρικές της επιχειρήσεις, καθώς και οι θυγατρικές των θυγατρικών της, ανεξάρτητα από την έδρα των θυγατρικών αυτών επιχειρήσεων, αποτελούν επιχειρήσεις υποκείµενες σε ενοποίηση. Για την εφαρµογή του παρόντος νόµου, ενοποίηση είναι η κατάρτιση ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων και ενοποιηµένης έκθεσης διαχείρισης, σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου αυτού. Η µητρική επιχείρηση και όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις της αποτελούν επιχειρήσεις υποκείµενες σε ενοποίηση όταν, είτε η µητρική + επιχείρηση, είτε µία ή περισσότερες θυγατρικές της επιχειρήσεις έχουν την εταιρική µορφή της ανώνυµης Εταιρείας ή της Εταιρείας Περιωρισµένης Ευθύνης ή της ετερόρρυθµης κατά µετοχές Εταιρείας. “Το προηγούµενο εδάφιο εφαρµόζεται επίσης και οσάκις, είτε η µητρική εταιρεία, είτε µία ή περισσότερες από τις θυγατρικές εταιρείες, έχουν την εταιρική µορφή της οµόρρυθµης εταιρείας ή της ετερόρρυθµης εταιρείας της παραγρ. 4 του άρθρου 50α του Ν. 3190/1955″. 3. Οι θυγατρικές επιχειρήσεις της προηγούµενης παρ. 2 υποχρεούνται να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες προς τη µητρική τους.”
Άρθρο 91
“1. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση του άρθρου 90 παρ. 1 οι µητρικές επιχειρήσεις της παρ. 4 του άρθρου 42α υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις , οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: α. κατά τη διάρκεια της χρήσης δεν είχαν άµεση ή έµµεση ανάµειξη στη διοίκηση της θυγατρικής επιχείρησης. β. δεν άσκησαν το δικαίωµα ψήφου που συνδέεται µε τη συµµετοχή κατά το διορισµό µέλους του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της θυγατρικής επιχείρησης κατά τη διάρκεια της χρήσης , καθώς και των πέντε προηγούµενων χρήσεων, ή, σε περίπτωση άσκησης του δικαιώµατος αυτού, η άσκηση ήταν αναγκαία για τη λειτουργία του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου της θυγατρικής επιχείρησης, µε την προϋπόθεση ότι κανείς εταίρος ή µέτοχος που κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου στη µητρική επιχείρηση, και κανένα µέλος των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων της επιχείρησης αυτής ή του µετόχου ή εταίρου της, που κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωµάτων ψήφου δεν συµµετέχει στα διοικητικά , διαχειριστικά ή εποπτικά όργανα της θυγατρικής επιχείρησης, και ότι τα κατά τον τρόπο αυτό διορισθέντα µέλη των οργάνων αυτών άσκησαν τα καθήκοντά τους χωρίς καµµία ανάµειξη ή επιρροή της µητρικής επιχείρησης ή µιας από τις θυγατρικές της επιχειρήσεις. γ. έχουν χορηγήσει δάνεια µόνο σε επιχειρήσεις στις οποίες έχουν συµµετοχή. Αν έχουν χορηγηθεί δάνεια και προς άλλους δικαιούχους, τα δάνεια αυτά θα πρέπει να έχουν αναπληρωθεί µέχρι το τέλος της προηγούµενης χρήσης, και δ. η απαλλαγή για κάθε επιχείρηση παρέχεται από τον Υπουργό Εµπορίου, έπειτα από εξακρίβωση ότι συντρέχουν οι προηγούµενες προυποθέσεις. 2. Οι απαλλασσόµενες από την υποχρέωση του άρθρου 90 παρ. 1 επιχειρήσεις, σύµφωνα µε την προηγούµενη παράγραφο, απαλλάσσονται και από την υποχρέωση της περιπτ. β της παρ. 1 του άρθρου 43α.”
Άρθρο 92
“1. Με την επιφύλαξη εφαρµογής των διατάξεων του άρθρου 91, κάθε µητρική επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση του άρθρου 90 παρ. 1 όταν, κατά την ηµεροµηνία κλεισίµατος του ισολογισµού της, το σύνολο των υποκείµενων σε ενοποίηση επιχειρήσεων δεν υπερβαίνει, µε βάση τις τελευταίες ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις τους, τα όρια των δύο από τα παρακάτω τρία κριτήρια: α. Σύνολο ισολογισµού 1.250.000.000 δρχ, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των στοιχείων Α µέχρι και Ε του ενεργητικού στο υπόδειγµα ισολογισ µού που παραπέµπει το άρθρο 42γ, β. καθαρός κύκλος εργασιών 2.500.000.000 δρχ. γ. µέσος όρος προσωπικού, που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης, 250 άτοµα . Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 42α εφαρµόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτής της διάταξης.” 2. Για τον υπολογισ µό των παραπάνω ορίων, των σχετικών µε το σύνολο του ισολογισµού και τον καθαρό κύκλο εργασιών, επιτρέπεται να µη γίνεται, ούτε ο συµφηφισµός που προβλέπεται από το άρθρο 103 παρ. 1, ούτε η απάλειψη που προβλέπεται από το άρθρο 104 παρ. 3 περιπτ. α και β. Σε περίπτωση που γίνεται χρήση της διάταξης αυτής, τα όρια των δύο προηγούµενων κριτηρίων προσαυξάνονται κατά 20%. 3. Το παρόν άρθρο δεν εφαρµόζεται όταν µία από τις υποκείµενες σε ενοποίηση επιχειρήσεις είναι εταιρεία και αξιόγραφα εκδόσεώς της έχουν εισαχθεί σε χρηµατιστήριο αξιών, που λειτουργεί σε Κράτος µέλος της ΕΟΚ.”
Άρθρο 93
“1. Με την επιφύλαξη εφαρµογής των διατάξεων των άρθρων 91 και 92, κάθε µητρική επιχείρηση, που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο και ταυτόχρονα είναι η ίδια θυγατρική επιχείρηση, απαλλάσσεται από την υποχρέωσης του άρθρου 90 παρ. 1, εφόσον η µητρική της επιχείρηση διέπεται από το δίκαιο Κράτους µέλους της ΕΟΚ, στις εξής δύο περιπτώσεις: α. η µητρική επιχείρηση είναι κάτοχος όλων των µετοχών ή µεριδίων της απαλλασσόµενης επιχείρησης. Οι µετοχές ή τα µερίδια της επιχείρησης αυτής, που κατέχονται από µέλη των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων, βάσει υποχρεώσεως από το νόµο ή το καταστατικό, δεν λαµβάνονται υπόψη, β. η µητρική επιχείρηση κατέχει , τουλάχιστον, το 90% των µετοχών ή µεριδίων της απαλλασσόµενης επιχείρησης και οι λοιποί µέτοχοι ή εταίροι της τελευταίας επιχείρησης ενέκριναν την απαλλαγή. 2. Η απαλλαγή της προηγούµενης παραγράφου παρέχεται µόνο αν συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: α. η απαλλασσόµενη επιχείρηση και µε την επιφύλαξη εφαρµογής των άρθρων 97, 98 και 99, όλες οι θυγατρικές της επιχειρήσεις ενοποιούνται στις οικονοµικές καταστάσεις ενός µεγαλύτερου συνόλου επιχειρήσεων, του οποίου η µητρική επιχείρηση διέπεται από το δίκαιο κράτους – µέλους της ΕΟΚ, β. οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις της προηγούµενης περίπτωσης α, καθώς και µη ενοποιηµένη ετήσια έκθεση διαχείρισης του µεγαλύτερου συνόλου επιχειρήσεων, καταρτίζονται, από τη µητρική επιχείρηση του συνόλου αυτού, και ελέγχονται κατά το δίκαιο του κράτους µέλους της ΕΟΚ από το οποίο αυτή διέπεται, γ. οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις της πιο πάνω περίπτωσης α και η ενοποιηµένη ετήσια έκθεση διαχείρισης της προηγούµενης περίπτωσης β, καθώς και το πιστοποιητικό ελέγχου του υπεύθυνου για τον έλεγχο αυτών των οικονοµικών καταστάσεων, σε επίσηµη µετάφρασή τους στην Ελληνική γλώσσα, υποβάλλονται από την απαλλασσόµενη επιχείρηση σε δηµοσιότητα σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 109, οι οποίες εφαρµόζονται αναλόγως, δ. το προσάρτηµα των ετήσιων οικονο µικών καταστάσεων της απαλλασσό µενης επιχείρησης πρέπει να περιέχει: αα. τα στοιχεία της περίπτ. ιε της παρ . 1 του άρθρου 43α, ββ. µνεία της απαλλαγής από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων και ενοποιηµένης έκθεσης διαχείρισης, και γγ. τις παρακάτω πληροφορίες, που αφορούν στο σύνολο των επιχειρήσεων για τις οποίες η µητρική επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση κατάρτισης ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων: – αξία των πάγιων στοιχείων, – καθαρό κύκλο εργασιών, – αποτέλεσµα χρήσης και ίδια κεφάλαια, και – µέσο αριθµό του προσωπικού που
απασχολήθηκε κατά τη χρήση. Οταν δεν προβλέπεται η κατάρτιση προσαρτήµατος από την απαλλασσόµενη επιχείρηση, η επιχείρηση αυτή καταρτίζει ειδικό έγγραφο, στο οποίο περιλαµβάνονται οι παραπάνω πληροφορίες τουλάχιστον. Το έγγραφο αυτό υποβάλλεται από την απαλλασσόµενη επιχείρηση σε δηµοσιότητα σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 109, οι οποίες εφαρµόζονται αναλόγως. 3. Το παρόν άρθρο δεν εφαρµόζεται όταν αξιόγραφα εκδόσεως της απαλλασσόµενης µητρικής επιχείρησης έχουν εισαχθεί σε χρηµατιστήριο αξιών, που λειτουργεί σε Κράτος µέλος της ΕΟΚ.”
Άρθρο 94
“1. Με την επιφύλαξη εφαρµογής των διατάξεων των άρθρων 91 και 92, σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από την παρ. 1 του άρθρου 93, κάθε µητρική επιχείρηση, που δεν διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο και ταυτόχρονα είναι θυγατρική µητρικής επιχείρησης που διέπεται από το δίκαιο κράτους µέλους της ΕΟΚ, απαλλάσσεται από την υποχρέωση του άρθρου 90 παρ . 1. Η απαλλαγή παρέχεται αν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 93 παρ. 2 και αν µέτοχοι ή εταίροι της απαλλασσό µενης επιχείρησης, οι οποίοι κατέχουν µετοχές ή µερίδια που αντιπροσωπεύουν το 10% τουλάχιστον του καλυφθέντος κεφαλαίου της επιχείρησης αυτής, δεν έχουν ζητήσει, το αργότερο έξι µήνες από το τέλος της χρήσης, την κατάρτιση ενοποιηµένων οικονο µικών καταστάσεων. 2. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 93 εφαρµόζεται αναλόγως και στην περίπτωση της προηγούµενης παραγράφου 1.”
Άρθρο 95
“1. Με την επιφύλαξη εφαρµογής των άρθρων 91 και 92, κάθε µητρική επιχείρηση που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο και ταυτόχρονα είναι η ίδια θυγατρική µητρικής επιχείρησης που δεν διέπεται από το δίκαιο κράτους µέλους της ΕΟΚ, απαλλάσσεται από την υποχρέωση του άρθρου 90 παρ. 1, αν συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: α. η απαλλασσόµενη επιχείρηση και, µε την επιφύλαξη εφαρµογής των άρθρων 97, 98 και 99, όλες οι θυγατρικές της επιχειρήσεις ενοποιούνται στις οικονοµικές καταστάσεις ενός µεγαλύτερου συνόλου επιχειρήσεων, β. οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις της προηγούµενης περίπτωσης α, και ενδεχοµένως, η ενοποιηµένη ετήσια έκθεση διαχείρισης του µεγαλύτερου συνόλου επιχειρήσεων καταρτίζονται σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο ή κατά τρόπο ισοδύναµο µε εκείνο µε τον οποίο καταρτίζονται, σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο, ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις και ενοποιηµένες εκθέσεις διαχείρισης, γ. οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις της πιο πάνω περίπτωσης α έχουν ελεγχθεί από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που είναι αναγνωρισµένα για τον ελεγχο αυτό από το δίκαιο που διέπει την επιχείρηση που κατάρτισε αυτές τις οικονοµικές καταστάσεις. 2. Το άρθρο 93 παρ. 1, παρ. 2 περίπτ. γ και δ και παρ. 3, καθώς και το άρθρο 94, ισχύουν και κατά την εφαρµογή της προηγούµενης παραγράφου.”
Άρθρο 96
“1. Με την επιφύλαξη εφαρ µογής των διατάξεων των άρθρων 90 έως και 94, κάθε επιχείρηση, που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, υπόκειται σε ενοποίηση εφόσον: α . η επιχείρηση αυτή , καθώς και µία ή περισσότερες επιχειρήσεις µε τις οποίες δεν συνδέεται µε τις σχέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42ε παρ. 5 περίπτ. α, έχουν τεθεί υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συµβάσεως που έχει συναφθεί µε την πρώτη επιχείρηση ή σύµφωνα µε όρους του καταστατικού τους, ή β. τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά όργανα της επιχείρησης αυτής, καθώς και µιας ή περισσότερων επιχειρήσεων µε τις οποίες δεν συνδέεται µε τις σχέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42ε παρ. 5 περίπτ. α, αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της χρήσης και µέχρι την κατάρτιση των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων. 2. Η προηγούµενη
παράγραφος 1 έχει εφαρµογή µόνο στην περίπτωση που µία ή περισσότερες επιχειρήσεις από τις αναφερόµενες στην παράγραφο αυτή έχουν µία από τις εταιρικές µορφές που προβλέπονται από την παρ. 2 του άρθρου 90. 3. Με την επιφύλαξη εφαρµογής των διατάξεων της παρακάτω παρ. 4, οι διατάξεις των άρθρων 43α παρ. 1 περίπτ . β εδάφιο δεύτερο, 90 παρ . 2 εδάφιο πρώτο και παρ. 3, 91, 92, 97 έως και 104, 105 παρ. 1, 3, 4 και 5, καθώς και των άρθρων 106 έως και 109, εφαρµόζονται στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις και στην ενοποιηµένη έκθεση διαχείρισης που προβλέπονται από την πιο πάνω παρ. 1. Οπου στις προηγούµενες διατάξεις αναφέρεται η µητρική επιχείρηση, θεωρείται ότι η αναφορά γίνεται στη µεγαλύτερη επιχείρηση. Κριτήριο για τον καθορισµό της µεγαλύτερης επιχείρησης αποτελεί το σύνολο ισολογισµού κάθε επιχείρησης από τις συγκρινόµενες, το οποίο υπολογίζεται όπως ορίζεται στην παρ.6 του άρθρου 42α. Ολες οι µικρότερες επιχειρήσεις της παρούσας παραγράφου υποχρεούνται να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες στην επιχείρηση που, ως µεγαλύτερη, καταρτίζει τις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις. 4. Με την επιφύλαξη εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 103 παρ. 5, τα κονδύλια “κεφάλαιο”, “διαφορά από έκδοση µετοχών υπέρ το άρτιο”, “διαφορές αναπροσαρ µογής”, “αποθεµατικά”, “αποτελέσµατα εις νέον” και “αποτελέσµατα χρήσεως”, που πρέπει να περιληφθούν στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις, αποτελούνται από τα σύνολα των επιµέρους κονδυλίων της κάθε µιας από τις επιχειρήσεις της παρ. 1.”
Άρθρο 97
“1. Μια επιχείρηση µπορεί να µη συµπεριληφθεί στην ενοποίηση όταν παρουσιάζει επουσιώδες ενδιαφέρον σε σχέση µε το σκοπό του άρθρου 100 παρ. 3. 2. Οταν δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, που εµπίπτουν στο κριτήριο της προηγούµενης παραγράφου, παρουσιάζουν συνολικά ουσιώδες ενδιαφέρον σε σχέση µε το σκοπό του άρθρου 100 παρ. 3, οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να περιλαµβάνονται στην ενοποίηση. 3. Μία επιχείρηση µπορεί να µην περιληφθεί στην ενοποίηση όταν συντρέχει µία ή περισσότερες από τις παρακάτω περιπτώσεις: α. αυστηροί και διαρκείς περιορισµοί θίγουν ουσιαστικά : αα. την άσκηση από τη µητρική επιχείρηση των δικαιωµάτων της στην περιουσία ή στη διαχείρηση της προς ενοποίηση επιχείρησης, ή ββ. την άσκηση της ενιαίας διεύθυνσης, όταν πρόκειται για επιχείρηση της παρ. 1 του άρθρου 96, β. οι απαραίτητες πληροφορίες, για την κατάρτιση των οικονοµικών καταστάσεων σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο, δεν είναι δυνατό να συγκεντρωθούν χωρίς δυσανάλογα έξοδα ή αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, γ. οι µετοχές ή τα µερίδια της προς ενοποίηση επιχείρησης κατέχονται µε αποκλειστικό σκοπό τη µεταγενέστερη µεταβίβασή τους.”
Άρθρο 98
“1. Με την επιφύλαξη εφαρµογής των διατάξεων του άρθρου 106, όταν µία ή περισσότερες επιχειρήσεις που υπόκεινται σε ενοποίηση έχουν δραστηριότητες τόσο διαφορετικές, ώστε η ενσωµάτωσή τους στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις θα ερχόταν σε αντίθεση µε την επιβαλλόµενη από το άρθρο 100 παρ. 3 υποχρέωση, οι επιχειρήσεις αυτές δεν πρέπει να περιλαµβάνονται στην ενοποίηση. 2. Το γεγονός και µόνο ότι οι προς ενοποίηση επιχειρήσεις είναι, άλλες βιοµηχανικές, άλλες εµπορικές και άλλες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, ή ότι αυτές οι επιχειρήσεις ασκούν βιοµηχανικές ή ε µπορικές δραστηριότητες για διαφορετικά προϊόντα ή παρέχουν διαφορετικές υπηρεσίες, δεν αποτελεί λόγο εφαρµογής της προηγούµενης παραγράφου 1. 3. Η περίπτωση εφαρµογής της πιο πάνω παραγράφου 1, πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στο ενοποιηµένο προσάρτηµα. Στην ίδια επίσης περίπτωση, αν οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις ή οι τυχόν ενοποιη µένες οικονοµικές καταστάσεις των επιχειρήσεων που εξαιρέθηκαν δεν υποβάλλονται στη δηµοσιότητα των άρθρων 7β και 109, καθώς και του άρθρου 8 του Ν.3190/1955, κατά περίπτωση , οι καταστάσεις αυτές επισυνάπτονται στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις της παρ. 1 ή τίθενται στη διάθεση του κοινού. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, είναι δυνατή η απόκτηση
αντιγράφων των εγγράφων αυτών έπειτα από σχετική αίτηση, σε τιµή όχι µεγαλύτερη από το αντίστοιχο διοικητικό κόστος.”
Άρθρο 99
“1. Οταν µητρική επιχείρηση που δεν ασκεί οποιαδήποτε βιοµηχανική ή εµπορική δραστηριότητα κατέχει µετοχές ή µερίδια σε θυγατρική επιχείρηση βάσει κοινής συµφωνίας µε µία ή περισσότερες επιχειρήσεις που δεν συµπεριλαµβάνονται στην ενοποίηση, τότε η µητρική αυτή επιχείρηση, για την εφαρµογή του άρθρου 100 παρ. 3, µπορεί να µην περιληφθεί στην ενοποίηση. 2. Στην περίπτωση εφαρµογής της προηγούµενης παραγράφου 1, οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις της µητρικής επιχείρησης που δεν περιλαµβάνονται στην ενοποίηση επισυνάπτονται στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο. Στην περίπτωση αυτή, στο ενοποιηµένο προσάρτηµα της θυγατρικής γίνεται µνεία για την εφαρ µογή της προηγούµενης παραγράφου 1. 3. Οταν γίνεται εφαρµογή της διάταξης της πιο πάνω παραγράφου 1, στο προσάρτηµα των ετήσιων οικονοµικών καταστάσεων της µητρικής επιχείρησης που δεν περιλαµβάνεται στην ενοποίηση παρέχονται οι εξής πληροφορίες: α. το ποσό οποιασδήποτε διαφοράς που προκύπτει, για τις συµµετοχές της παραγράφου 1 µεταξύ της κατά τα βιβλία λογιστικής αξίας τους και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων των θυγατρικών επιχειρήσεων που αναλογεί σ’ αυτές τις συµµετοχές. Η διαφορά αυτή υπολογίζεται άπαξ για κάθε συµµετοχή κατά την ηµεροµηνία που η συµµετοχή αυτή περιλαµβάνεται για πρώτη φορά στον ετήσιο ισολογισµό της απαλλασσόµενης επιχείρησης, β. το ποσό που αντιστοιχεί στα αδιανέµητα κέρδη ή στις ζηµίες που πραγµατοποιήθηκαν µετά την ηµεροµηνία της προηγούµενης περίπτωσης α από τις θυγατρικές επιχειρήσεις, ανάλογα µε το ποσοστό συµµετοχής στο κεφάλαιό τους, γ. το ποσό των τυχόν µερισµάτων που εισπράχθηκαν ή είναι απαιτητά κατά τη χρήση , και δ. µνεία των σχετικών λόγων που δικαιολογούν την απαλλαγή . Οταν δεν προβλέπεται η κατάρτιση προσαρτήµατος από την απαλλασσόµενη επιχείρηση, η επιχείρηση αυτή καταρτίζει ειδικό έγγραφο, στο οποίο περιλαµβάνονται οι παραπάνω πληροφορίες τουλάχιστον. Το έγγραφο αυτό, µαζί µε τον ετήσιο ισολογισµό και το λογαριασµό αποτελεσµάτων χρήσης της απαλλασσόµενης επιχείρησης, υποβάλλονται από την επιχείρηση αυτή σε δηµοσιότητα σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 109, οι οποίες εφαρµόζονται αναλόγως.”
Άρθρο 100
“1. Οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις περιλαµβάνουν τον ενοποιηµένο ισολογισµό, τα ενοποιηµένα αποτελέσµατα χρήσης, καθώς και το προσάρτηµα. Τα έγγραφα αυτά αποτελούν ενιαίο σύνολο. 2. Οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να καταρτίζονται µε σαφήνεια και να ανταποκρίνονται στις σχετικές διατάξεις του παρόντος νόµου. 3. Οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να εµφανίζουν την πραγµατική εικόνα της περιουσιακής διάρθρωσης, της χρηµατοοικονο µικής θέσης, καθώς και των αποτελεσµάτων χρήσης του συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση. 4. Οταν η εφαρµογή του παρόντος νόµου δεν αρκεί για τη διαµόρφωση της πραγµατικής εικόνας κατά την έννοια της προηγούµενης παραγράφου, πρέπει να παρέχονται πρόσθετες πληροφορίες. 5. Αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εφαρµογή οποιασδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 101 έως και 107 παρ. 1 και 2 έρχεται σε αντίθεση µε τα οριζόµενα από την παραγρ. 3, η διάταξη αυτή παρακάµπτεται προκειµένου να εµφανιστεί η κατά την έννοια της παραγράφου 3 πραγµατική εικόνα. Κάθε τέτοια παρέκκλιση πρέπει να αναφέρεται στο προσάρτηµα, να αιτιολογείται επαρκώς και να παρατίθενται οι επιδράσεις της στην περιουσιακή διάρθρωση, στη χρηµατοοικονοµική θέση και στα αποτελέσµατα χρήσης.”
Άρθρο 101
“1. Με την επιφύλαξη εφαρ µογής των διατάξεων του παρόντος νόµου, που αναφέρονται στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις , για τη διάρθρωση αυτών των καταστάσεων εφαρ µόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 42β , 42γ, 42δ και 42ε. Κατά την εφαρµογή αυτή λαµβάνονται υπόψη οι αναγκαίες προσαρµογές που επιβάλλονται από τις ιδιοµορφίες των ενοποιη µένων οικονοµικών καταστάσεων σε σχέση µε τις ετήσιες οικονο µικές καταστάσεις . 2. Σε περίπτωση που, λόγω ειδικών περιστάσεων, η ενοποίηση των αποθεµάτων απαιτεί δυσανάλογα έξοδα, παρέχεται η δυνατότητα οµαδοποίησης των σχετικών λογαριασµών αποθεµάτων στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις.”
Άρθρο 102
“1. Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση ενσωµατώνονται ακέραια στον ενοποιηµένο ισολογισµό (ολική ενοποίηση). 2. Τα έσοδα και τα έξοδα των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση ενσωµατώνονται ακέραια στον ενοποιηµένο λογαριασµό αποτελεσµάτων χρήσης (ολική ενοποίηση).”
Άρθρο 103
“1. Οι λογιστικές αξίες (αξίες λογιστικών βιβλίων) των µετοχών ή µεριδίων στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, συµψηφίζονται µε το ποσό των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων αυτών, το οποίο αναλογεί σ’ αυτές τις µετοχές ή τα µερίδια. 2. Ο συµψηφισµός της προηγούµενης παραγράφου 1 γίνεται µε βάση τις λογιστικές αξίες, κατά την ηµεροµηνία κατά την οποία οι αναφερόµενες επιχειρήσεις περιλαµβάνονται για πρώτη φορά στην ενοποίηση, σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο. Η διάταξη αυτή εφαρµόζεται αναλόγως και στην περίπτωση απόκτησης νέων µετοχών ή µεριδίων σε επιχειρήσεις που περιλα µβάνονται στην ενοποίηση. Οι διαφορές που προκύπτουν από τον παραπάνω συµψηφισµό καταχωρούνται , κατά το δυνατό, απ’ ευθείας στα στοιχεία του ενοποιηµένου ισολογισµού, στα οποία η τρέχουσα αξία είναι µεγαλύτερη ή µικρότερη από τη λογιστική τους αξία . 3. Το σύνολο των θετικών (χρεωστικών) και των αρνητικών (πιστωτικών) διαφορών, που παραµένουν µετά την εφαρµογή των παραγράφων 1 και 2, εµφανίζεται στον ενοποιηµένο ισολογισµό σε ιδιαίτερο κονδύλι µε τίτλο ” διαφορές ενοποίησης”. Για το λογιστικό χειρισµό του κονδυλίου αυτού ισχύουν τα εξής: α. Αν είναι χρεωστικό εµφανίζεται στην κατηγορία “λοιπές ασώµατες ακινητοποιήσεις” (λοιπά άϋλα πάγια στοιχεία) του ενοποιηµένου ισολογισµού και αποσβένεται είτε εφάπαξ , είτε τµηµατικά και ισόποσα, σε περισσότερες από µία χρήσεις, οι οποίες δεν είναι δυνατό να υπερβαίνουν τα πέντε (5) έτη. Παρέχεται η ευχέρεια της άµεσης και εµφανούς αφαίρεσης του παραπάνω κονδυλίου απ’ ευθείας από τα αποθεµατικά του ενοποιηµένου ισολογισµού. β. Αν είναι πιστωτικό , εµφανίζεται στην κατηγορία ” Ιδια κεφάλαια” του ενοποιηµένου ισολογισµού και µπορεί να µεταφέρεται στα ενοποιηµένα αποτελέσµατα χρήσης, µερικώς ή ολικώς, µόνο: (1) αν αντιστοιχεί κατά την ηµέρα που αποκτήθηκαν οι µετοχές ή τα µερίδια µιας από τις επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, σε πρόβλεψη δυσµενούς εξέλιξης των µελλοντικών αποτελεσµάτων της επιχείρησης αυτής σε πρόβλεψη µελλοντικών δαπανών της, στο µέτρο που η πρόβλεψη αυτή έχει πραγµατοποιηθεί, και (2) στο µέτρο που αντιστοιχεί σε πραγµατοποιηµένο κέρδος. 4. Οι διαφορές της προηγούµενης παραγράφου 3 και ο λογιστικός χειρισµός τους πρέπει να σχολιάζονται στο ενοποιηµένο προσάρτηµα. Ειδικότερα στο προσάρτηµα αυτό , για κάθε άµεση ή έµµεση (µέσω θυγατρικών ή τρίτων) συµµετοχή, αναφέρονται χωριστά: (1) η αρχική, χρεωστική ή πιστωτική διαφορά ενοποίησης και οι αποσβέσεις ή µεταφορές της, όπως τα ποσά αυτά διαµορφώθηκαν µέχρι το τέλος της προηγούµενης χρήσης, (2) οι µεταβολές των ποσών αυτών κατά την κλειόµενη χρήση και (3) τα σύνολά τους, όπως διαµορφώνονται στο τέλος της κλειόµενης χρήσης. Στο ενοποιηµένο προσάρτηµα παρέχονται επίσης πληροφορίες για τις τυχόν αναµορφώσεις στοιχείων του ενοποιηµένου ισολογισµού, που προβλέπονται από την παράγραφο 2. 5. Οι παράγραφοι 1, 2,
3 και 4 δεν εφαρµόζονται για τις µετοχές ή τα µερίδια στο κεφάλαιο της µητρικής επιχείρησης που κατέχονται, είτε από την ίδια, είτε από άλλη επιχείρηση που περιλαµβάνεται στην ενοποίηση. Αυτές οι µετοχές ή τα µερίδια εµφανίζονται στον ενοποιηµένο ισολογισµό, ως “ίδιες µετοχές” ή “ίδια µερίδια “, στην κατηγορία “χρεώγραφα”. 6. Τα ποσά ιδίων κεφαλαίων που αναλογούν στις µετοχές ή τα µερίδια στο κεφάλαιο των ενοποιούµενων θυγατρικών επιχειρήσεων, που κατέχονται από πρόσωπα ξένα προς τις επιχειρήσεις οι οποίες περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, εµφανίζονται στον ενοποιηµένο ισολογισµό, σε ιδιαίτερο κονδύλι µ ε τον τίτλο “δικαιώµατα µειοψηφίας ” στην κατηγορία “Ιδια κεφάλαια”. 7. Τα κέρδη ή οι ζηµίες που αναλογούν στις µετοχές ή τα µερίδια στο κεφάλαιο των ενοποιηµένων θυγατρικών επιχειρήσεων , που κατέχονται από πρόσωπα ξένα προς τις επιχειρήσεις οι οποίες περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, εµφανίζονται στο τέλος του ενοποιηµένου λογαριασµού αποτελεσµάτων χρήσης, σε ιδιαίτερο κονδύλι µε τον τίτλο “Αναλογία µετοχών ή µεριδίων µειοψηφίας”.”
Άρθρο 104
“1. Η κατάρτιση των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων, γίνεται σύµφωνα µε τις αρχές των επό µενων παραγράφων 2 έως και 9. 2. Οι µέθοδοι ενοποίησης δεν πρέπει να µεταβάλλονται από τη µία χρήση στην άλλη. Παρεκκλίσεις από την προηγούµενη αρχή επιτρέπονται µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οπότε κάθε παρέκκλιση αναφέρεται και αιτιολογείται επαρκώς στο προσάρτηµα, µαζί µε εκτίµηση της επίδρασής της στην περιουσιακή διάρθρωση, στη χρηµατοοικονοµική θέση και στα αποτελέσµατα του συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση. 3. Οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις απεικονίζουν την περιουσιακή διάρθρωση (ενεργητικό και παθητικό ), τη χρηµατοοικονοµική θέση και τα αποτελέσµατα των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, σαν να πρόκειται για µία µόνο επιχείρηση. Ιδίως: α . Οι υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις µεταξύ των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση απαλείφονται από τους λογαριασµούς των ενοποιηµένων ισολογισµών. β. Τα έσοδα και τα έξοδα που προέρχονται από συναλλαγές µεταξύ των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση απαλείφονται από τους λογαριασ µούς των ενοποιηµένων αποτελεσµάτων χρήσης. γ. Τυχόν κέρδη και ζηµίες από συναλλαγές µεταξύ των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, τα οποία περιέχονται στη λογιστική αξία στοιχείων του ενεργητικού, απαλείφονται από τους λογαριασµούς του ενοποιηµένου ισολογισµού και ενοποιηµένων αποτελεσµάτων χρήσης. Οι προηγούµενες απαλείψεις µπορεί να γίνονται αναλογικά, µε βάση το ποσοστό συµµετοχής της µητρικής επιχείρησης στο κεφάλαιο κάθε µίας θυγατρικής που περιλαµβάνεται στην ενοποίηση. 4. Παρεκκλίσεις από τις διατάξεις της περίπτωσης γ της προηγούµενης παραγράφου 3 επιτρέπονται µόνο όταν οι σχετικές συναλλαγές έχουν γίνει σύµφωνα µε τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και η απάλειψη των κερδών ή των ζηµιών θα συνεπαγόταν δυσανάλογα έξοδα. Κάθε παρέκκλιση αναφέρεται στο ενοποιη µένο προσάρτηµα και, εφόσον έχει σηµαντική επίδραση στην περιουσιακή διάρθρωση, στη χρηµατοικονοµική θέση και τα αποτελέσµατα του συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, η επίδραση αυτή σχολιάζεται στο ίδιο προσάρτηµα. 5. Παρεκκλίσεις από τις διατάξεις των περιπτώσεων α, β και γ της παραγράφου 3 επιτρέπονται µόνο όταν τα σχετικά ποσά είναι ασή µαντα σε σχέση µε το σκοπό της παρ. 3 του άρθρου 100. 6. Οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις καταρτίζονται µε την ίδια ηµεροµηνία κλεισίµατος των ετήσιων οικονοµικών καταστάσεων της µητρικής επιχείρησης. 7. Παρέκκλιση από τη διάταξη της προηγούµενης παραγράφου 6 επιτρέπεται σε περίπτωση που η ηµεροµηνία κλεισίµατος του ισολογισµού των περισσότερων ή των σηµαντικότερων επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση είναι διαφορετική από εκείνη της µητρικής. Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναφέρεται και αιτιολογείται επαρκώς στο ενοποιηµένο προσάρτηµα. Επί πλέον, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη κατά την ενοποίηση ή να αναφέρονται στο ενοποιηµένο προσάρτηµα τα σηµαντικά γεγονότα που αφορούν, είτε την περιουσιακή διάρθρωση, είτε την χρη µατοοικονοµική θέση, είτε τα αποτελέσµατα χρήσης µιας επιχείρησης που περιλαµβάνεται στην ενοποίηση, τα οποία έχουν επέλθει µεταξύ της
ηµεροµηνίας κλεισίµατος του ισολογισµού αυτής της επιχείρησης και της η µεροµηνίας µε την οποία καταρτίζονται οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις. 8. Αν η ηµεροµηνία κλεισίµατος του ισολογισµού µιας επιχείρησης που περιλαµβάνεται στην ενοποίηση προηγείται τουλάχιστον κατά τρείς µήνες από την ηµεροµηνία µε την οποία καταρτίζονται οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις, η επιχείρηση αυτή ενοποιείται µε βάση ενδιά µεσες οικονοµικές καταστάσεις που καταρτίζονται µε την ηµεροµηνία κατάρτισης των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων. 9. Αν η σύνθεση του συνόλου των επιχειρήσεων, που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, έχει µεταβληθεί σηµαντικά κατά τη διάρκεια της χρήσης, οι ενοποιηµένες οικονο µικές καταστάσεις πρέπει να περιλαµβάνουν πληροφορίες µε τις οποίες θα γίνεται δυνατή η σύγκριση των διαδοχικών ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων.”
Άρθρο 105
“1. Τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση αποτιµούνται µε οµοιόµορφες µεθόδους και σύµφωνα µε τους κανόνες αποτίµησης του άρθρου 42ε παρ. 14 και του άρθρου 43. 2. Η επιχείρηση που καταρτίζει ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις εφαρµόζει τις ίδιες µεθόδους αποτίµησης µε εκείνες που εφαρµόζει για την κατάρτιση των ετήσιων οικονοµικών καταστάσεών της. 3. Οταν τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, που πρόκειται να περιληφθούν στην ενοποίηση, έχουν αποτιµηθεί από περιλαµβανόµενες στην ενοποίηση επιχειρήσεις µε µεθόδους διαφορετικές από εκείνες που εφαρµόζονται για την ενοποίηση, τότε τα στοιχεία αυτά πρέπει να αποτιµούνται εκ νέου σύµφωνα µε τις µεθόδους αποτί µησης που χρησι µοποιούνται για την ενοποίηση, εκτός εάν το αποτέλεσµα από τη νέα αυτή αποτίµηση είναι ασήµαντο σε σχέση µε το σκοπό της παρ. 3 του άρθρου 100. Παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή επιτρέπονται µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις . Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναφέρεται και αιτιολογείται στο ενοποιηµένο προσάρτηµα. 4. Στον ενοποιηµένο ισολογισ µό και τον ενοποιηµένο λογαριασ µό αποτελεσµάτων χρήσης, λαµβάνεται υπόψη η τυχόν διαφορά που παρουσιάζεται κατά την ενοποίηση, ανάµεσα στο φόρο που βαρύνει τη χρήση και τις προηγούµενες χρήσεις και στο φόρο που έχει ήδη καταβληθεί ή οφείλεται για τις χρήσεις αυτές, στο βαθµό που είναι πιθανό ότι θα προκύψει πραγµατική επιβάρυνση φόρου για µια από τις ενοποιηµένες επιχειρήσεις στο άµεσο µέλλον. 5. Σε περίπτωση που στοιχεία του ενεργητικού που πρόκειται να περιληφθούν στην ενοποίηση αποτέλεσαν αντικείµενο έκτακτων διορθρώσεων της αξίας τους (πρόσθετων αποσβέσεων ή έκτακτων προβλέψεων) για φορολογικούς µόνο λόγους, τα στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαµβάνονται στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις απαλλαγµένα από αυτές τις διορθώσεις. Παρέχεται η δυνατότητα της εµφάνισης των αναφερόµενων στοιχείων στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστεις χωρίς την απάλειψη των σχετικών διορθώσεων, µε την προϋπόθεση ότι τα ποσά των διορθώσεων αυτών θα εµφανίζονται και θα αιτιολογούνται επαρκώς στο ενοποιηµένο προσάρτηµα.”
Άρθρο 106
“1. Στην περίπτωση που µία επιχείρηση που περιλα µβάνεται στην ενοποίηση ασκεί ουσιώδη επιρροή στη διαχείρηση και στην οικονοµική πολιτική µίας επιχείρησης που δεν περιλαµβάνεται στην ενοποίηση (συγγενής επιχείρηση ), και στην οποία η πρώτη έχει συµµετοχή µε την έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 42ε, αυτή η συµµετοχή περιλαµβάνεται σε ιδιαίτερο κονδύλι µε τίτλο “Συµµετοχές σε συγγενείς επιχειρήσεις”, το οποίο περιλαµβάνεται στην κατηγορία “Συµµετοχές και άλλες µακροπρόθεσµες χρηµατοοικονοµικές απαιτήσεις” του ενοποιηµένου ισολογισµού. Με την επιφύλαξη εφαρµογής της διάταξης του άρθρου 42ε παρ. 5 περίπτ. α, υποπ. δδ, τεκµαίρεται ότι µία επιχείρηση ασκεί ουσιώδη επιρροή σε µία άλλη επιχείρηση, όταν η παραπάνω συµµετοχή είναι ίση ή µεγαλύτερη από το 20% του κεφαλαίου ή των δικαιω µάτων ψήφου των µετόχων ή των εταίρων της άλλης επιχείρησης. Οι διατάξεις της περίπτ. α της παρ. 5 του άρθρου 42ε
εφαρµόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή. 2. Κατά την πρώτη εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε συµµετοχή σε συγγενή επιχείρηση, σύµφωνα µε την προηγούµενη παράγραφο 1, η συµµετοχή αυτή περιλαµβάνεται στον ενοποιηµένο ισολογισµό µε τη λογιστική αξία που προκύπτει κατ’ εφαρµογή των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρου 43. Η διαφορά µεταξύ αυτής της αξίας και του ποσού που αναλογεί στο ποσοστό των ίδιων κεφαλαίων που αντιπροσωπεύει η συµµετοχή αυτή καταχωρείται χωριστά στον ενοποιηµένο ισολογισµό ή αναφέρεται στο ενοποιηµένο προσάρτηµα, µε χωριστή µνεία ότι
- σχετική συµµετοχή έχει αποτιµηθεί κατ’ εφαρµογή των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρου 43 του παρόντος νόµου. Η παραπάνω διαφορά για κάθε συµµετοχή υπολογίζεται κατά την ηµεροµηνία κατά την οποία η µέθοδος της παραγράφου αυτής εφαρµόζεται για πρώτη φορά στη συµµετοχή αυτή. 3. Στην περίπτωση που τα στοιχεία του ενεργητικού ή του παθητικού µιας συγγενούς επιχείρησης έχουν αποτιµηθεί µε µεθόδους διαφορετικές από εκείνες της παρ. 2 του άρθρου 105, τα στοιχεία αυτά, προκειµένου να υπολογιστεί η διαφορά που προβλέπεται από την προηγούµενη παράγραφο 2, µπορούν να αποτιµηθούν εκ νέου σύµφωνα µε τις µεθόδους που εφαρµόζονται για την ενοποίηση. Εάν συντρέχει περίπτωση εφαρµογής της διάταξης αυτής και δεν έγινε η νέα αυτή αποτίµηση, το γεγονός αυτό αναφέρεται στο ενοποιηµένο προσάρτηµα. 4. Η λογιστική αξία της παραγράφου 2 αυξάνεται ή µειώνεται µε το ποσό της τυχόν µεταβολής που σηµειώθηκε µέσα στη χρήση στα ίδια κεφάλαια κάθε συγγενούς επιχείρησης, στα οποία, για την εφαρµογή της διάταξης αυτής, περιλαµβάνονται και τα πληρωτέα µερίσµατά της, στο µέτρο που αναλογεί στο αντίστοιχο ποσοστό συµµετοχής. Το ποσό της αύξησης ή µείωσης της παραπάνω λογιστικής αξίας εµφανίζεται σε ιδιαίτερο κονδύλι του ενοποιηµένου λογαριασµού αποτελεσµάτων χρήσης µε τον τίτλο “κέρδη συµµετοχών σε συγγενείς επιχειρήσεις” ή “ζηµίες συµµετοχών σε συγγενείς επιχειρήσεις”, κατά περίπτωση. 5. Η λογιστική αξία της παραγράφου 2 µειώνεται επίσης κατά το ποσό των µερισµάτων που αναλογούν σε κάθε συµµετοχή σε συγγενή επιχείρηση του παρόντος άρθρου. 6. Οι απαλείψεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της περίπτ. γ της παρ.3 του άρθρου 104 πραγµατοποιούνται και στην περίπτωση συµµετοχών σε συγγενείς επιχειρήσεις του παρόντος άρθρου, εφόσον τα απαιτούµενα για τις απαλείψεις αυτές στοιχεία είναι γνωστά ή µπορούν να συγκεντρωθούν. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 104 εφαρµόζονται αναλόγως. 7. Σε περίπτωση κατά την οποία µία συγγενής επιχείρηση καταρτίζει ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις, οι διατάξεις των προηγούµενων παραγράφων εφαρµόζονται στα ίδια κεφάλαια που εµφανίζονται σ’ αυτές τις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις. 8. Οταν η συµµετοχή στο κεφάλαιο της συγγενούς επιχείρησης είναι επουσιώδης σε σχέση µε το σκοπό της παρ. 3 του άρθρου 100, επιτρέπεται
- µη εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 9. Εφόσον η θετική (χρεωστική) διαφορά που αναφέρεται στην παρ. 2 δεν είναι δυνατό να καταχωρηθεί απευθείας σε κάποια κατηγορία στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού του ενοποιηµένου ισολογισµού, εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 3 περίπτ. α.”
Άρθρο 107
“1. Εκτός από τις πληροφορίες και επεξηγήσεις που προβλέπονται από άλλες διατάξεις του παρόντος νόµου, στο προσάρτηµα των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων (ενοποιηµένο προσάρτηµα) πρέπει να περιλαµβάνονται και οι ακόλουθες, τουλάχιστον, πληροφορίες: α. Οι µέθοδοι που εφαρµόστηκαν για την αποτίµηση των διαφόρων περιουσιακών στοιχείων που περιλαµβάνονται στις ενοποιη µένες οικονοµικές καταστάσεις και οι µέθοδοι υπολογισµού των αποσβέσεων και των προβλέψεων . Ειδικά, για τα περιουσιακά στοιχεία των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων, που, για το σκοπό της ενοποίησης, η δραχµική τους αξία προκύπτει από µετατροπή αξιών σε ξένα νοµίσµατα, πρέπει να αναφέρονται οι τρόποι µετατροπής που χρησιµοποιήθηκαν , προκειµένου τα στοιχεία αυτά να εκφραστούν σε δραχµές. β . Για κάθε µία από τις επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση αναφέρονται: αα. η επωνυ µία και η έδρα, ββ . το ποσοστό του κεφαλαίου που κατέχεται στις επιχειρήσεις αυτές, εκτός της µητρικής , από επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση ή από πρόσωπα που ενεργούν στο όνοµά τους αλλά
για λογαριασµό αυτών των επιχειρήσεων, και γγ. ποιά από τις σχέσεις της περίπτ. α της παρ. 5 του άρθρου 42ε ή της παρ . 1 του άρθρου 96 υπαγόρευσε την ενοποίηση . γ. Για κάθε µία από τις επιχειρήσεις, που, µε βάση τις διατάξεις των άρθρων 97 και 98, δεν περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, µε την επιφύλαξη εφαρ µογής της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 98, πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες που προβλέπονται από τις υποπεριπτώσεις αα και ββ της προηγούµενης περίπτωσης β και να εξηγούνται οι λόγοι εξαίρεσης αυτών των επιχειρήσεων , που αναφέρονται στο άρθρο 97. δ. Για κάθε µία από τις επιχειρήσεις που είναι συγγενείς, µε την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 106, µε µία επιχείρηση που περιλαµβάνεται στην ενοποίηση, παρέχονται οι πληροφορίες που προβλέπονται από τις υποπεριπτώσεις αα και ββ της παραπάνω περίπτωσης β, καθώς και οι λόγοι της τυχόν εφαρµογής της διάταξης της παρ. 8 του άρθρου 106. ε . Για κάθε µία από τις επιχειρήσεις που δεν αναφέρονται στις προηγούµενες περιπτώσεις β, γ και δ, στις οποίες οι επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση και εκείνες που εξαιρέθηκαν µε βάση το άρθρο 98 κατέχουν άµεσα ή µέσω τρίτων, που ενεργούν στο όνοµά τους αλλά για λογαριασµό των επιχειρήσεων αυτών, ποσοστό µεγαλύτερο από 10% του κεφαλαίου τους, αναφέρονται: αα. η επωνυµία και η έδρα, ββ. το ποσοστό συµµετοχής στο κεφάλαιό της, γγ. το συνολικό ποσό των ίδιων κεφαλαίων της, και δδ. τα συνολικά αποτελέσµατα (κέρδη ή ζηµίες) της τελευταίας χρήσης για την οποία καταρτίστηκαν οικονοµικές καταστάσεις της. Οι παραπάνω πληροφορίες είναι δυνατό να παραλείπονται, όταν παρουσιάζουν επουσιώδες ενδιαφέρον σε σχέση µε το σκοπό του άρθρου 100 παρ. 3. Επίσης, οι πληροφορίες που προβλέπονται από τις υποπεριπτώσεις γγ και δδ µπορεί να παραλείπονται, όταν η επιχείρηση στην οποία αναφέρονται: (1) δεν δηµοσιεύει ισολογισµό και (2) το σύνολο των συµµετοχών σ’ αυτή, από επιχειρήσεις που προβλέπονται από την παρούσα περίπτωση, είναι µικρότερο από το 50% του κεφαλαίου της. στ. Το συνολικό ποσό των υποχρεώσεων που εµφανίζονται στον ενοποιηµένο ισολογισµό, οι οποίες λήγουν µετά από πέντε έτη, καθώς και το συνολικό ποσό των υποχρεώσεων που εµφανίζονται στον ενοποιηµένο ισολογισµό, οι οποίες καλύπτονται µε εµπράγµατη ασφάλεια που έχει παρασχεθεί από περιλαµβανό µενες στην ενοποίηση επιχειρήσεις, µε ένδειξη του είδους και της µορφής της ασφάλειας. ζ. Το συνολικό ποσό των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν και δεν εµφανίζονται στον ενοποιηµένο ισολογισµό, εφόσον η πληροφορία αυτή βοηθάει στην εκτί µηση της χρηµατοοικονοµικής θέσης του συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση. Τυχόν υποχρεώσεις για συντάξεις ή προς συνδεδεµένες επιχειρήσεις που δεν περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, ε µφανίζονται χωριστά. η. Ο ενοποιηµένος κύκλος εργασιών, µε την έννοια της περίπτ. α της παρ. 15 του άρθρου 42ε, µε ανάλυση κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων και κατά γεωγραφικές περιοχές, εφόσον αυτές οι κατηγορίες και αυτές οι περιοχές διαφέρουν ση µαντικά µεταξύ τους από άποψη οργάνωσης των πωλήσεων και παροχής υπηρεσιών που εµπίπτουν στις συνήθεις δραστηριότητες του συνόλου των περιλαµβανοµένων στην ενοποίηση επιχειρήσεων. θ . Ο µέσος όρος του προσωπικού που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης από τις επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, µε ανάλυση κατά κατηγορίες. Επίσης, οι δαπάνες προσωπικού κατά τη χρήση, εάν αυτές δεν εµφανίζονται χωριστά στον ενοποιηµένο λογαριασµό αποτελεσµάτων χρήσης . ι. Η έκταση επηρεασµού των ενοποιηµένων αποτελεσµάτων χρήσης, σε περίπτωση που, είτε στη χρήση, είτε σε προηγούµενη χρήση, στη µέθοδο αποτίµησης, την οποία εφάρµοσαν οι επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση, έγινε παρέκκλιση από τις αρχές του άρθρου 43 για λόγους φορολογικών ελαφρύνσεων. Σε περίπτωση που από την παρέκκλιση αυτή αναµένεται να προκύψουν , σε επόµενες χρήσεις , ουσιώδεις φορολογικές επιβαρύνσεις για το σύνολο των επιχειρήσεων που περιλα µβάνονται στην ενοποίηση, παρέχονται λεπτοµερείς επεξηγήσεις. ια. Η διαφορά φόρων που προκύπτει από την εφαρµογή της παρ. 4 του άρθρου 105, εφόσον η διαφορά αυτή είναι ση µαντική και δεν εµφανίζεται στο σύνολό της, σε ιδιαίτερο κονδύλι του παθητικού του ενοποιη µένου ισολογισµού. ιβ. Τα ποσά που καταβλήθηκαν µέσα στη χρήση για αµοιβές στα µέλη διοικητικών, διαχειριστικών και ενοπτικών οργάνων της µητρικής επιχείρησης για την άσκηση των καθηκόντων τους, τόσο στη µητρική επιχείρηση, όσο και στις θυγατρικές επιχειρήσεις της, καθώς και τις υποχρεώσεις που δηµιουργήθηκαν ή αναλήφθηκαν για τους ίδιους λόγους για συντάξεις σε αποχωρήσαντα µέλη των προαναφερόµενων οργάνων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να παρέχονται αθροιστικά, κατά
κατηγορία. ιγ. Τα ποσά των προκαταβολών και πιστώσεων που δόθηκαν στα µέλη των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων της µητρικής επιχείρησης από αυτήν ή από µία από τις θυγατρικές επιχειρήσεις, µε µνεία του επιτοκίου, των βασικών όρων χορήγησης και των ποσών, που ενδεχο µένως, έχουν επιστραφεί. Επίσης, οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί για λογαριασµό των παραπάνω µελών υπό µορφή οποιαδήποτε εγγύησης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να παρέχονται αθροιστικά, κατά κατηγορία. ιδ. Οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις της νοµοθεσίας που ισχύει κάθε φορά ή που κρίνονται αναγκαίες για την επίτευξη των σκοπών της αρτιότερης πληροφόρησης των µετόχων, των εταίρων και των τρίτων και της παρουσίασης µιας πιστής εικόνας της περιουσιακής διάρθρωσης, της χρηµατοοικονοµικής θέσης και των αποτελεσµάτων χρήσης ενός συνόλου επιχειρήσεων , που συνδέονται µεταξύ τους µε τις σχέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 42ε. 2. Οι πληροφορίες του ενοποιηµένου προσαρτήµατος, που προβλέπονται από τις διατάξεις των περιπτώσεων β, γ, δ, ε και η της προηγούµενης παραγράφου 1, είναι δυνατό να παραλείπονται έπειτα από απόφαση του Υπουργού Εµπορίου, εφόσον ο τελευταίος κρίνει ότι η δηµοσιότητά τους θα ήταν σε σοβαρό βαθµό επιζήµια για κάποια από τις επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στις πληροφορίες αυτές. Κάθε τέτοια παράλειψη πληροφοριών αναφέρεται στο προσάρτηµα. 3. Η ενοποιηµένη έκθεση διαχείρησης περιλαµβάνει τουλάχιστον την πραγµατική εικόνα εξέλιξης των εργασιών και της χρηµατοοικονοµικής θέσης του συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαµβάνονται στην ενοποίηση. Η ενοποιηµένη έκθεση , σχετικά µε το σύνολο των επιχειρήσεων, περιλαµβάνει επίσης πληροφορίες για: α . κάθε σηµαντικό γεγονός που συνέβη µετά τη λήξη της χρήσης και µέχρι την η µεροµηνία σύνταξής της, β. την προβλεπόµενη πορεία και εξέλιξη του συνόλου αυτών των επιχειρήσεων, γ. τις δραστηριότητες στον τοµέα έρευνας και ανάπτυξης του συνόλου αυτών των επιχειρήσεων , και δ. τον αριθµό και την ονοµαστική αξία ή, ελλείψει ονοµαστικής αξίας, την εσωτερική λογιστική αξία του συνόλου των µετοχών ή µεριδίων της παρ .5 του άρθρου 103.”
Άρθρο 108
“1. Κάθε επιχείρηση που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, εφόσον καταρτίζει ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο, υποχρεούται να τις υποβάλλει στον έλεγχο ενός ή περισσότερων Ορκωτών Λογιστών του Σώµατος Ορκωτών Λογιστών του Ν.∆.3329/1955 “περί συστάσεως Σώµατος Ορκωτών Λογιστών” (ΦΕΚ Α’ 230/1955). 2. Ο υπεύθυνος ή οι υπεύθυνοι για τον έλεγχο των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων της προηγούµενης παραγράφου 1 πρέπει να πιστοποιούν ότι οι καταστάσεις αυτές έχουν καταρτιστεί σύµφωνα µε τον παρόντα νόµο και ότι η ενοποιηµένη έκθεση διαχείρησης βρίσκεται σε συµφωνία µε τις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις της ίδιας χρήσης . Για το σκοπό αυτό, η ενοποιηµένη έκθεση διαχείρισης πρέπει να τίθεται υπόψη του ή των ελεγκτών τουλάχιστον 30 ηµέρες πριν από την υποβολή της σε δηµοσιότητα σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 109.”
Άρθρο 109
“1. Οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις και η ενοποιηµένη έκθεση + διαχείρισης υπογράφονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεσµεύουν την επιχείρηση που τις καταρτίζει, καθώς και από τον υπεύθυνο για την κατάρτισή τους, και, µαζί µε το σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου του ή των ελεγκτών, υποβάλλονται σε δηµοσιότητα ως ακολούθως: α) Προκει µένου για επιχειρήσεις που έχουν τη µορφή ανώνυ µης εταιρείας, εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δηµοσιότητας του άρθρου 7β. Η κατάθεση στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών γίνεται είκοσι (20) ηµέρες τουλάχιστον πριν από τη συνεδρίαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των µετόχων, ενώ η δηµοσίευση της προβλεπόµενης από την περίπτ. β της παρ. 1 του άρθρου 7β ανακοίνωσης γίνεται µέσα σε δέκα (10) ηµέρες από την προηγούµενη κατάθεση στο Μητρώο. β) Προκειµένου για επιχειρήσεις, που έχουν τη µορφή
εταιρείας περιωρισµένης ευθύνης ή ετερόρρυθµης κατά µετοχές εταιρείας, εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δηµοσιότητας του άρθρου 8 του Ν. 3190/1955. Η κατάθεση στο Μητρώο Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης γίνεται είκοσι (20) η µέρες τουλάχιστον πριν από τη συνεδρίαση της συνέλευσης των εταίρων, ενώ η δη µοσίευση της προβλεπόµενης από την παρ. 2 του άρθρου 8 ανακοίνωσης γίνεται µέσα σε δέκα (10) ηµέρες από την προηγούµενη κατάθεση στο Μητρώο. γ) Προκειµένου για επιχείρηση που δεν έχει µία από τις εταιρικές µορφές των προηγούµενων περιπτώσεων α και β, οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις και η ενοποιηµένη έκθεση διαχείρισης, µαζί µε το σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου, βρίσκονται στη διάθεση των ενδιαφεροµένων, στην έδρα της επιχείρησης αυτής , έξι µήνες µετά την ηµεροµηνία µε την οποία καταρτίζονται οι οικονοµικές καταστάσεις και µέχρι τη συµπλήρωση δώδεκα µηνών από την ηµεροµηνία αυτή . Αντίγραφα των εγγράφων που προβλέπονται από την περίπτωση αυτή χορηγούνται ή στέλνονται σε κάθε ενδιαφερό µενο έπειτα από σχετική αίτησή του. Το αντίτιµο για τα αντίγραφα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνει το διοικητικό κόστος τους. Κάθε επιχείρηση που προβλέπεται από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής, είκοσι (20) ηµέρες πριν τη λήξη της προθεσµίας των έξι µηνών, υποχρεούται να δηµοσιεύσει στις εφηµερίδες, που προβλέπονται από την παρ. 5 του άρθρου 43β, ανακοίνωση για την υφιστάµενη δυνατότητα χορήγησης αντιγράφων των παραπάνω εγγράφων και για το σχετικό διοικητικό κόστος. 2. Οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις υποβάλλονται στη δηµοσιότητα, που προβλέπεται από την προηγούµενη παράγραφο 1, µε τη µορφή και το περιεχόµενο, µε βάση το οποίο ο ελεγκτής ή οι ελεγκτές έχουν συντάξει τη σχετική έκθεση ελέγχου τους . Αν οι ελεγκτές έχουν + παρατηρήσεις ή αρνούνται την έκφραση γνώµης, το γεγονός αυτό πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στις ενοποιη µένες οικονοµικές καταστάσεις, εκτός αν αυτό προκύπτει από το δηµοσιευόµενο σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου.” ” Οι ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις, πέραν της δηµοσίευσής τους σε δραχµές, επιτρέπεται να δηµοσιεύονται και σε ECU µε βάση την ισοτιµία δραχµών ECU που ισχύει κατά την ηµέρα κλεισίµατος του ισολογισµού. Η ισοτιµία αυτή αναφέρεται στο Προσάρτηµα”.
Άρθρο 110
“ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο Ετήσιοι και ενοποιηµένοι λογαριασµοί (οικονοµικές καταστάσεις) των Πιστωτικών Ιδρυµάτων και λοιπών άλλων χρη µατοδοτικών ιδρυµάτων ΤΜΗΜΑ Ι 1. (Αρθρο 2 της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ). Οι διατάξεις των εποµένων άρθρων 111 έως και 131 εφαρµόζονται: α) Στα πιστωτικά και β) Χρηµατοδοτικά Ιδρύµατα, όπως η έννοιά τους καθορίζεται στο άρθρο 2 περ. 1 και 6 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ Α’, 130), που έχουν τη µορφή της Ανώνυµης Εταιρείας και εδρεύουν στην Ελλάδα. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρµόζονται στην Τράπεζα της Ελλάδος , στο Ταχυδροµικό Ταµιευτήριο και στο Τα µείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων. 2. Οπου οι διατάξεις του παρόντος αναφέρονται σε πιστωτικά ιδρύµατα περιλαµβάνονται και τα χρηµατοδοτικά ιδρύµατα”.
Άρθρο 111
“(Αρθρο 2 της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ). 1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 110, για την κατάρτιση των λογαριασµών (οικονοµικών καταστάσεων) και της εκθέσεως διαχειρίσεως των πιστωτικών ιδρυµάτων, εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 36, 37, 38, 41, 42, 42α
παρ . 1 – 3 και 5, 428 παρ . 1 – 2 και 4 – 7, 42δ παρ. 2, 42ε παρ. 1 – 5, 7 – 14 και 15 περ. β’, 43, 43α παρ. 1 περ. β’, 3 και 4, 438 παρ. 2, 44, 44α, 45, 46 και 46α όπως αυτές τροποποιήθηκαν και ισχύουν, εφόσον στις διατάξεις των επόµενων άρθρων 112 έως 129 δεν ορίζεται διαφορετικά. 2. Οπου οι διατάξεις που µνηµονεύονται στην προηγούµενη παράγραφο καθώς και στην παρ. 1 του άρθρου 130 παραπέµπουν, για την διάρθρωση (δοµή) του ισολογισ µού των αποτελεσµάτων χρήσεως και του πίνακα διαθέσεως αποτελεσµάτων, στα άρθρα 42γ και 42δ, θεωρείται η παραποµπή αυτών στα άρθρα 113 και 124. 3. Η παραποµπή στους κανόνες αποτιµήσεως του άρθρου 43, υπό των διατάξεων που µνηµονεύονται στις παρ. 1 του
παρόντος άρθρου και 1 του άρθρου 130, θεωρείται ότι γίνεται στο άρθρο 43 λα µβανοµένων υπόψη και των άρθρων 127 και 128. 4. Οπου οι διατάξεις που µνηµονεύονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναφέρονται σε λογαριασµούς ισολογισµού, το αντίστοιχο των οποίων δεν προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 112 – 129, θεωρείται ότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στους λογαριασµούς του υποδείγµατος ισολογισµού που παραπέµπει το άρθρο 113, στους οποίους περιέχονται τα αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία”.
Άρθρο 112
“ΤΜΗΜΑ ΙΙ Γενικές διατάξεις για την δοµή και διάρθρωση του ισολογισµού ( Αρθρο 3 της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) Η συγχώνευση των λογαριασµών κατά τους όρους του άρθρου 428 παρ. 4 είναι δυνατή, για τα πιστωτικά ιδρύµατα, µόνον όσον αφορά τις υποδιαιρέσεις των λογαριασµών του ισολογισµού και των αποτελεσµάτων χρήσεως, οι οποίες είναι αριθµηµένες µε µικρά γράµµατα”.
Άρθρο 113
“(Αρθρο 4 της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) παράπλευρα σκέλη, στο πρώτο από τα οποία περιλαµβάνεται το ενεργητικό και στο δεύτερο το παθητικό, σύµφωνα µε το υπόδειγµα της παραγράφου 4.1.103 του άρθρου 1 του Π.∆. 384/1992 “περί ορισ µού του περιεχο µένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρµογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου για τις Τράπεζες (ΦΕΚ Α’, 210/31.12.1992), σε συνδυασµό µε όσα ορίζονται στις παραγράφους 4.101 και 4.102 του άρθρου 1 του ίδιου Π.∆., αναφορά µε το περιεχόµενο κάθε λογαριασµού του ισολογισµού αυτού.”
Άρθρο 114
“(Αρθρα 5, 6 και 7 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) αναφέρονται χωριστά: – Για καθένα από τους λογαριασµούς 2 έως 5 του ενεργητικού του υποδείγµατος ισολογισµού που αναφέρεται στο προηγούµενο άρθρο, οι απαιτήσεις κατά συνδεδεµένων επιχειρήσεων και οι απαιτήσεις, κατά συµµετοχικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεων (συνδεδεµένων επιχειρήσεων µε τις οποίες το πιστωτικό ‘Ιδρυµα έχει δεσµό συµµετοχής) είτε υπάρχει γι’ αυτές παραστατικός τίτλος, είτε όχι. – Για καθένα από τους λογαριασ µούς του παθητικού, µε αριθµούς 1, 2, 3 και 7 του ίδιου, όπως προηγούµενα, υποδείγ µατος ισολογισµού, οι υποχρεώσεις προς συνδεδεµένες επιχειρήσεις και οι υποχρεώσεις προς επιχειρήσεις συµµετοχικού ενδιαφέροντος, είτε υπάρχουν γι’ αυτές παραστατικοί τίτλοι είτε όχι. 2. Επίσης, στο προσάρτηµα αναγράφονται χωριστά, ως υποδιαιρέσεις των λογαριασµών του υποδείγµατος ισολογισµού του προηγούµενου άρθρου και των υποδιαιρέσεων της προηγούµενης παραγράφου, οι µειωµένης εξασφαλίσεως απαιτήσεις του ενεργητικού . 3. Θεωρούνται ως µειωµένης εξασφαλίσεως απαιτήσεις τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει γι’ αυτά παραστατικός τίτλος ή όχι, απορρέουν από δικαιώµατα που, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης, µπορούν να ασκηθούν µόνο µετά την ικανοποίηση των λοιπών πιστωτών”.
Άρθρο 115
“(Αρθρο 8 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) πιστωτικό ίδρυµα έχει δεσµεύσει για εγγύηση ίδιων υποχρεώσεων ή υποχρεώσεων τρίτων ή έχει δώσει ως εγγύηση σε τρίτους, θα εξακολουθούν να ε µφανίζονται στους οικείους λογαριασµούς του ισολογισµού. 2. Τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν δεσµευθεί υπέρ του πιστωτικού ιδρύµατος ή που έχουν δοθεί σαν εγγύηση δεν πρέπει να ε µφανίζονται στον ισολογισµό του, εκτός αν πρόκειται για χρήµατα κατατεθειµένα σ’ αυτό το ίδιο το πιστωτικό ίδρυµα. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία εµφανίζονται στους λογαριασµούς τάξεως (λογαριασµοί εκτός ισολογισµού).”
Άρθρο 116
“(Αρθρα 9, 10 και 11 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) από όµιλο πιστωτικών ιδρυµάτων, καθένα από τα ιδρύµατα αυτά υποχρεούται να εµφανίζει στον ισολογισµό του µόνο το ποσό της συνεισφοράς του στο συνολικό ποσό της χρηµατοδοτήσεως. Αν το ποσό της συµµετοχής, για το οποίο εγγυάται ένα πιστωτικό ίδρυµα, είναι ανώτερο από το ποσό µε το οποίο συµµετέσχε στη χρηµατοδότηση, το επιπλέον αυτό ποσό της εγγυήσεως ε µφανίζεται ως ενδεχόµενη υποχρέωση στους εκτός ισολογισµού λογαριασ µούς τάξεως. 2. Τα κεφάλαια τα οποία το πιστωτικό ίδρυµα διαχειρίζεται επ’ ονόµατί του , αλλά για λογαριασµό τρίτου, εµφανίζονται στον ισολογισ µό του εφόσον τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού ανήκουν στην κυριότητα του πιστωτικού ιδρύµατος. Τα στοιχεία του ενεργητικού και οι υποχρεώσεις του είδους αυτού εµφανίζονται στον ισολογισµό, κατανεµηµένες και συγχωνευ µένες στους διάφορους λογαριασµούς του ενεργητικού και του παθητικού.Στο προσάρτηµα παρατίθεται σχετικός πίνακας µε τους λογαριασµούς και τα αντίστοιχα ποσά τους. 3. Τα περιουσιακά στοιχεία κυριότητας τρίτων, που παραλαµβάνει και κατέχει το πιστωτικό ίδρυµα επ’ ονόµατι και για λογαριασµό των τρίτων, εµφανίζονται στους εκτός ισολογισµού λογαριασµούς τάξεως. 4. Θεωρούνται πληρωτέα εν όψει µόνο τα ποσά που δύνανται να αναληφθούν οποτεδήποτε , χωρίς προειδοποίηση , ή για τα οποία έχει συµφωνηθεί προειδοποίηση διαρκείας 24 ωρών ή µιάς εργάσιµης ηµέρας.”
Άρθρο 117
“(Αρθρο 12 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) νοούνται οι πράξεις µε τις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυµα ή ένας πελάτης (ο εκχωρών) εκχωρεί σε άλλο πιστωτικό ίδρυµα ή πελάτη (τον εκδοχέα) στοιχεία του ενεργητικού που του ανήκουν, όπως αξιόγραφα, απαιτήσεις ή κινητές αξίες µε πρόβλεψη. Επανεκχωρήσεις των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού στον εκχωρούντα σε συµφωνηµένη τιµή. 2. Εάν ο εκδοχέας αναλαµβάνει την ευθύνη να επανεκχωρήσει τα στοιχεία του ενεργητικού σε ορισµένη ηµεροµηνία ή σε ηµεροµηνία που θα ορίσει ο εκχωρών, τότε πρόκειται για πράξη προσωρινής εκχώρησης βάσει σύµβασης πώλησης µε σύµφωνο εξωνήσεως. 3. Εάν, αντίθετα, ο εκδοχέας έχει µόνο δικαίωµα να επανεκχωρήσει τα στοιχεία του ενεργητικού στην τιµή εκχώρησης ή σε άλλη τιµή που συµφωνείται εκ των προτέρων και σε ηµεροµηνία που έχει ήδη ορισθεί ή θα καθορισθεί αργότερα, πρόκειται για πράξη προσωρινής εκχώρησης , βάσει οριστικής σύµβασης πώλησης µε σύµφωνο εξωνήσεως. 4. Στην περίπτωση των πράξεων προσωρινής εκχώρησης που προβλέπει η παράγραφος 2, τα εκχωρούµενα στοιχεία του ενεργητικού συνεχίζουν να εµφανίζονται στον ισολογισµό του εκχωρούντος. Το τίµηµα της εκχώρησης που εισπράττει ο εκχωρών, εµφανίζεται σαν υποχρέωση προς τον εκδοχέα και η αξία των εκχωρουµένων στοιχείων του ενεργητικού, εµφανίζεται στο προσάρτηµα των λογαριασµών (οικονο µικών καταστάσεων) του εκχωρούντος, καθώς και στους προβλεπόµενους από το άρθρο 123 λογαριασµούς, εκτός ισολογισµού (λογαριασµούς τάξεως) του εκχωρούντος. Ο εκδοχέας δεν έχει δικαίωµα να εµφανίσει στον ισολογισµό του τα αποκτηθέντα στοιχεία του ενεργητικού. Το τίµηµα της εκχώρησης που καταβάλει ο εκδοχέας εµφανίζεται ως απαίτηση κατά του εκχωρούντος. 5. Αντίθετα, στην περίπτωση των πράξεων προσωρινής εκχώρησης που προβλέπει η παράγραφος 3, ο εκχωρών δεν έχει πλέον δικαίωµα να εµφανίσει στον ισολογισµό του τα εκχωρούµενα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία εµφανίζονται στο ενεργητικό του εκδοχέα. Ο εκχωρών εµφανίζει στους εκτός ισολογισµού λογαριασµούς τάξεως του άρθρου 123 και συγκεκριµένα στο λογαριασµό 2 αυτών, ένα ποσό, ίσο µε το τίµηµα που έχει συµφωνηθεί για την περίπτωση εξωνήσεως. 6. Οι πράξεις συναλλάγµατος υπό προθεσµία, οι χρηµατιστηριακές πράξεις υπό προθεσ µία, οι πράξεις έκδοσης τίτλων µε τις οποίες ο εκδότης αναλαµβάνει την υποχρέωση να εξαγοράσει το σύνολο ή µέρος των οµολογιών πριν από τη λήξη τους καθώς και άλλες ανάλογες πράξεις, δεν αποτελούν πράξεις προσωρινής εκχώρησης κατά την έννοια του παρόντος άρθρου”.
Άρθρο 118
“ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ Ειδικές διατάξεις για ορισ µένους λογαριασµούς του υποδείγµατος ισολογισµού του άρθρου 113 ( Αρθρα 13 και 14 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 1. Στο λογαριασµό 1 του ενεργητικού “Ταµείο και ∆ιαθέσιµα στην Κεντρική Τράπεζα”, περιλαµβάνονται τα ακόλουθα: α). Το ταµείο, το οποίο περιλαµβάνει τα νοµίσµατα που κυκλοφορούν νόµιµα, συµπεριλαµβανοµένων των ξένων χαρτονοµισµάτων και κερµάτων. β). Τα διαθέσιµα στην Τράπεζα της Ελλάδος, στα οποία περιλαµβάνονται µόνο τα κατετεθειµένα στην Τράπεζα της Ελλάδος, περιουσιακά στοιχεία που ανά πάσα στιγµή αντιπροσωπεύουν πραγµατικά διαθέσιµα. Οι υπόλοιπες απαιτήσεις κατά της Τράπεζας της Ελλάδος, εµφανίζονται στο λογαριασµό 3 του ενεργητικού “Απαιτήσεις κατά πιστωτικών Ιδρυµάτων”. 2. Στο λογαριασµό 2 του ενεργητικού “Κρατικά και άλλα αξιόγραφα δεκτά για επαναχρηµατοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα”, περιλαµβάνονται τα ακόλουθα: α) . Στην υποδιαίρεση α “κρατικά και εξοµοιούµενα προς αυτά αξιόγραφα περιλαµβάνονται τα άτοκα και έντοκα γραµµάτια του ∆ηµοσίου και άλλοι παρόµοιοι πιστωτικοί τίτλοι δηµοσίων οργανισµών, εφόσον γίνονται δεκτοί για επαναχρηµατοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος, ή την Κεντρική Τράπεζα της χώρας όπου το πιστωτικό ίδρυµα είναι εγκατεστηµένο. Οι πιστωτικοί τίτλοι δηµοσίων οργανισµών οι οποίοι δεν πληρούν τον όρο αυτό, εγγράφονται στην υποδιαίρεση α του λογαριασµού του ενεργητικού 5 “Οµολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως”. β). Στην υποδιαίρεση β “Λοιπά αξιόγραφα δεκτά για επαναχρηµατοδότηση περιλαµβάνονται όλα τα αξιόγραφα χαρτοφυλακίου που έχουν αγοραστεί από πιστωτικά ιδρύµατα ή πελάτες, εφόσον τα αξιόγραφα αυτά, σύµφωνα µε την κείµενη νοµοθεσία, γίνονται δεκτά για επαναχρηµατοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Κεντρική Τράπεζα της χώρας, όπου είναι εγκατεστηµένο το πιστωτικό ίδρυµα”.
Άρθρο 119
“(Αρθρα 15 και Ι6 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) “Απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυµάτων” περιλαµβάνονται όλες οι απαιτήσεις από τραπεζικές εργασίες που έχει το πιστωτικό ίδρυµα (που καταρτίζει τους ετήσιους λογαριασµούς), κατά ηµεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυµάτων, ανεξάρτητα από την ονοµασία τους στη συγκεκριµένη περίπτωση. Εξαιρούνται µόνον οι απαιτήσεις που ενσωµατώνονται σε οµολογίες ή σε οποιονδήποτε άλλο τίτλο, οι οποίες υποχρεωτικά εµφανίζονται στο λογαριασµό 5 του ενεργητικού “οµολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως”. Για την εφαρµογή της παρούσης παραγράφου, ως “πιστωτικά ιδρύµατα” νοούνται όλες οι επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στον κατάλογο που δηµοσιεύεται στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύµφωνα µε το άρθρο 3 παράγρ. 7 της Οδηγίας 77/78Ο/ΕΟΚ, καθώς και οι κεντρικές Τράπεζες και εθνικοί ή διεθνείς επίσηµοι οργανισµοί τραπεζικού χαρακτήρα, καθώς και οποιαδήποτε ιδιωτική ή δηµόσια επιχείρηση µη εγκατεστηµένη, στην Κοινότητα η οποία εµπίπτει στον ορισµό του άρθρου 2 του Ν. 2076/1992. Οι απαιτήσεις κατά επιχειρήσεων που δεν συγκεντρώνουν τις παραπάνω προϋποθέσεις, αναγράφονται στο λογαριασµό 4 του ενεργητικού “Απαιτήσεις κατά πελατών”. 2. Στο λογαριασµό 4 του ενεργητικού “Απαιτήσεις κατά πελατών” περιλαµβάνονται όλα τα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις κατά εγχωρίων ή ξένων πελατών, εκτός από τα πιστωτικά ιδρύµατα, ανεξάρτητα από την ονοµασία τους στη συγκεκριµένη περίπτωση. Εξαιρούνται µόνο οι απαιτήσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οµολογίες ή οποιοσδήποτε άλλος τίτλος , οι οποίες αναγράφονται στον λογαριασµό 5 του ενεργητικού “οµολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως”.
Άρθρο 120
“(Αρθρο 17 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως” περιλαµβάνει τις οµολογίες και άλλους τίτλους σταθερής αποδόσεως, που είναι µεταβιβάσιµοι και έχουν
εκδοθεί από πιστωτικά ιδρύµατα, άλλες επιχειρήσεις ή δηµόσιους οργανισµούς. Οι οµολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως που έχουν εκδοθεί από δηµόσιους οργανισµούς, εγγράφονται στον λογαριασµό αυτό, µόνον εφόσον δεν υπάγονται στο λογαριασµό 2 του ενεργητικού “Κρατικά και άλλα αξιόγραφα δεκτά για επαναχρηµατοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα “. 2. Εξοµοιώνονται µε οµολογίες και άλλους τίτλους σταθερής αποδόσεως οι αξίες µε επιτόκιο µεταβαλλόµενο, σύµφωνα µε ορισµένη παράµετρο, ως το επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς ή της ευρωαγοράς. 3. Οι ίδιες οµολογίες που έχουν εξαγοραστεί και είναι µεταβιβάσιµες, καταχωρούνται στην υποδιαίρεση β του λογαριασµού 5 του ενεργητικού. Τούτο εφαρµόζεται εφόσον οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά ετιιτρέπουν την απόκτηση από πιστωτικό ίδρυµα ίδιων αυτού οµολογιών”.
Άρθρο 121
“(Aρθρα 18 και 19 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) “Υποχρεώσεις προς πιστωτικά ιδρύµατα ” περιλαµβάνει όλες τις υποχρεώσεις προς ηµεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύµατα, ανεξάρτητα από την ονοµασία τους στη συγκεκριµένη περίπτωση, οι οποίες προκύπτουν από τραπεζικές εργασίες. Εξαιρούνται µόνον οι υποχρεώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οµολογίες ή οποιοσδήποτε άλλος τίτλος που υποχρεωτικά καταχωρούνται στο λογαριασµό 3 του παθητικού υποχρεώσεις από πιστωτικούς τίτλους”. Για την εφαρµογή της παρούσας παραγράφου, ως “πιστωτικά ιδρύµατα” νοούνται όλες οι επιχειρήσεις που περιλαµβάνονται στον κατάλογο που δηµοσιεύεται στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύµφωνα µε το άρθρο 3 παράγρ. 7 της Οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, καθώς και οι κεντρικές τράπεζες και οι επίση µοι εθνικοί ή διεθνείς οργανισµοί τραπεζικού χαρακτήρα, καθώς και οποιαδήποτε ιδιωτική ή δηµόσια επιχείρηση µη εγκατεστηµένη στην Κοινότητα, η οποία εµπίπτει στον ορισµό του άρθρου 2 του Ν. 2076/92. 2. Στον λογαριασµό του παθητικού 2 “υποχρεώσεις προς πελάτες” καταχωρούνται οι οφειλές προς πιστωτές που δεν είναι πιστωτικά ιδρύµατα κατά την έννοια της προηγούµενης παραγράφου, ανεξάρτητα από την ονοµασία τους στη συγκεκριµένη περίπτωση. Εξαιρούνται µόνο οι υποχρεώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οµολογίες ή οποιοσδήποτε τίτλος που υποχρεωτικά καταχωρούνται στον λογαριασµό του παθητικού 3 ” υποχρεώσεις από πιστωτικούς τίτλους”. Με τον όρο “καταθέσεις” νοούνται αποκλειστικά όσα κεφάλαια πληρούν τις απαιτού µενες από την εθνική νοµοθεσία προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθούν ως καταθέσεις. Τα αποταµιευτικά οµόλογα καταχωρούνται στην αντίστοιχη υποδιαίρεση του λογαριασµού αυτού, µόνον αν δεν υπάρχουν γι αυτά µεταβιβάσιµοι πιστωτικοί τίτλοι”.
Άρθρο 122
“(Αρθρα 20, 21, 22 και 23 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 3 “Υποχρεώσεις από πιστωτικούς τίτλους” καταχωρούνται, τόσο οι οµολογίες, όσο και οι υποχρεώσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί µεταβιβάσιµος πιστωτικός τίτλος, καθώς και οι τίτλοι ίδιας αποδοχής και τα κυκλοφορούντα γραµµάτια. Με τον όρο “τίτλοι ίδιας αποδοχής”, νοούνται αποκλειστικά οι τίτλοι τους οποίους εξέδωσε το πιστωτικό ίδρυµα για να αναχρηµατοδότησή του και στους οποίους φέρεται ως πρωτοφειλέτης (“πληρωτής”). 2. Στο λογαριασµό του παθητικού 7 “Μειωµένης εξασφαλίσεως στοιχεία παθητικού”, καταχωρούνται οι ενσωµατωµένες ή όχι σε πιστωτικούς τίτλους υποχρεώσεις, για τις οποίες έχει ορισθεί µε σχετική σύµβαση ότι τα απορρέοντα από αυτές δικαιώµατα των τρίτων σε περίπτωση εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως, µπορούν να ασκηθούν µόνον αφού ικανοποιηθούν οι υπόλοιποι πιστωτές. 3. Ο λογαριασµός του παθητικού 8 ” Μετοχικό Κεφάλαιο”, αναλύεται σε “καταβεβληµένο” και “οφειλό µενο”. Στις υποδιαιρέσεις αυτές καταχωρούνται τα καταβεβληµένα και τα οφειλόµενα από τους µετόχους ποσά για καλυφθέν κεφάλαιο. 4. Ο λογαριασ µός του παθητικού 10 “Αποθεµατικά” αναλύεται στα εξής τουλάχιστον είδη αποθεµατικών: – Τακτικό αποθεµατικό. – Αποθεµατικά καταστατικά. – Ειδικά αποθεµατικά. – Αφορολόγητα αποθεµατικά ειδικών διατάξεων –
νόµων. – Αποθεµατικό για ίδιες µετοχές (σχηµατιζόµενο σύµφωνα µε το άρθρο 42ε παράγρ. 13). Οι διαφορές που προκύπτουν από πραγµατοποιούµενη, µε βάση ειδικό νόµο, αναπροσαρµογή της αξίας περιουσιακών στοιχείων, καταχωρούνται στο λογαριασµό 11 “∆ιαφορές από αναπροσαρµογή αξίας περιουσιακών στοιχείων”.
Άρθρο 123
“(Αρθρα 24 και 25 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) καταχωρήσεως κάτω από τον Ισολογισµό των εκτός ισολογισµού λογαριασµών τάξεως εφαρ µόζεται η παράγρ. 11 του άρθρου 42ε, µε τις ακόλουθες επιπρόσθετες ειδικές ρυθµίσεις: α) Ο εκτός ισολογισµού λογαριασµός 1 “Ενδεχόµενες υποχρεώσεις” περιλαµβάνει κάθε πράξη µε την οποία ένα πιστωτικό ίδρυµα εγγυάται για τις υποχρεώσεις τρίτου. Στο προσάρτηµα αναφέρεται η φύση και το ύψος του κάθε κινδύνου δηµιουργίας υποχρέωσης, εφόσον αυτή είναι σηµαντική σε σχέση µε την συνολική δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύµατος. Οι υποχρεώσεις από οπισθογράφηση αναπροεξοφληµένων αξιογράφων θα περιλαµβάνονται στο λογαριασµό αυτό µόνον εφόσον η ισχύουσα νοµοθεσία δεν ορίζει διαφορετικά. Το αυτό ισχύει και για τους τίτλους αποδοχής, εκτός από τους τίτλους ίδιας αποδοχής. Οι εγγυήσεις και τα στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δοθεί ως εγγύηση, περιλαµβάνουν όλες τις εγγυήσεις και όλα τα στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δοθεί σαν εγγύηση για λογαριασµό τρίτων, όπως ανέκκλητες εγγυήσεις και ανέκκλητες πιστωτικές εντολές. β) Στον εκτός ισολογισµού λογαριασµό 2 “Υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις προσωρινής εκχώρησης” περιλαµβάνονται οι υποχρεώσεις που αναλαµβάνει το πιστωτικό ίδρυµα, στα πλαίσια πράξεων προσωρινής εκχώρησης (βάσει σύµβασης πώλησης µε δικαίωµα εξωνήσεως) κατά την έννοια του άρθρου 117 παράγραφος 3. γ) Στον εκτός ισολογισµού λογαριασµό 3 ” Λοιποί λογαριασµοί τάξεως” περιλαµβάνονται τα κατεχόµενα από το πιστωτικό ίδρυµα (προς φύλαξη ή ως ενέχυρο, κλπ) περιουσιακά στοιχεία τρίτων οι υποχρεώσεις από αµφοτεροβαρείς συµβάσεις και οι λοιποί λογαριασµοί πληροφοριών”.
Άρθρο 124
“ΤΜΗΜΑ IV ∆οµή και διάρθρωση του λογαριασµού “αποτελέσµατα χρήσεως” και του “πίνακα διαθέσεως αποτελεσµάτων” (Αρθρα 26, 27 και 28 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 1. Ο λογαριασµός ” αποτελέσµατα χρήσεως” καταρτίζεται σε κάθετη διάταξη, σύµφωνα µε το υπόδειγµα της παρ. 4.1.202 του άρθρου 1 του Π.∆. 384/1992, σε συνδυασµό µε όσα ορίζονται στην παρ. 4.1.201 του άρθρου 1 του ίδιου Π.∆., αναφορικά µε το περιεχόµενο κάσε επιµέρους κατηγορίας του λογαριασµού αυτού. 2. Ο “Πίνακας διαθέσεως αποτελεσµάτων” καταρτίζεται σύµφωνα µε το υπόδειγµα της παρ. 4.1.302 του άρθρου 1 του Π.∆. 384/1992, σε συνδυασµό µε όσα ορίζονται στην παρ. 4.1.301 του ίδιου Π.∆. αναφορικά µε το περιεχόµενο κάθε επιµέρους κατηγορίας του πίνακα αυτού”.
Άρθρο 125
“ΤΜΗΜΑ V Ειδικές διατάξεις για ορισµένους λογαριασµούς του υποδείγµατος αποτελεσµάτων χρήσεως του άρθρου 124 (Αρθρα 29, 30, 31 και 32 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 1. Οι λογαριασµοί 1 “τόκοι και εξοµοιούµενα έσοδα” και 2 “τόκοι και εξοµοιούµενα έξοδα”, περιλαµβάνουν όλα τα αποτελέσµατα που απορρέουν από την τραπεζική δραστηριότητα, όπως: α). ‘Ολα τα έσοδα που προέρχονται από στοιχεία εγγεγραµµένα στους λογαριασ µούς 1 έως 5 του ενεργητικού του ισολογισµού, ανεξάρτητα από τον τρόπο µε τον οποίο υπολογίζονται. Περιλαµβάνουν επίσης, τα έσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιµακωτά στο οικονοµικό αποτέλεσµα τα ωφελήµατα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού καταβολή ποσού κατώτερου από το πληρωτέο κατά την λήξη, καθώς και από την συνοµολόγηση υποχρεώσεων για ποσό ανώτερο του πληρωτέου κατά την λήξη. β). ‘Ολα
τα έξοδα που αφορούν τους λογαριασµούς 1, 2, 3 και 7 του παθητικού, όποια και αν είναι η µορφή µε την οποία υπολογίζονται. Περιλαµβάνουν επίσης, τα έξοδα που αντιστοιχούν στην κλιµακωτή απόσβεση των ποσών που προκύπτουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού, µε τίµηµα ανώτερο του πληρωτέου κατά την λήξη, καθώς και από την σύναψη υποχρεώσεων µε τίµηµα κατώτερο του πληρωτέου κατά την λήξη. γ). Τα έσοδα και τα έξοδα που απορρέουν από καλυπτόµενες προθεσµιακές πράξεις µε αντικείµενο συνάλλαγ µα, τα οποία υπολογίζονται κλιµακωτά επί της πραγµατικής διάρκειας της πράξης και έχουν χαρακτήρα τόκου. δ). Οι προµήθειες που έχουν χαρακτήρα τόκου και που υπολογίζονται σε συνάρτηση µε την διάρκεια ή το ποσό της απαιτήσεως ή της υποχρεώσεως. 2. Ο λογαριασµός 3 “‘Εσοδα από τίτλους” περιλαµβάνει όλα τα µερίσµατα και άλλα έσοδα από τίτλους µεταβλητής αποδόσεως και συµµετοχές από µερίδια σε συνδεδεµένες επιχειρήσεις, καθώς επίσης και τα έσοδα από µερίδια εταιρειών επενδύσεων. 3. Με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου αυτού, ως “έσοδα προµηθειών” (λογαριασµός 4) και ως “έξοδα προµηθειών” ( λογαριασµός 5) νοούνται τα έσοδα µε τα οποία α µείβονται υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε τρίτους ή τα έξοδα που προκύπτουν από την προσφυγή σε υπηρεσίες τρίτων, ιδίως: – Οι προµήθειες για παροχή εγγυήσεων διαχείρισης δανείων, για λογαριασµό άλλων δανειστών, καθώς και για συναλλαγές επί τίτλων για λογαριασµό τρίτων, – Οι προµήθειες για διακανονισµό εµπορικών πράξεων και άλλες σχετικές επιβαρύνσεις ή έσοδα, τα έξοδα τηρήσεως λογαριασµού, τα δικαιώµατα φυλάξεως και διαχειρίσεως των τίτλων, – Οι προµήθειες για συνάλλαγµα, για αγορά και πώληση νοµισµάτων και πολύτι µων µετάλλων για λογαριασµό τρίτων, – Οι προµήθειες που εισπράττονται λόγω µεσιτείας σε πιστωτικές εργασίες, συµβάσεις αποταµιεύσεως ή ασφαλίσεως. 4. Ο λογαριασµός 6 “αποτελέσµατα χρηµατοοικονοµικών πράξεων” περιλαµβάνει : α) . Το καθαρό αποτέλεσµα (κέρδος ή ζηµία) από πωλήσεις χρεωγράφων που δεν θεωρούνται πάγια χρηµατοπιστωτικά στοιχεία, καθώς και τις διαφορές αποτιµήσεώς του ( προβλέψεις υποτι µήσεως) που προκύπτουν από την εφαρµογή του άρθρου 127 παράγρ . 1 του παρόντος και της περιπτ. 2γ της παραγρ. 2.2.111 του π.δ. 384/1992. Τα έσοδα από «αχρησιµοποίητες προβλέψεις προηγουµένων χρήσεων” χρησιµοποιούνται στο λογαριασµό 15 “έκτακτα έξοδα”, ανάλυση του οποίου παρατίθεται στο προσάρτηµα. β). Το καθαρό υπόλοιπο κερδών/ζη µιών από τις δραστηριότητες στον τοµέα του συναλλάγµατος, µε την επιφύλαξη της παρ. 1 περ. γ του παρόντος άρθρου . γ). Τα καθαρά υπόλοιπα κερδών/ζηµιών από τις άλλες αγοραπωλησίες χρηµατοδοτικών µέσων µεταξύ των οποίων και τα πολύτιµα µέταλλα”.
Άρθρο 126
“(Αρθρα 33 και 34 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) προσαρµογής αξίας απαιτήσεων και προβλέψεις για ενδεχόµ ενες υποχρεώσεις” περιλαµβάνει τις σχηµατιζόµενες στο τέλος κάθε χρήσεως προβλέψεις: – Για επισφαλείς απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυµάτων και κατά πελατών, που περιλαµβάνονται στους λογαριασµούς του ενεργητικού 3 “απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυµάτων” και 4 “απαιτήσεις κατά πελατών”, του άρθρου 119 του παρόντος. – Για έξοδα εκµεταλλεύσεως. – Για τους κινδύνους που απορρέουν από τις ενδεχόµενες υποχρεώσεις που περιλαµβάνονται στους εκτός ισολογισµού λογαριασµούς τάξεως του άρθρου 123. 2. Τα εισπραττόµενα σε µεταγενέστερες χρήσεις ποσά από αποσβεσµένες απαιτήσεις , καθώς και τα ποσά των αχρησιµοποίητων προβλέψεων προηγουµένων χρήσεων για έξοδα και κινδύνους εκµεταλλεύσεως, καταχωρούνται στο λογαριασµό 15 “έκτακτα έσοδα”, ανάλυση του οποίου παρατίθεται στο προσάρτηµα. 3. Οι σχηµατιζόµενες προβλέψεις για διορθώσεις της αξίας των απαιτήσεων κατά πιστωτικών ιδρυµάτων, κατά της πελατείας, κατά των επιχειρήσεων µε τις οποίες το πιστωτικό ίδρυµα έχει συµµετοχές κατά την έννοια του άρθρου 42ε, παρ. 5 του παρόντος και κατά συνδεδεµένων επιχειρήσεων, πρέπει να αναγράφονται αναλυτικά στο προσάρτη µα όταν η διάκριση αυτή είναι αρκετά σηµαντική. 4. Ο λογαριασµός 13 και 14 “∆ιαφορές προσαρµογής αξίας κινητών αξιών µε χαρακτήρα χρηµατοοικονοµικών ακινητοποιήσεων” περιλαµβάνει τις διαφορές αποτιµήσεως (προβλέψεις υποτιµήσεως) των συµµετοχών µε χαρακτήρα ακινητοποιήσεων, που προκύπτουν κατά την αποτίµηση των συµµετοχών αυτών, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο
άρθρο 127 παρ. 1 του παρόντος και στην παρ. 2.2.111 του Π.∆. 384/1992. Τα αχρησιµοποίητα ποσά προβλέψεων προηγουµένων χρήσεων για υποτιµήσεις συµµετοχών της κατηγορίας αυτής, καταχωρείται στο λογαριασµό 15 “έκτακτα έσοδα”. 5. Το καθαρό αποτέλεσµα (κέρδος ή ζηµία) από πωλήσεις τίτλων συµµετοχών της προηγούµενης παραγράφου 4, καταχωρούνται στο λογαριασµό 17 “έκτακτα αποτελέσµατα”. 6. Οι σχηµατιζόµενες προβλέψεις για διορθώσεις της αξίας κινητών αξιών, συµµετοχών και µεριδίων σε συνδεδεµένες επιχειρήσεις, πρέπει να αναγράφονται αναλυτικά στο προσάρτηµα όταν είναι σηµαντικές. 7. Το κονδύλι 1 “φόρος εισοδήµατος” του πίνακα ∆ιαθέσεως Αποτελεσµάτων, αναλύεται στο προσάρτηµα : – στο τµήµα που αναλογεί στο οργανικό αποτέλεσ µα (δηλαδή στο αποτέλεσµα από συνήθεις δραστηριότητες, όπως προκύπτει ως υπόλοιπο κάτω από το λογαριασµό 13+14 αποτελεσµάτων χρήσεως ), – στο τµήµα που αναλογεί στα έκτακτα αποτελέσµατα (των λογαριασµών 15, 16 και 17 των αποτελεσµάτων χρήσεως”).
Άρθρο 127
“ΤΜΗΜΑ VI Κανόνες Αποτιµήσεως (Αρθρα 35, 36, 37 και 38 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 1. Για την αποτίµηση των συµµετοχών και χρεωγράφων και γενικά των τίτλων κινητών αξιών, που περιλαµβάνονται στους λογαριασµούς 2, 5, 6, 7 και 8 του ενεργητικού του υποδείγ µατος ισολογισ µού του άρθρου 113, εφαρµόζονται οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 43, όπως ισχύουν, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις της παρ . 2.2.111 περ . 2 του άρθρου 1 του Π.∆. 384/1992. 2. Οι µεταβιβάσιµοι τίτλοι κινητών αξιών, που δεν έχουν το χαρακτήρα χρηµατοοικονοµικών ακινητοποιήσεων, καταχωρούνται στον ισολογισµό στην τιµή κτήσεώς τους. Η διαφορά µεταξύ της τιµής κτήσεως και της µεγαλύτερης τρέχουσας αγοραίας τι µής τους κατά την ηµέρα κλεισίµατος του ισολογισµού, αναγράφεται στο προσάρτηµα. 3. Με τους όρους “συµµετοχές και τίτλοι κινητών αξιών µε χαρακτήρα χρηµατοοικονοµικών ακινητοποιήσεων” και “πάγια χρηµατοπιστωτικά στοιχεία”, προκειµένου για πιστωτικά ιδρύµατα, νοούνται οι συµµετοχές και τα µερίδια σε συνδεδεµένες επιχειρήσεις και οι τίτλοι κινητών αξιών που προορίζονται να χρησιµεύουν κατά διαρκή τρόπο στη δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύµατος. 4. Για την αποτίµηση των περιουσιακών στοιχείων των λογαριασµών του ενεργητικού 9 “‘Αυλα πάγια στοιχεία ” και 10 ” Ενσώµατα πάγια στοιχεία”, εφαρµόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 3 περίπτ. α και β’, 4 περ. β’, γ και δ ‘ και 5 του άρθρου 43. 5. Για την κάλυψη των ιδιαίτερων κινδύνων που είναι εγγενείς στις τραπεζικές εργασίες, µε επιβάρυνση του λογαριασµού 16 “‘Εκτακτα έξοδα” των αποτελεσµάτων χρήσεως, σχηµατίζεται γενική συµπληρω µατική πρόβλεψη που καταχωρείται στο λογαριασµό του παθητικού του ισολογισµού 6Α “Κρατήσεις για κεφάλαια γενικών τραπεζικών κινδύνων”. Για τον λογιστικό χειρισµό εφαρµόζεται η παρ. 2.2.402 περ. 2 του Π.∆. 384/1992″.
Άρθρο 128
“(Αρθρο 39 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 1. Για την µετατροπή σε δραχµές των τραπεζικών εργασιών σε συνάλλαγµα, εφαρ µόζεται η παρ. 2.3.4 του άρθρου 1 του Π.∆. 384/1992. 2. Για την λογιστική παρακολούθηση των δοσοληψιών της Τράπεζας µε τα υποκαταστήµατά της και την ενσωµάτωση των οικονοµικών τους καταστάσεων στις οικονοµικές καταστάσεις της έδρας, εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 428 παρ. 6 και 43 παρ. 10 (εκτός του τελευταίου) εδαφίου του σχετικού µε την εν γένει λογιστική µεταχείριση των προκυπτουσών από τις µετατροπές της παραγραφου αυτής συναλλαγµατικών διαφορών) και παραγρ. 11 του παρόντος, καθώς και των παρ. 2.2.409 και 2.3.2 του άρθρου 1 του Π.∆. 384/1992”.
Άρθρο 129
“ΤΜΗΜΑ VII Περιεχόµενο του Προσαρτήµατος (Αρθρα 40 και 41 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 1. Οι διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 43α εφαρµόζονται και για το περιεχόµενο του προσαρτήµατος των πιστωτικών ιδρυµάτων εφόσον δεν τροποποιούνται από τις ακόλουθες ειδικές διατάξεις : 2. Επιπλέον των πληροφοριών που απαιτούνται σύµφωνα µε το άρθρο 43α παράγρ. 1 περ. ε του παρόντος, τα πιστωτικά ιδρύµατα παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες, σχετικά µε το λογαριασµό 7 του παθητικού (µειωµένης εξασφάλισης στοιχεία του παθητικού ): α) ‘Οσον αφορά κάθε δάνειο που υπερβαίνει το 10 % του συνολικού ποσού των στοιχείων µειωµένης εξασφάλισης του παθητικού: ι) το ύψος του δανείου, το νόµισµα στο οποίο εκφράζεται, το επιτόκιο και η η µερο µηνία εξόφλησης, µε την διευκρίνιση εάν πρόκειται για δάνειο αόριστης διάρκειας. ιι ) εάν υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται πρόωρη αποπληρω µή και ιιι) τους όρους που προσδίδουν το χαρακτήρα µειωµένης εξασφάλισης στα εν λόγω στοιχεία, την ύπαρξη οποιωνδήποτε διατάξεων για την µετατροπή τους σε κεφάλαιο ή κάποιο άλλο στοιχείο του παθητικού, καθώς και το περιεχόµενο των διατάξεων αυτών, β) για τα λοιπά δάνεια, αναφέρονται γενικά οι κανόνες που τα διέπουν. 3) Αντί των πληροφοριών που απαιτούνται από το άρθρο 43α παρ. 1 περ. στ. του παρόντος, τα πιστωτικά ιδρύµατα µνηµονεύουν στο προσάρτηµα, χωριστά για καθέναν από τους λογαριασ µούς 3- 6 και 4 του ενεργητικού και 1-β, 2-α, 2-β- ββ και 3-β του παθητικού, το ύψος των εν λόγω απαιτήσεων και χρεών, κατανεµοµένων ανάλογα µε την εναποµένουσα διάρκειά τους, ως εξής: – µέχρι τρεις µήνες . – περισσότερο από τρεις µήνες έως ένα έτος. – περισσότερο από ένα έτος έως πέντε έτη. – περισσότερο από πέντε έτη . Για τον λογαριασµό 4 του ενεργητικού, πρέπει να αναφέρεται επιπρόσθετα και το ποσό των πιστώσεων αόριστης διάρκειας. Στην περίπτωση απαιτήσεων ή χρεών που εξοφλούνται σταδιακά, ως εναποµένουσα διάρκεια νοείται το χρονικό διάστηµα από την ηµεροµηνία κλεισίµατος του ισολογισµού έως την ηµεροµηνία λήξεως της προθεσµίας για την πληρωµή της κάθε δόσεως. Για την πρώτη χρήση, από την εφαρµογή του παρόντος άρθρου επιτρέπεται η αναγραφή των στοιχείων του ενεργητικού ή παθητικού που αναφέρονται στο παρόν άρθρο να γίνεται µε βάση την αρχική συµβατική διάρκεια ή την αρχική διάρκεια της προθεσµίας προειδοποιήσεως. Για τα δάνεια που δεν έχουν ενσωµατωθεί σε πιστωτικό τίτλο, στην περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυµα αναλάβει κάποιο τρέχον δάνειο πρέπει να το ταξινοµήσει βάσει της εναποµένουσας διάρκειας κατά την ηµέρα που έγινε η ανάληψη. Για την εφαρ µογή του παρόντος εδαφίου, νοείται ως συµβατική διάρκεια ενός δανείου η χρονική περίοδος από την ηµεροµηνία της πρώτης χρησιµοποιήσεως των κεφαλαίων, έως την ηµεροµηνία της εξοφλήσεως. Ως διάρκεια της προθεσµίας προειδοποιήσεως νοείται η χρονική περίοδος από την ηµεροµηνία που δόθηκε η προειδοποίηση έως την ηµεροµηνία κατά την οποία πρέπει να πραγµατοποιηθεί η αντίστοιχη εξόφληση. Στην περίπτωση των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που εξοφλούνται σταδιακά ως συµβατική διάρκεια νοείται η χρονική περίοδος από την ηµεροµηνία κατά την οποία γεννάται η απαίτηση ή η υποχρέωση έως την ηµεροµηνία λήξεως της προθεσµίας για την καταβολή της τελευταίας δόσεως. Τα πιστωτικά ιδρύµατα δηλώνουν επίσης για τους λογαριασµούς του ισολογισµού που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, το ποσό των στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού, τα οποία καθίστανται ληξιπρόθεσµα κατά την διάρκεια του έτους που αρχίζει από το κλείσιµο του ισολογισ µού. β) Τα πιστωτικά ιδρύµατα δηλώνουν για τον λογαριασµό 5 του ενεργητικού (οµολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως) και το λογαριασµό 3-α του παθητικού (χρεώγραφα και οµολογίες σε κυκλοφορία), το ποσό των στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού τα οποία καθίστανται ληξιπρόθεσµα την διάρκεια του έτους που αρχίζει από το κλείσιµο του ισολογισµού. γ) Επιτρέπεται ορισµένες ή όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται προηγούµενα στα στοιχεία α) και β), να αναγράφονται στον ισολογισµό. δ) Τα πιστωτικά ιδρύµατα παρέχουν πληροφορίες για τα στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δοθεί ως εγγύηση ιδίων υποχρεώσεων ή υποχρεώσεων τρίτων (συµπεριλαµβανοµένων των ενδεχοµένων υποχρεώσεων), κατά τρόπο ώστε να είναι εµφανές, για κάθε λογαριασµό του παθητικού ή για κάθε λογαριασµό εκτός ισολογισµού, το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού που έχουν δοθεί ως εγγύηση . 4. Αντί των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 43α παρ. 1 περίπτ. 8 του παρόντος, τα πιστωτικά ιδρύµατα εµφανίζουν στο προσάρτηµα, την αναλογία των εσόδων που συνδέονται µε τους λογαριασµούς 1, 3, 4β και 7 του υποδείγµατος του λογαριασµού αποτελέσµατα
χρήσεως” του άρθρου 124 του παρόντος από γεωγραφική αγορά, εφόσον από την άποψη της οργάνωσης του πιστωτικού ιδρύµατος, οι αγορές αυτές διαφέρουν µεταξύ τους σηµαντικά. Την παράλειψη των πληροφοριών αυτών από το προσάρτηµα δύναται να επιτρέψει, µε απόφασή του, ο Υπουργός Εµπορίου, εφόσον κρίνει ότι η δηµοσιότητά τους θα ήταν σε σοβαρό βαθµό επιζήµια για την Τράπεζα . Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναφέρεται στο προσάρτηµα. 5. Αντί των πληροφοριών του άρθρου 43α παρ. 1 περ. ιδ’του παρόντος , τα πιστωτικά ιδρύµατα υποχρεούνται να αναγράφουν µόνο τα ποσά των προκαταβολών και των πιστώσεων, που χορηγήθηκαν στα µέλη των οργάνων τους που ασκούν διοίκηση, διεύθυνση, ή εποπτεία, καθώς και τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν, για λογαριασµό των προσώπων αυτών ως εγγυήσεις πάσης φύσεως. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται κατά συγκεντρωτικό τρόπο για κάθε κατηγορία. 6. Η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 42ε του παρόντος, εφαρ µόζεται για τα πάγια περιουσιακά στοιχεία των λογαριασµών 9 και 10 του ενεργητικού. 7. Τα πιστωτικά ιδρύµατα παρέχουν επιπλέον και τις ακόλουθες πληροφορίες στο προσάρτη µα: α) Την ανάλυση των µεταβιβάσιµων τίτλων που αναγράφονται στους λογαριασµούς 5 έως 8 του ενεργητικού, ανάλογα µε το αν είναι ή όχι εισηγµένοι στο χρηµατιστήριο . β) Την ανάλυση των µεταβιβάσιµων τίτλων που αναγράφονται στους λογαριασµούς 5 και 6 του ενεργητι κού , ανάλογα µε το αν θεωρούνται ή όχι πάγια χρη µατοπιστωτικά στοιχεία σύµφωνα µε το άρθρο 127 παράγ. 3 του παρόντος, καθώς επίσης και το κριτήριο που χρησιµοποιήθηκε για την διάκριση µεταξύ των δύο κατηγοριών κινητών αξιών. γ) Ειδικά οι εταιρείες χρη µατοδοτικής µίσθώσης (Leasing) και το ύψος των εργασιών τους κατανεµηµένο µεταξύ των σχετικών λογαριασµών του ισολογισµού. δ) Την ανάλυση των λογαριασµών 13 του ενεργητικού και 4 του παθητικού, καθώς και των λογαριασµών 10 και 16 των αποτελεσµάτων χρήσεως στα κύρια στοιχεία τους, αν αυτά έχουν σηµασία για την αξιολόγηση των ετήσιων λογαριασµών. Πρέπει επιπλέον να δίδονται εξηγήσεις για το ύψος τους και για την φύση τους. ε) Τα έξοδα προκαταβάλλονται για τα µειωµένης εξασφάλισης στοιχεία του παθητικού, από το πιστωτικό ίδρυµα, κατά την διάρκεια της χρήσεως. στ) Το γεγονός ότι το ίδρυµα παρέχει σε τρίτους υπηρεσίες διαχείρισης και εκπροσώπησης, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές κατέχουν σηµαντική έκταση σε σχέση µε το σύνολο των δραστηριοτήτων του ιδρύµατος. ζ) Το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού και το συνολικό ποσό των στοιχείων του παθητικού που εκφράζονται σε ξένο νόµισµα, αφού µετατραπούν σε εγχώριο νόµισµα. η) Η κατάσταση των ειδών προθεσµιακών εργασιών που εξακολουθούν να είναι εκκρεµείς κατά την ηµέρα κλεισίµατος του ισολογισµού, ειδικώτερα µε την ένδειξη, για κάθε τύπο πράξης, εάν πρόκειται για εργασίες των οποίων σηµαντικό µέρος έχει δεσµευθεί για την κάλυψη των συνεπειών της διακύµανσης των επιτοκίων, των συναλλαγµατικών ισοτιµιών ή των τιµών αγοράς και εάν πρόκειται για εργασίες των οποίων σηµαντικό µέρος αφορά εµπορικές πράξεις. Σ ‘αυτούς τους τύπους πράξεως συµπεριλαµβάνονται όλες οι εργασίες των οποίων τα απορρέοντα έσοδα ή έξοδα εµπίπτουν στον λογαριασµό β των αποτελεσµάτων χρήσεως ως ίδια ξένο συνάλλαγµα, πολύτιµα µέταλλα, µεταβιβάσι µοι τίτλοι, πιστοποιητικά καταθέσεων, λοιπά στοιχεία ενεργητικού. 8. Το προσάρτηµα καταρτίζεται σύµφωνα µε την δοµή του υποδείγµατος των παρ. 4.1.502, 4.1.503, 4.1.504 και 4.1.505 του Π.∆. 384/1992. Το περιεχόµενο του υποδείγµατος αυτού συµπληρώνεται και προσαρµόζεται σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος άρθρου”.
Άρθρο 130
“TMHMA VIII Ενοποιηµένες οικονο µικές καταστάσεις (ενοποιηµένοι λογαριασµοί) των πιστωτικών ιδρυµάτων (Αρθρα 42 και 43 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 1. Για την κατάρτιση των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων (ενοποιηµένων λογαριασµών) και της ενοποιηµένης εκθέσεως διαχειρίσεως των πιστωτικών ιδρυµάτων, εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 90 παράγρ. 1, 2εδ. α και β και 3, 91, 93, 94,95, 96, 97, 98, 100, 101, 102, 103, 104, 105, ΙΟ6, 107, 108 και 109 του παρόντος νόµου, που προστέθηκαν µε το άρθρο 18 του Π.∆. 498/1987, εφόσον στις επόµενες διατάξεις του άρθρου αυτού δεν ορίζεται διαφορετικά. 2. Στην περίπτωση εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 97 παράγρ. 3 περίπτ. γ, όταν η
θυγατρική επιχείρηση, που δεν περιλαµβάνεται στην ενοποίηση, είναι πιστωτικό ίδρυµα και οι µετοχές της είναι προσωρινά δεσµευµένες λόγω παροχής χρηµατικής ενισχύσεως προς το σκοπό της αναδιοργανώσεως ή της διασώσεως της θυγατρικής αυτής επιχειρήσεως, οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις της επιχειρήσεως αυτής επισυνάπτονται στις ενοποιηµένες οικονο µικές καταστάσεις και στο προσάρτη µα παρέχονται πρόσθετες πληροφορίες σχετικά µε την φύση και τους όρους της χρηµατικής αυτής ενισχύσεως. 3. Το άρθρο 98, µε εξαίρεση την παράγραφο 2, εφαρµόζεται µε την κατωτέρω επιφύλαξη: ‘Οταν η µητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυµα και µία ή περισσότερες θυγατρικές επιχειρήσεις, που υποκεινται σε ενοποίηση, δεν είναι πιστωτικά ιδρύµατα, οι θυγατρικές αυτές,επιχειρήσεις συµπεριλαµβάνονται στην ενοποίηση, εφόσον η κύρια δραστηριότητά τους συνίσταται σε τοποθετήσεις σε τίτλους ή στην άσκηση µιάς ή περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σηµεία β’έως ιβ’του άρθρου 24, παράγρ. 1 του Ν. 2076/1992. 4. Για την διάρθρωση των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων: – εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 112 και 114 έως 126, – οι διατάξεις του άρθρου 42ε παράγρ. 7 και 8 εφαρµόζονται για τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαµβάνονται στους λογαριασµούς του ενεργητικού 9 και 10 του υποδείγµατος ισολογισ µού του άρθρου 113. 5. Ως προς το περιεχόµενο του προσαρτήµατος των ενοποιη µένων οικονοµικών καταστάσεων , η διάταξη του άρθρου 107 παρ. 1 περ. α εφαρµόζεται µε την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 129″.
Άρθρο 131
“ΤΜΗΜΑ ΙΧ ∆ηµοσιότητα (Αρθρο 44 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ) 1. Η δηµοσιότητα των ετήσιων οικονοµικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυµάτων, πραγµατοποιείται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 7β παράγρ. 1 και 12 και 43β παράγρ. 5. Οι µηνιαίες λογιστικές καταστάσεις των Τραπεζών και των υποκαταστηµάτων των αλλοδαπών Τραπεζών, δηµοσιεύονται υποχρεωτικά σε µία ηµερήσια καθαρά οικονοµολογική εφηµερίδα της Αθήνας και µία εβδοµαδιαία οικονοµολογική εφηµερίδα, που εκδίδονται τουλάχιστον επί µία πενταετία συνεχώς. 2. Για την δη µοσίευση των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων (ενοποιηµένων λογαριασµών) των πιστωτικών ιδρυµάτων, εφαρµόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 109. 3. Οι ετήσιες και ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις (ετήσιοι και ενοποιηµένοι λογαριασµοί) των πιστωτικών ιδρυµάτων, των οποίων υποκαταστήµατα κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 2076/1992 9ΦΕΚ τ. Α’/130) είναι εγκατεστηµένα στην Ελλάδα, δη µοσιεύονται και στην Ελλάδα, µεταφρασµένες στην Ελληνική γλώσσα. Η δηµοσιότητα πραγµατοποιείται σύµφωνα µε τις διατάξεις των προηγουµένων παραγράφων 1 και 2”.
Άρθρο 132
- Τα αριθµητικά όρια των περιπτώσεων α και β της παρ. 6 του άρθρου 42α και των περιπτώσεων α και β της παρ. 1 του άρθρου 92 είναι δυνατό να τροποποιούνται µε αποφάσεις του Υπουργού Εµπορίου που δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, µε την προϋπόθεση ότι δεν θα υπερβαίνουν το δραχ µικό ισόποσο των σε ευρωπαϊκές λογιστικές µονάδες καθοριζο µένων κάθε φορά ορίων για κάθε µία από τις παραπάνω περιπτώσεις, προσαυξηµένων κατά 10%. 2. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρµόζουν τις διατάξεις του Π.∆. 148/1984 “περί ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρµογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου (ΚΛΣ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις” και, αναλόγως , τις διατάξεις των άρθρων 42α παρ. 1-3 και 5, 42β, 42ε, 43, 43α παρ . 3-4 και 43β παρ. 2-6. 3. Με την επιφύλαξη εφαρµογής των διατάξεων του παρόντος νόµου, που αναφέρονται στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις , οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για την διάρθρωση αυτών των καταστάσεων, εφαρµόζουν τις διατάξεις του Π.∆ . 148/1984 “περί ορισµού του περιεχοµένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρµογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου (ΚΛΣ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις”, και, αναλόγως , τις διατάξεις των άρθρων 42β και 42ε. Κατά την εφαρµογή αυτή λαµβάνονται υπόψη οι αναγκαίες
προσαρµογές που υπαγορεύονται από τις ιδιοµορφίες των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων, σε σχέση µε τις ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις”.
Άρθρο 133
“1. Οι διατάξεις των άρθρων 42α, 42β, 42γ, 42δ, 43 και 43α , όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους µε τα άρθρα 29, 30, 31, 32, 34 και 35 του Π.∆. 409/1986, µε εξαίρεση τις διατάξεις περί δηµοσιότητας των οικονοµικών καταστάσεων, όπως διατυπώνονται αναµορφωµένες στο άρθρο 438 του παρόντος, διατηρούνται σε ισχύ και εφαρµόζονται από τις τραπεζικές επιχειρήσεις µέχρι την 31 ∆εκεµβρίου 1993. Τα πιστωτικά ιδρύµατα του άρθρου 2 περιπτώσεις 1 και 6 του Ν.2076/1992 υποχρεούνται από την εταιρική χρήση που αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 1994 και µετά, να καταρτίζουν τις ετήσιες και ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις και την έκθεση διαχειρίσεως, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 110 έως 131 του παρόντος”. 2. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, εφαρµόζονται υποχρεωτικά για τον τακτικό έλεγχο των ανώνυµων εταιρειών, για τις οποίες η εταιρική χρήση αρχίζει µετά την 31 η ∆εκεµβρίου 1986. Για την πρώτη εφαρ µογή της διάταξης του προηγουµένου εδαφίου, τα όρια της παραγρ . 6 του άρθρου 42α είναι αυτά που προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία της χρήσης που άρχιζε πριν από την 31η ∆εκεµβρίου 1986. Το σύνολο του ισολογισµού προκύπτει από το άθροισµα των στοιχείων του ενεργητικού, όπως αυτό εµφανίζεται στον ισολογισµό του τέλους της πιο πάνω χρήσης, µετά την αφαίρεση των τυχόν σωρευµένων ζηµιών, που περιλαµβάνονται στο άθροισ µα αυτό. 3. Οι ισχύουσες διατάξεις αναφορικά µε τον έλεγχο των ανωνύµων εταιρειών από τους Ορκωτούς Λογιστές του Σώ µατος Ελλήνων Ορκωτών Λογιστών θα συνεχίσουν να εφαρµόζονται για τις εταιρείες οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα όρια των δύο από τα τρία κριτήρια της παρ. 6 του άρθρου 42α, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 4. Οι ανώνυµες εταιρείες, για τις οποίες η εταιρική χρήση αρχίζει µετά την 31η ∆εκεµβρίου 1986, είναι υποχρεωµένες να καταρτίζουν τις ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις και την έκθεση διαχείρισης µε βάση τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 2, 27, 36
παρ. 1, 42α, 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43, 43α, 43β, 111 παρ. 1 και 2 και 112 παρ. 1 έως και 7,
όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. 5. Για την εφαρµογή των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 36, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και των διατάξεων των παραπάνω παρ. 2 και 3, για τον τακτικό έλεγχο των ανωνύµων εταιρειών, στην περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1987 µέχρι 31ης ∆εκεµβρίου 1989, τα δραχµικά όρια της παρ. 6 του άρθρου 42α, ορίζονται ως εξής: α) Σύνολο ισολογισµού, 200.000.000 δραχµές, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των στοιχείων Α µέχρι και Ε του ενεργητικού στο υπόδειγµα ισολογισµού που παραπέµπει το άρθρο 42γ, και β) Καθαρός κύκλος εργασιών, 400.000.000 δραχ µές. Κατά την πρώτη εφαρµογή της διάταξης της παραγράφου αυτής, για τον υπολογισµό των παραπάνω ορίων εφαρµόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Οι παρ. 7 και 8 του άρθρου 42α εφαρµόζονται αναλόγως και στην περίπτωση των διατάξεων της παρούσας παραγράφου. 6. Οι ανώνυµες εταιρείες που θα υπάρχουν κατά την 31η ∆εκεµβρίου 1986, εγγράφονται στο οικείο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών µε επιµέλεια των αρ µοδίων Υπηρεσιών του Υπουργείου Εµπορίου. Με αποφάσεις του Υπουργού Εµπορίου, που δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα σχετικά µε την εγγραφή των πιο πάνω ανωνύµων εταιρειών στο Μητρώο. 7. Οι ανώνυµες εταιρείες που θα υπάρχουν κατά την 31η ∆εκεµβρίου 1986 υποχρεούνται να τροποποιήσουν το καταστατικό τους, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 2, µέχρι 31η ∆εκεµβρίου 1988, εφόσον αυτό δεν περιλαµβάνει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2, οι εταιρείες αυτές µπορούν, κατ εξαίρεση , να µην εφαρµόσουν τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2. 8. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 70 δεν εφαρµόζονται στους κατόχους µετατρέψιµων οµολογιών ή άλλων µετατρέψιµων χρεωγράφων, αν µέχρι την ηµερο µηνία ισχύος των διατάξεων αυτών, µε τους όρους έκδοσης των προαναφεροµένων τίτλων, έχει καθοριστεί η θέση των κατόχων των τίτλων αυτών για την περίπτωση συγχώνευσης. 9. Οι συγχωνεύσεις µε απορρόφηση ή µε σύσταση νέας εταιρείας ή µε εξαγορά , για τις οποίες, µέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων των άρθρων 68 και 80, είχε πραγµατοποιηθεί η προβλεπόµενη εκτίµηση της
εισφερόµενης περιουσίας και οι Γενικές Συνελεύσεις των µετόχων των συγχωνευοµένων εταιρειών είχαν εγκρίνει τη συγχώνευση, ολοκληρώνονται σύµφωνα µε την προϋφιστάµενη νοµοθεσία. 10. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 70, οι οποίες εφαρµόζονται και σε περίπτωση διάσπασης σύµφωνα µε το άρθρο 83 παρ .1 δεν εφαρµόζονται στους κατόχους µετατρέψιµων χρεωγράφων αν µέχρι την ηµερο µηνία ισχύος των διατάξεων αυτών µε τους όρους έκδοσης των προαναφερο µένων τίτλων, έχει καθοριστεί η θέση των κατόχων των τίτλων αυτών για την περίπτωση διάσπασης. 11. Μέχρι να συµπληρωθεί χρονική περίοδος δέκα (10) ετών από την ηµεροµηνία της παρακάτω παρ. 13, τα όρια της παρ. 1 του άρθρου 92 αυξάνονται ως εξής: α) Σύνολο ισολογισµού 1.250.000.000 δραχµές. β) Καθαρός κύκλος εργασιών 2.500.000.000 δραχ µές. γ) Μέσος όρος προσωπικού που απασχολήθηκε κατά την διάρκεια της χρήσης, 500 άτοµα. Με αποφάσεις του Υπουργού Εµπορίου, που δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, οι οποίες εκδίδονται µέχρι να συµπληρωθεί η πιο πάνω δεκαετής χρονική περίοδος, τα παραπάνω αυξηµένα όρια δύνανται να µειώνονται µέχρι των ορίων της παρ. 1 του άρθρου 92. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 111 εφαρµόζονται αναλόγως. “12. Οι διατάξεις του παρόντος νόµου, που αναφέρονται στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις, δεν εφαρµόζονται στις τραπεζικές επιχειρήσεις και τα άλλα πιστωτικά ιδρύµατα µέχρι 31 ∆εκεµβρίου 1993. Από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 1994 και µετά για τις επιχειρήσεις και τα ιδρύµατα αυτά εφαρµόζεται το άρθρο 130”. 13. Η έναρξη εφαρµογής των διατάξεων των άρθρων 43α παρ. 1 περίπτ . β εδάφιο τελευταίο, 90 έως και 109, καθώς και των άρθρων 111 παρ. 3 και 112 παρ. 11 και 12, ορίζεται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονοµίας και Εµπορίου, που δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως . Η έναρξη αυτή δεν µπορεί να γίνει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1990. 14. Οι εταιρείες για τις οποίες, µέχρι 31 ∆εκεµβρίου 1986, είχε εκδοθεί η προβλεποµένη από την παρ. 1 του άρθρου 4 απόφαση για τη σύσταση και την έγκριση του καταστατικού τους και η δηµοσίευση της απόφασης αυτής µε περίληψη του καταστατικού τους πραγµατοποιήθηκε µετά την 31η ∆εκεµβρίου 1986, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν. 1599/1986, δεν υποχρεούνται να επαναλάβουν τις διατυπώσεις δηµοσιότητας που προβλέπονται από το άρθρο 76. Οι εταιρείες αυτές θεωρείται ότι έχουν αποκτήσει νοµική προσωπικότητα µε τη δηµοσίευση σύµφωνα µε την παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν. 1599/1986. 15. Οι διατάξεις της περ. δ της παρ. 3 του άρθρου 43 δεν εφαρ µόζονται για τις σωρευµένες προβλέψεις, για αποζηµίωση προσωπικού λόγου εξόδου από την υπηρεσία, που είναι καταχωρηµένες στον λογαριασ µό “λοιπά έξοδα πολυετούς απόσβεσης” και αποσβένονται µέσα σε µία πενταετία, σύµφωνα µε τις διατάξεις των εδαφίων 2 και 3 της παρ. 14 του άρθρου 42ε”.
Άρθρο 134
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 ∆ΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ (∆.Λ.Π.) «Οι ανώνυ µες εταιρείες, των οποίων µετοχές ή άλλες κινητές αξίες είναι εισηγµένες σε οργανωµένη χρηµατιστηριακή αγορά, συντάσσουν Ετήσιες Οικονοµικές Καταστάσεις, σύµφωνα µε τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισµό ( ΕΚ) αριθ. 1606/ 2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002, που δηµοσιεύθηκε στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L 243) και των Κανονισµών που εκδίδονται από την Επιτροπή (Commission), κατ εξουσιοδότηση των άρθρων 3 και 6 του Κανονισµού αυτού. Επιπλέον, οι µητρικές εταιρείες συντάσσουν Ετήσιες Ενοποιηµένες Οικονοµικές Καταστάσεις, σύµφωνα µε τα Πρότυπα που προαναφέρονται.» Η υποχρέωση αυτή εκτείνεται: α) για + οποιεσδήποτε άλλες περιοδικές οικονο µικές καταστάσεις, που η δηµοσίευση τους + είναι υποχρεωτική από διάταξη νόµου και «β) για τις Ετήσιες Οικονο µικές Καταστάσεις των µη εισηγµένων επιχειρήσεων που δεν εφαρµόζουν ήδη τα ∆.Λ.Π. και ενοποιούνται, οι οποίες είναι εγκατεστηµένες + στη Ελλάδα, ή εκτός Ελλάδας εφόσον από τη νοµοθεσία της χώρας εγκατάστασής τους παρέχεται η επιλεκτική δυνατότητα εφαρµογής των ∆.Λ.Π. και οι οποίες + αντιπροσωπεύουν αθροιστικά ποσοστό µεγαλύτερο από 5% του ενοποιηµένου κύκλου + εργασιών ή του ενοποιηµένου ενεργητικού ή των
ενοποιηµένων αποτελεσµάτων µετά + την αφαίρεση της αναλογίας των µετοχών της µειοψηφίας.» 2. Οι µη εισηγµένες και µη συνδεδεµένες µε αυτές ανώνυµες εταιρείες και οι εταιρείες περιορισµένης ευθύνης µπορούν να συντάσσουν τις προβλεπόµενες από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού Οικονοµικές Καταστάσεις, σύµφωνα µετά υιοθετούµενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, εφόσον η εφαρµογή των Προτύπων αυτών έχει εγκριθεί από Γενική Συνέλευση των µετόχων ή εταίρων της εταιρείας µε απόφαση, που λαµβάνεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 29 και της παραγράφου 1 του άρθρου 31 ή του άρθρου 13 του Ν. 3190/1955 (ΦΕΚ 91/9Α/16.4.55), αντίστοιχα, και υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση θα προβλέπει την εφαρµογή των Προτύπων για τουλάχιστον πέντε (5) συνεχόµενες χρήσεις. Αν δεν προσδιορίζεται ο χρόνος εφαρµογής των Προτύπων, η σχετική απόφαση θα ισχύει µέχρι ανακλήσεως της, η οποία όµως δεν µπορεί να γίνει προ της παρέλευσης της πενταετίας. Η προαιρετική επιλογή της υιοθέτησης των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων από µητρική εταιρεία εγκατεστηµένη στην Ελλάδα αυτόµατα συνεπάγεται την υιοθέτηση των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων από όλες τις συνδεδεµένες, όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε, µε τη µητρική εταιρεία επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εγκατεστηµένες στην Ελλάδα ή εκτός Ελλάδος, εφόσον από τη νοµοθεσία της χώρας εγκατάστασης τους παρέχεται η επιλεκτική δυνατότητα εφαρµογής των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων”.
Άρθρο 135
“1. Οι Ετήσιες Οικονοµικές Καταστάσεις και οι Ετήσιες Ενοποιηµένες Οικονοµικές Καταστάσεις των ανωνύµων εταιρειών, καθώς και η Έκθεση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και το Πιστοποιητικό Ελέγχου της παραγράφου 4 του άρθρου 43β, είκοσι (20) τουλάχιστον ηµέρες πριν από τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και , σε περίπτωση τροποποίησης τους, µέσα σε είκοσι (20) ηµέρες από την τροποποίηση: α. καταχωρούνται στο Μητρώο Ανωνύµων Εταιρειών και ανακοίνωση περί της καταχώρησης τους δηµοσιεύεται, µε επιµέλεια της αρµόδιας υπηρεσίας και µε δαπάνες της εταιρείας, στο τεύχος Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης της Εφηµερίδας της Κυβερνήσεως, β. αναρτώνται σε χώρο του διαδικτύου, ο οποίος είναι προσπελάσιµος στο ευρύ κοινό και παραµένουν προσπελάσιµες για χρονικό διάστηµα δύο τουλάχιστον ετών από την πρώτη δηµοσίευση τους και γ. εφόσον πρόκειται για εταιρείες µε µετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους εισηγµένες σε οργανωµένη χρηµατιστηριακή αγορά , κατατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. 2. Οι Ετήσιες Οικονοµικές Καταστάσεις και οι Ετήσιες Ενοποιηµένες Οικονοµικές Καταστάσεις των εταιρειών περιορισµένης ευθύνης, καθώς η Έκθεση του ∆ιαχειριστή ή των ∆ιαχειριστών και το Πιστοποιητικό Ελέγχου του άρθρου 23 του Ν. 3190/1955, είκοσι (20) τουλάχιστον ηµέρες πριν από τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και, σε περίπτωση τροποποίησης τους, µέσα σε είκοσι (20) ηµέρες από την τροποποίηση : α. καταχωρούνται στο Μητρώο Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης, που τηρείται από το Γραµµατέα του Πρωτοδικείου, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία και ανακοίνωση περί της καταχώρησης τους δηµοσιεύεται, µε επιµέλεια του διαχειριστή ή των διαχειριστών και µε δαπάνες της εταιρείας, στο Τεύχος Ανωνύ µων Εταιρειών και Εταιρειών Περιωρισµένης Ευθύνης της Εφηµερίδας της Κυβερνήσεως και β . αναρτώνται σε χώρο του διαδικτύου, ο οποίος είναι προσπελάσιµος στο ευρύ κοινό, και παραµένουν προσπελάσιµες για χρονικό διάστηµα δύο (2) τουλάχιστον ετών από την πρώτη δηµοσίευση τους. 3.[καταργήθηκε µε την παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 3301/2004 (Α΄ + 263/23.12.2004)]. 4. Επιπλέον από τη δηµοσιότητα που προβλέπεται από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, οι ανώνυµες εταιρείες και εταιρείες περιορισµένης ευθύνης, που εφαρµόζουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δηµοσιεύουν, υποχρεωτικά, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 43β και της παραγράφου 4 του άρθρου 22του Ν. 3190/1955, αντίστοιχα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ορίζονται µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας και Οικονοµικών και του Υπουργού Ανάπτυξης. Αυτές οι οικονοµικές καταστάσεις, όπως θα ορισθούν στην
κοινή υπουργική απόφαση, δηµοσιεύονται στις εφηµερίδες όπως ο νόµος ορίζει. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία, µε ευθύνη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή των ∆ιαχειριστών της εταιρείας, πρέπει να προκύπτουν από τις οικονοµικές καταστάσεις της εταιρείας, δηµοσιεύονται όπως προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, αλλά απαιτείται η αυτούσια δηµοσίευση τους στο Τεύχος Ανωνύµων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισµένης Ευθύνης της Εφηµερίδας της Κυβερνήσεως.** 5. Αν οι εταιρείες, που συντάσσουν οικονοµικές καταστάσεις σύµφωνα µε τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δηµοσιοποιούν µε οποιονδήποτε άλλον τρόπο λογιστικά στοιχεία, τα δηµοσιοποιούµενα στοιχεία πρέπει να είναι εκείνα που προκύπτουν από την εφαρµογή των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων «µε την επιφύλαξη των πρόσθετων οικονοµικών ή πρόσθετων λογιστικών + στοιχείων που τυχόν απαιτούνται, από άλλες κανονιστικές αρχές για τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγµένες και σε εκτός της Ευρωπαϊκής + Ένωσης οργανωµένη χρηµατιστηριακή αγορά»***. Η ευθύνη για τη συµµόρφωση µε τη διάταξη αυτή βαρύνει το ∆ιοικητικό Συµβούλιο ή τους ∆ιαχειριστές της εταιρείας”.
Άρθρο 136
“1. Οι εταιρείες που συντάσσουν οικονοµικές καταστάσεις, σύµφωνα µε τα υιοθετούµενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται στη σύνταξη Εκθέσεως του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή των ∆ιαχειριστών της εταιρείας, µε περιεχόµενο το προβλεπόµενο από τα Πρότυπα αυτά , αντί εκείνου που ορίζεται από τα εδάφια α’ και β ‘ της παραγράφου 3 του άρθρου 43α και από την παράγραφο 3 του άρθρου 107 και από την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του Ν. 3190/1955. 2. Εφόσον συντάσσονται και ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις , η Έκθεση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή των ∆ιαχειριστών µπορεί να είναι ενιαία, µε κύριο σηµείο αναφοράς τα ενοποιηµένα οικονοµικά δεδοµένα της εταιρείας και των θυγατρικών της και µε αναφορά στα επί µέρους (µη ενοποιηµένα) οικονοµικά δεδοµένα της εταιρείας, όπου τούτο κρίνεται από τη διοίκηση της εταιρείας σκόπιµο ή αναγκαίο για την καλύτερη κατανόηση του περιεχοµένου της. 3. Το περιεχόµενο της Έκθεσης του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή των ∆ιαχειριστών πρέπει να είναι ουσιαστικό, µε ιδιαίτερη έ µφαση στη γλωσσική επάρκεια του κειµένου. Η παράθεση (αναπαραγωγή) στοιχείων που παρατίθενται στις οικονοµικές καταστάσεις, τις οποίες συνοδεύει η Έκθεση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή των ∆ιαχειριστών, δεν είναι ούτε σκόπιµη ούτε επιβεβληµένη, µπορεί όµως, εφόσον κρίνεται σκόπιµο, η Έκθεση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή των ∆ιαχειριστών να παραπέµπει σε στοιχεία και πληροφορίες που παρατίθενται στις οικονοµικές καταστάσεις. 4. Η Έκθεση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου ή των ∆ιαχειριστών υπόκειται στους προβλεπόµενους από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 135 κανόνες δηµοσιότητας”.
Άρθρο 137
«1. Οι εταιρείες που συντάσσουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, Ετήσιες Οικονοµικές Καταστάσεις και Ετήσιες Ενοποιηµένες Οικονο µικές Καταστάσεις, σύµφωνα µε τα υιοθετούµενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται να υποβάλλουν τις καταστάσεις αυτές σε έλεγχο Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών.» «2. Οι αναγκαίες αναφορές στο Πιστοποιητικό Ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ορίζονται µε απόφαση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων ( Ε.Λ.Τ.Ε.), ύστερα από σχετική εισήγηση του Eποπτικού Συµβουλίου του Σώµατος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, µέσα στα πλαίσια των κανόνων που προδιαγράφονται από τα ∆ιεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα της ∆ιεθνούς Οµοσπονδίας Λογιστών (International Federation of Accountants).» «3. Οι προβλεπόµενες από την παράγραφο 1 του άρθρου 37, από το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 3 και από την παράγραφο 4 του άρθρου 43α του νόµου αυτού αναφορές στο Πιστοποιητικό Ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και κάθε άλλη διάταξη αντίθετη µε τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρµόζονται από τη δηµοσίευση στην Εφηµερίδα
της Κυβερνήσεως της προβλεπόµενης από την προηγούµενη παράγραφο απόφασης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).»
Άρθρο 138
“Όπου στο νόµο ρυθµίζονται θέµατα που συναρτώνται µε λογιστικά µεγέθη ή αναφέρονται σε λογιστικά µεγέθη, τα µεγέθη αυτά είναι εκείνα που προκύπτουν από τις οικονοµικές καταστάσεις, που έχουν συνταχθεί σύµφωνα µε τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, εφόσον η σύνταξη των οικονοµικών καταστάσεων γίνεται, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, σύµφωνα µε τα Πρότυπα αυτά. Ως «λογιστικά µεγέθη» ορίζονται τα νοµισµατικά ποσά που απεικονίζονται στις οικονοµικές καταστάσεις ή υποσύνολα ή σύνολα των ποσών αυτών.”
Άρθρο 139
“1. Οι εταιρείες που συντάσσουν οικονοµικές καταστάσεις, σύµφωνα µε τα υιοθετούµενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, έχουν δικαίωµα να αποκλίνουν από τις διατάξεις του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ.) ή των αντίστοιχων κλαδικών, στο βαθµό που η διοίκηση της εταιρείας κρίνει, αιτιολογηµένα, ότι η απόκλιση είναι αναγκαία για την εύρυθµη εφαρµογή των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων και υποχρεούνται να αποκλίνουν, όπου οι προδιαγραφόµενοι από τους υφιστάµενους νόµους κανόνες αποτίµησης των επί µέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων έρχονται σε αντίθεση µε τους κανόνες αποτίµησης, που προδιαγράφονται από τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. «Κατά την + εφαρµογή των αποκλίσεων της παρούσας παραγράφου, δεν επιτρέπεται η χρησιµοποίηση των υποχρεωτικών λογαριασ µών του Σχεδίου Λογαριασµών του Ε.Γ.Λ.Σ. και των κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων για πράξεις µε διαφορετικό περιεχόµενο από το περιεχόµενο των λογαριασµών αυτών. Για ειδικές ανάγκες των ∆.Λ.Π. χρησιµοποιούνται νέοι λογαριασµοί, κατά την κρίση των εταιριών.»** Οι διατάξεις των άρθρων 42α, 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43, 43α, 105 και 107 και κάθε άλλη αντίθετη οµοθετική διάταξη δεν έχουν εφαρµογή στην περίπτωση των εταιρειών που συντάσσουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, οικονο µικές καταστάσεις µε βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. 2. Η αποτίµηση της ακίνητης περιουσίας των επιχειρήσεων, για σκοπούς σύνταξης οικονοµικών καταστάσεων µε βάση τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα , γίνεται σύµφωνα µε τα Πρότυπα αυτά. Όπου προκύπτει αξία µεγαλύτερη από την αντικειµενική αξία των ακινήτων, η µεγαλύτερη αυτή αξία πρέπει να αποδεικνύεται και να τεκµηριώνεται από εκτιµητές αδια µφισβήτητου κύρους και οι σχετικές εκθέσεις των εκτιµητών πρέπει να τίθενται υπόψη των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, που ελέγχουν τις οικονοµικές καταστάσεις στις οποίες αντικατοπτρίζονται οι αξίες των ακινήτων.”
Άρθρο 140
“1. Τα φορολογητέα κέρδη ή ζηµιές της εταιρείας δεν επηρεάζονται από την εφαρµογή των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων. 2-7. [καταργήθηκαν µε την παρ. 11 του άρθρου 11 του ν. 3301/2004 (Α΄ + 263/23.12.2004)]. “2”(8). Η αναδροµική διόρθωση θεµελιώδους λάθους,
κατά τα προβλεπόµενα από τα + ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δεν συνθέτει, αφ ‘ εαυτής, λόγο αµφισβήτησης της αποδεικτικής εγκυρότητας των βιβλίων από πλευράς των φορολογικών αρχών. “3”(9). Για σκοπούς επιβολής του Φόρου Προστιθέµενης Αξίας, ο κρίσιµος χρόνος παραµένει εκείνος της έκδοσης του σχετικού τιµολογίου.
Άρθρο 141
“1. Οι εταιρείες , που συνάπτουν χρηµατοδοτικές µισθώσεις, είτε ως εκµισθωτές είτε ως µισθωτές, έχουν τη δυνατότητα της επιµέτρησης και απεικόνισης των συναλλαγών αυτών στα λογιστικά τους βιβλία, είτε µε βάση τους κανόνες που προδιαγράφονται στα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα είτε µε βάση τους ισχύοντες κανόνες της φορολογικής νοµοθεσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η µέθοδος που επιλέγεται ακολουθείται µε συνέπεια µέχρι τη λήξη της κάθε συγκεκριµένης χρηµατοδοτικής µίσθωσης. 2. Η υιοθέτηση της προδιαγραφόµενης από τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα µεθόδου λογιστικής απεικόνισης των χρη µατοδοτικών µισθώσεων δεν συνεπάγεται αναµόρφωση του λογιστικού κέρδους (ή ζηµιάς), για σκοπούς προσδιορισµού του φορολογητέου κέρδους (ή ζηµιάς). 3. Ειδικότερα, κατά την πρώτη εφαρµογή της προδιαγραφόµενης από τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα µεθόδου λογιστικής απεικόνισης υφιστάµενης σύµβασης χρηµατοδοτικής µίσθωσης, η διαφορά που προκύπτει µεταξύ των µέχρι της στιγµής εκείνης λογιστικά αναγνωρισθέντων εσόδων ή εξόδων και των εσόδων ή εξόδων που θα είχαν αναγνωρισθεί, εάν είχε εφαρµοσθεί η προδιαγραφόµενη από τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα µ έθοδος, από την αρχική σύναψη της χρηµατοδοτικής µισθωτικής σύµβασης, προστίθεται ή αφαιρείται από το φορολογητέο κέρδος (ή ζηµιά) που προκύπτει µέσα στη χρήση κατά την οποία εφαρµόζεται, για πρώτη φορά, η µέθοδος που προδιαγράφεται από τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. 4. Νοείται ότι οι ανώνυ µες εταιρείες και εταιρείες περιορισ µένης ευθύνης, που εφαρµόζουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται να υιοθετούν την προδιαγραφόµενη από τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα µέθοδο λογιστικής απεικόνισης των συµβάσεων χρηµατοδοτικής µ ίσθωσης, αλλά έχουν το δικαίω µα, αν το επιθυµούν, να αναµορφώνουν το λογιστικό τους κέρδος (ή ζηµιά), µε βάση τους ισχύοντες κανόνες της φορολογικής νοµοθεσίας, για σκοπούς προσδιορισµού του φορολογητέου τους κέρδους (ή ζηµιάς).”
Άρθρο 142
“1. Ως χρονικό σηµείο πρώτης εφαρµογής των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων ορίζεται το χρονικό σηµείο έναρξης της χρήσεως σε σχέση µε την οποία συντάσσονται και δηµοσιεύονται για πρώτη φορά οικονοµικές καταστάσεις µε βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι προβλεπόµενες από το νόµο αυτόν διαδικασίες εφαρµογής των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων αρχίζουν να εφαρµόζονται κατά την έναρξη της χρήσεως την οποίαν πρωτογενώς (και όχι µε την παράθεση συγκριτικών στοιχείων προηγούµενων χρήσεων ή περιόδων) καλύπτουν οι συντασσόµενες ετήσιες ή περιοδικές οικονοµικές καταστάσεις. 2. Κατά την πρώτη εφαρµογή των υιοθετηθέντων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων εφαρµόζονται οι σχετικές διατάξεις των ιδίων των Προτύπων ως προς τον τρόπο της πρώτης εφαρµογής τους. 3. Κατά την πρώτη εφαρµογή των ∆ιεθνών Λογιστικών Προτύπων, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, είναι ενδεχόµενο να προκύψουν διαφορές αποτίµησης των επί µέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, δεδοµένης της υιοθέτησης διαφορετικών από τους µέχρι τη στιγµή εκείνη ακολουθούµενους κανόνες αποτί µησης. Μέσα στη χρήση, σε σχέση µε την οποία θα συνταχθούν και θα δη µοσιευθούν για πρώτη φορά οικονοµικές καταστάσεις, σύµφωνα µετά υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα και, πάντως, πριν από τη σύνταξη και δηµοσίευση οποιωνδήποτε περιοδικών οικονοµικών καταστάσεων, γίνονται οι αναγκαίες λογιστικές εγγραφές στο Ηµερολόγιο Φορολογικών ∆ιαφορών και το Καθολικό Φορολογικών ∆ιαφορών, µε διάκριση µεταξύ των εγγραφών που επηρεάζουν τα αποτελέσµατα της αµέσως προηγούµενης χρήσεως και εκείνων που επηρεάζουν τα αποτελέσµατα προγενέστερων χρήσεων, µε τρόπο που να διευκολύνει την (εξωλογιστική) αναµόρφωση των οικονοµικών καταστάσεων της α µέσως προηγούµενης χρήσεως (ή περιόδων της αµέσως προηγούµενης χρήσεως), που δεν θα έχουν συνταχθεί και δηµοσιευθεί µε βάση τα ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, ώστε τα συγκριτικά στοιχεία, που παρατίθενται στις οικονοµικές καταστάσεις της τρέχουσας χρήσεως ή περιόδου, να είναι πράγµατι συγκρίσιµα.”
Άρθρο 143
«1. Οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις, που υποχρεωτικά θα συνταχθούν και θα δηµοσιευθούν µε βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, είναι εκείνες που θα καλύπτουν χρήσεις που αρχίζουν µετά την 31η ∆εκεµβρίου 2004.» «2. Οι εταιρείες που υποχρεούνται, σύµ φωνα µε τις διατάξεις του νόµου αυτού, στη σύνταξη και δη µοσίευση ετήσιων οικονοµικών καταστάσεων µε βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ∆ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, µπορούν, µε απόφαση του ∆ιοικητικού τους Συµβουλίου, να µεταθέσουν το χρόνο της πρώτης εφαρµογής ενωρίτερα αλλά, πάντως, όχι σε χρόνο προγενέστερο της χρήσεως αναφορικά µε την οποία έχουν ήδη δηµοσιευθεί οικονοµικές καταστάσεις µε βάση τα µέχρι σήµερα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα.» 3. Η προβλεπόµενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 137 εισήγηση του Εποπτικού Συµβουλίου του Σώµατος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών προς την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.), υποβάλλεται µέσα σε τρεις (3) µήνες από την ηµεροµηνία ισχύος του νόµου αυτού και η σχετική απόφαση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.) εκδίδεται µέσα σε δύο (2) µήνες από τη λήψη της εισήγησης.”